ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Tου Aποστολου Δοξιαδη
Ενα από τα νεοφανή φαινόμενα που ανέδειξε η κρίση είναι ο δημοσίως αυτομαστιγωνόμενος, μετανοών πολιτικός. Το αξιοπρόσεκτο όμως είναι ότι αυτή η πρόσφατη έφεση στην αυτοκριτική, που κινδυνεύει να πάρει επιδημικές διαστάσεις, αντί να βελτιώνει τα συναισθήματα των πολιτών προς τους πολιτικούς, όπως ίσως περίμενε κανείς, αφού η μετάνοια δημιουργεί κατά κανόνα συμπάθεια προς τον αμαρτωλό, μας εξοργίζει ακόμη περισσότερο.
Η αυτοκριτική είχε ανέκαθεν κάποια θέση στην πολιτική μας, εφ’ όσον γινόταν σε συγκεκριμένο χρόνο και με ορισμένο τρόπο. Το πολιτικό «σαβουάρ βιβρ» όριζε λοιπόν ότι αυτοκριτική έκαναν μόνο αυτοί των οποίων το κόμμα μόλις έχασε την εξουσία, ή μείωσε τα ποσοστά του, και πάντα με τέσσερις κανόνες: γινόταν μόνο αμέσως μετά τις εκλογές· ήταν ήπια και κόσμια· ήταν γενικόλογη, χωρίς ποτέ να εξειδικεύει· και, τέλος, εκφραζόταν σε πρώτο πληθυντικό ή, καλύτερα ακόμη, χωρίς προσδιορισμό του γραμματικού υποκειμένου.
Ετσι, ο πολιτικός που δήλωνε την επομένη των εκλογών «δεν υπήρξαμε τέλειοι» ή, καλύτερα, «έγιναν λάθη », χωρίς φυσικά να προσδιορίζει ούτε ποια ήταν τα λάθη, ούτε το ποιος συγκεκριμένα τα έκανε, εδικαιούτο να λέει στο εξής «έκανα την αυτοκριτική μου», πράξη που θεωρούσε (ο ίδιος) ισοδύναμη με πλήρη εξαγνισμό. Αν όμως, μήνα ολόκληρο μετά τις εκλογές, διανοείτο κανείς να αναφερθεί σε «παραλείψεις της παράταξης», έτρωγε αμέσως ενδοκομματική καρπαζιά, ως διαπράξας το ύψιστο αμάρτημα της εσωστρέφειας. Είπαμε, να κάνουμε αυτοκριτική, όχι να δίνουμε στον εχθρό λαβή για επιθέσεις!
Η κρίση όμως άλλαξε ριζικά τους δύο πρώτους κανόνες, αποδεσμεύοντας την αυτοκριτική από τη μετεκλογική περίοδο και επιτρέποντάς τις βαρύτατες κατηγορίες. Ετσι, τη βλέπουμε τώρα, σε περίοδο που δεν είναι καν προεκλογική, κι αντί για απλά «λάθη» ή «παραλείψεις», ακούμε ομολογίες φοβερές, για «αθλιότητες» ή και «εγκλήματα» ακόμη. Πολιτικοί που άλλοτε, στα πιο μαζοχιστικά μετεκλογικά τους σεκλέτια, θα έλεγαν με μισό στόμα ένα «ε, ως άνθρωποι κάναμε κι εμείς κάποια λαθάκια», κατηγορούν δίχως δεύτερη κουβέντα το κόμμα τους έως και για προδοσία!
Για να καταλάβουμε γιατί αυτές οι αυτομαστιγωτικές εκρήξεις δεν πείθουν τους πολίτες, αρκεί να δούμε την απόστασή τους από τη χαρακτηριστική αφήγηση της μετάνοιας, που βρίσκουμε σε όλες τις μεγάλες πνευματικές παραδόσεις. Γιατί αυτή περιέχει δύο κεντρικά στοιχεία που εδώ απουσιάζουν εντελώς: την ξεκάθαρη ομολογία συγκεκριμένων προσωπικών αμαρτημάτων, και την έμπρακτη απόδειξη της ειλικρίνειας, που γίνεται μόνο με την πλήρη αλλαγή τρόπου ζωής.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύουν φυσικά στην περίπτωση των δήθεν μετανοημένων πολιτικών μας, του ΠΑΣΟΚικού χώρου ως επί το πλείστον. (Θα έρθει η ώρα και για τους υπόλοιπους, μόλις τους δοθεί η ευκαιρία για κυβερνητικού επιπέδου αμαρτίες). Γιατί ακόμη κι οι πιο ακραία εξομολογητικοί ανάμεσά τους, που λένε «προδόσαμε τις ελπίδες του λαού» ή και «εγκληματήσαμε» ακόμη, δεν αναλαμβάνουν ποτέ προσωπική ευθύνη για προδοσίες ή εγκλήματα. Ή θα πουν ότι αυτά διεπράχθησαν γενικώς και αορίστως, από κάποια νεφελώδη οντότητα, ή, πράγμα πολύ της μόδας αφού παραιτήθηκε, θα τα φορτώσουν στον Γιώργο Παπανδρέου και το περιβάλλον του, στο οποίο ποτέ δεν περιλαμβάνεται ο ομιλών, τόσο που απορείς πώς πήρε την εξουσία και πώς κυβέρνησε ο πρώην πρωθυπουργός.
Δεν είχε κόμμα; Ουδέποτε θα πει πολιτικός «εγώ διέπραξα αυτό». «Κάναμε», «δείξαμε», ναι! «Εκανα» ή «έδειξα» ποτέ! Αφήστε δε που η κάθε όψιμη Μαγδαληνή αμολάει στο τέλος μια σπόντα του τύπου «εγώ πάντως τα έλεγα», ή «σε περυσινή συνέντευξή μου είχα υπαινιχθεί ξεκάθαρα ότι» και άλλα διάφορα, που μετατρέπουν τη δήθεν δήλωση μετανοίας σε κατηγορία των άλλων, που πάντα αυτοί φταίνε. Γιατί οι ψευδο-μετανοούντες πολιτικοί λένε «αμαρτήσαμε», αλλά εννοούν «αμάρτησαν» - πάντα οι άλλοι και ποτέ οι ίδιοι. Και βέβαια δεν πείθουν.
Για να πείσει κάποιος θα έπρεπε να μας πει πόσο δημόσιο χρήμα σπατάλησε, από ιδιοτέλεια ή αναξιότητα, πόσα ρουσφέτια έκανε, πόσους ψηφοφόρους διόρισε, επιβαρύνοντας άχρηστα το κράτος και αδικώντας τους αξιότερους -κι όλα αυτά ο ίδιος, προσωπικά, όχι ο γείτονας ή η «παράταξη»- κι ακόμη πόσα πράγματα που έπρεπε να είχε κάνει δεν έκανε, από αδιαφορία για το συμφέρον του τόπου, ανικανότητα, ή και τα δύο. Αλλά ακόμη και μια τέτοια δήλωση δεν θα έπειθε, χωρίς το δεύτερο απαραίτητο στοιχείο της κλασικής αφήγησης της μετάνοιας, την αποχή εις το εξής από την αμαρτία. Γιατί οι αυτομαστιγωνόμενοι πολιτικοί μας μοιάζουν να αγνοούν το προφανές: ότι η πόρνη που μετανοεί το πρωί, δεν πάει το ίδιο βράδυ να κάνει πεζοδρόμιο.
Οποιος πολιτικός θέλει, λοιπόν, να μας πείσει ότι κατάλαβε το κακό που έκανε στον τόπο, αυτός ο ίδιος όχι οι άλλοι, ας παραιτηθεί από την πολιτική, ας πάει στο σπιτάκι του κι ας κάτσει από εδώ και εμπρός εκεί, ασκώντας (αν ξέρει και μπορεί) κάποιο τίμιο επάγγελμα, αντί να προκαλεί τον κόσμο ψάχνοντας να βρει, τώρα που τάχα «ανέλαβε τις ευθύνες του» με κάποια υποκριτική σαχλοδήλωση, με ποιον τρόπο θα διατηρηθεί ή, αν βγήκε, θα ξαναχωθεί στην εξουσία.
Αν ένας πολιτικός αναλάμβανε συγκεκριμένα, προσωπικά τις ευθύνες του, και στη συνέχεια αποχωρούσε οριστικά από την πολιτική, ίσως η μετάνοιά του να κρίνονταν ειλικρινής από τους πολίτες. Αλλά φοβούμαι ότι ματαίως το περιμένουμε: ως γνωστόν, η ειλικρίνεια δεν είναι το ισχυρό σημείο των πολιτικών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου