ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
ΣΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ, τον καιρό της γέννησης της Πολιτικής Οικονομίας, οι πρώτοι οικονομολόγοι υποστήριζαν ότι ο κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής έπρεπε να είναι η μεγιστοποίηση της ευτυχίας των πολιτών μιας κοινωνίας.
Και στις αρχές του 19ου αιώνα, ο άγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ, ο θεωρητικός πατέρας του ωφελιμισμού, έλεγε ότι καλύτερη κοινωνία είναι εκείνη στην οποία τα άτομα είναι περισσότερο ευτυχισμένα. Και επομένως καλύτερη πολιτική είναι εκείνη που ευνοεί τη μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Αυτή η θέση στηριζόταν φυσικά στην υπόθεση ότι η ευτυχία ήταν κάτι που μπορούσε να μετρηθεί και να υπολογιστεί με τρόπους που θα αντιστοιχούσαν στην αληθινή εμπειρία των υποκειμένων. Στην πορεία ωστόσο η νέα οικονομική επιστήμη ακολούθησε μιαν άλλη κατεύθυνση.
Επικράτησε έτσι και μεταξύ των οικονομολόγων η ιδέα ότι η έννοια της ευτυχίας είναι μάλλον υπερβολικά υποκειμενική και επομένως είναι δύσκολο να υπολογιστεί και να μετρηθεί. Στο βαθμό λοιπόν που η πολιτική οικονομία θέλει να είναι μια αυστηρή επιστήμη, πρέπει να επεξεργάζεται έννοιες που μπορούν να εκφραστούν με μαθηματικές διατυπώσεις και επομένως οφείλει να χρησιμοποιεί ποσοτικά μετρήσιμα δεδομένα. Κυριάρχησε έτσι η θέση του Ανταμ Σμιθ ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος απολήγει στην εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος. Στη δεκαετία του 1930 υιοθετήθηκε και στη συνέχεια καθιερώθηκε η έννοια του κατά κεφαλήν εισοδήματος ως ένα θεμελιώδες κριτήριο για τη μέτρηση της οικονομικής προόδου.
Στην πράξη, τόσο η οικονομική επιστήμη όσο και η οικονομική πολιτική εμπνέονταν σταθερά από το αξίωμα ότι η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας συνεπάγεται αύξηση της συνολικής ευημερίας μιας κοινωνίας. Η πορεία των εθνικών οικονομιών και της παγκόσμιας οικονομίας αξιολογείται διαρκώς με βάση την παράμετρο της ετήσιας αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος και του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και αυτά τα κριτήρια χρησιμοποιούν στις στατιστικές τους τα Ηνωμένα Εθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν είναι άλλωστε η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη αυτή που κατέστησε δυνατή την πρόοδο του δυτικού κόσμου, την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των πολιτών και την άνοδο της ευημερίας των λαών; Δυσθυμία μέσα στην αφθονία
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι πλέον τόσο δεδομένη και αυτονόητη, καθώς οι πρόοδοι της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας προμηθεύουν σήμερα στους οικονομολόγους τα εργαλεία για να μετρήσουν την «ευτυχία», δηλαδή τον βαθμό ικανοποίησης στον οποίο φτάνουν οι κοινωνίες μας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η σχέση ανάμεσα στην ποσοτική ανάπτυξη της οικονομίας και την ευτυχία των ατόμων αποκαλύφθηκε πολύ λιγότερο απλή και γραμμική από όσο νομίζαμε στο παρελθόν. Ηδη από το 1974, ο αμερικανός οικονομολόγος Ρίτσαρντ Ιστερλιν φανέρωσε και εξήγησε ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου ενός λαού δεν συνδέεται αυτόματα με την αύξηση της ευημερίας του.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα μπορεί να αυξάνεται, αλλά δεν αυξάνεται ανάλογα και η «κατά κεφαλήν ευτυχία». Ετσι το θέμα της ευτυχίας επανεμφανίστηκε στις συζητήσεις μεταξύ των οικονομολόγων. Καταβλήθηκαν προσπάθειες να δοθούν πειστικές εξηγήσεις στο «παράδοξο του Ιστερλιν».
Ορισμένοι μελετητές σημείωσαν ότι η διαρκής αύξηση των προσδοκιών των ατόμων εκμηδενίζει την αύξηση της ικανοποίησης και της απόλαυσης. Αλλοι υπογράμμισαν τις επιπτώσεις του φθόνου και της μνησικακίας, που εξαρτούν τη δική μας ευτυχία από τη σύγκριση με την ευτυχία των άλλων, ωθώντας μας σε έναν ανηλεή ανταγωνισμό και καταδικάζοντάς μας σε ένα διαρκές ψυχολογικό ακόρεστο. Σύμφωνα με έναν άγγλο σατιρικό του 19ου αιώνα, να είσαι ευτυχισμένος σημαίνει να κερδίζεις δέκα λίρες περισσότερες από τον κουνιάδο σου. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη, πιο γενική εξήγηση. Με τη βιομηχανική επανάσταση η οικονομία της Δύσης παρασύρθηκε από ένα μεγάλο κύμα διαρκούς ανάπτυξης, με μερικά μόνο διαλείμματα ύφεσης και στασιμότητας. Σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από τη διαρκή ποσοτική αύξηση των αγαθών που παράγονται στην αγορά, ήταν εύλογο και κατανοητό η έννοια της ευημερίας να συνδεθεί με την ποσότητα των διαθέσιμων αγαθών.
Παραγνωρίστηκαν έτσι οι προειδοποιήσεις στοχαστών, όπως λ.χ. ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, που είχαν εξηγήσει ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στην αφθονία των αγαθών αλλά στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Μετά από δυο αιώνες ποσοτικής ανάπτυξης εμφανίστηκε ωστόσο ένα είδος «ναυτίας της ανάπτυξης». Σχεδόν παντού οι έρευνες και οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν ότι η αύξηση της παραγωγής δεν συνοδεύεται από την αύξηση της ευτυχίας των προσώπων. Ο λόγος έγκειται στη διαφοροποίηση των αναγκών και των προτιμήσεων που χαρακτηρίζουν μια πολύπλοκη κοινωνία, η οποία δεν μπορεί βέβαια να εκφραστεί από έναν χοντροκομμένα ποσοτικό δείκτη, που μας λέει μόνον πόσα αγαθά παράχθηκαν και καταναλώθηκαν στην αγορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου