Toυ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΙΤΑΚΗ
Ποιο είναι το μέλλον της έγκυρης έντυπης δημοσιογραφίας; Το ντοκιμαντέρ «Η πρώτη σελίδα» που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές ημέρες στις ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να απαντήσει με βεβαιότητα, αποτελεί όμως ένα πολύ ενδιαφέρον πανόραμα της καθημερινότητας σε μια από τις πιο ιστορικές και έγκυρες εφημερίδες του πλανήτη
Εχουν μεσολαβήσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες από την κυκλοφορία του βιβλίου του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γκέι Ταλίζ «Το Βασίλειο και η Εξουσία», το οποίο αποθέωνε τους «New York Times» παρουσιάζοντας την εφημερίδα ως έναν σχεδόν αυτοκρατορικό θεσμό με αποστολή που υπερβαίνει κατά πολύ τον παραδοσιακό ρόλο ενός έγκυρου καθημερινού ενημερωτικού εντύπου. Οπως είχε γράψει χαρακτηριστικά, η εφημερίδα ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν η καθημερινή επιβεβαίωση της ίδιας της ύπαρξης του κόσμου.
Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο για τον κόσμο όσο και - πολύ περισσότερο - για τις εφημερίδες, ακόμα και για τη ναυαρχίδα της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Οι δραματικές αλλαγές στον χώρο των media και η σταδιακή εγκατάλειψη των παραδοσιακών εφημερίδων από ένα μέρος του αναγνωστικού κοινού που έχει στραφεί στη (δωρεάν) ηλεκτρονική ενημέρωση, έχουν καταστήσει ακόμα και μια εφημερίδα-σύμβολο εγκυρότητας όπως οι «New York Times», αν όχι είδος προς εξαφάνιση, οπωσδήποτε πάντως είδος υπό απειλή και με αβέβαιο μέλλον μακροπρόθεσμα.
Παρ' όλα αυτά, η επιβίωση της «Γκρίζας Κυρίας» όπως εδώ και δεκαετίες αποκαλείται από εχθρούς και φίλους η εφημερίδα, εξακολουθεί να παραμένει ζήτημα ζωής ή θανάτου τόσο για τους πιστούς αναγνώστες όσο και για τους δημοσιογράφους που έχουν το προνόμιο να εργάζονται σ' έναν τόσο ευυπόληπτο δημοσιογραφικό οργανισμό.
Οι «New York Times» ήταν πάντα μια εφημερίδα που προσέλκυε το ενδιαφέρον του κοινού ως θεσμικός παράγοντας της αμερικανικής πολιτικής ζωής, συγχρόνως όμως προκαλούσε και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη φυσιογνωμία και τον ιδεολογικό ρόλο της. Αλλοι τη θεωρούν δεινόσαυρο ελιτισμού κι άλλοι τη μοναδική αξιόπιστη πηγή πληροφοριών και αναλυτικού δημοσιογραφικού λόγου σ' ένα σύστημα όπου μοιάζει να κερδίζουν διαρκώς έδαφος ο λαϊκισμός, η επιπολαιότητα και οι κραυγαλέοι τίτλοι. Εχει επίσης κατηγορηθεί από συντηρητικούς παράγοντες για αριστερισμό και αντιπατριωτισμό, ενώ εξ αριστερών έχει απορριφθεί ως μονολιθικό όργανο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ο κινηματογραφιστής Αντριου Ρόσι εξασφάλισε για την ταινία του «Η πρώτη σελίδα: Στα άδυτα των "New York Times"» δικαίωμα πρωτοφανούς πρόσβασης στην καθημερινή ζωή της εφημερίδας - ακόμα και στο «ιερό άβατο» όπως θεωρείται η αίθουσα συσκέψεων της πρώτης σελίδας στην οποία συναντιούνται και ανταλλάσσουν απόψεις οι αρχισυντάκτες όλων των τμημάτων - με φόντο μια χρονιά (την περυσινή) κρίσεων, έντονου προβληματισμού αλλά και αναγκαστικών απολύσεων. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας Μπιλ Κέλερ προς την κάμερα του Ρόσι μια μέρα που έγιναν στην εφημερίδα εκατό απολύσεις: «Κάτι τέτοιες μέρες νιώθω ότι θα έπρεπε να φοράμε ματωμένη ποδιά χασάπη στο newsroom».
Αν υπάρχει ένας κεντρικός ήρωας σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, αυτός είναι ο αρχισυντάκτης για θέματα media της εφημερίδας Ντέιβιντ Καρ, μια πληθωρική στα όρια του γραφικού προσωπικότητα με παρελθόν άκρως περιπετειώδες. Ταλέντο του χώρου από μικρός, κόντεψε να καταστρέψει τον εαυτό του και την οικογένειά του εξαιτίας του εθισμού του στα σκληρά ναρκωτικά, για να απαλλαγεί τελικά από τους δαίμονές του και να επιστρέψει θριαμβευτικά ως ένας από τους πιο γνωστούς ρεπόρτερ των «New York Times».
Η αρχική ιδέα μάλιστα ήταν να επικεντρωθεί η ταινία απολύτως στον Καρ, αλλά ο ίδιος θεώρησε ότι ήταν αδύνατο να κάνει τη δουλειά του με μια κάμερα διαρκώς πίσω από την πλάτη του και πρότεινε στον Ρόσι να ανοίξει το εύρος της θεματολογίας του και να κάνει μια ταινία για ολόκληρη την εφημερίδα. Την εικόνα του ρομαντικού θεματοφύλακα της παλιάς σχολής δημοσιογραφικής ακεραιότητας συμπληρώνει ο δυναμικός βοηθός του, ο 25χρονος Μπράιαν Στέλτερ, πρώην «παιδί θαύμα» της κοινότητας των μπλόγκερ που προσελήφθη στην εφημερίδα στα 21 του για να αναβαθμίσει την προσέγγισή της στο σύγχρονο μιντιακό σύστημα.
Ο Στέλτερ δείχνει ευτυχής που εργάζεται σ' αυτό το περιβάλλον (το εντυπωσιακό κτίριο του Ρέντσο Πιάνο είναι ένας άλλος πρωταγωνιστής της ταινίας), δεν κρύβει όμως πόσο εξωφρενικό του φαίνεται το γεγονός ότι υπάρχουν συνάδελφοί του που δεν έχουν λογαριασμό στο twitter με αποτέλεσμα να «ανακαλύπτουν» ξαφνικά ειδήσεις και ιδέες για ρεπορτάζ που ο ίδιος είχε διαβάσει προ πολλού σε κάποιο site κοινωνικής δικτύωσης.
Τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν ενώπιον της κάμερας του Ρόσι οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας είναι πολλά και καίρια για το παρόν και (κυρίως) το μέλλον της δημοσιογραφίας: Είναι ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο διαβόητος υπεύθυνος του Wikileaks, ρεπόρτερ ή προβοκάτορας; Μπορεί να είναι κάποιο μέσο ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης όπως το twitter αξιόπιστη πηγή ειδήσεων; Πόσο νόημα έχει πλέον να υποχρεώνεις τον αναγνώστη να πληρώνει για την ενημέρωσή του είτε στο έντυπο είτε στο χαρτί;
Ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες και προφανείς απαντήσεις, ο προβληματισμός όμως και οι απόψεις που ακούγονται έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για όποιον ενδιαφέρεται όχι μόνο για το μέλλον του Τύπου αλλά της πληροφορίας γενικότερα.
Εν τέλει, πάντως, η ταινία δεν είναι παρά μια ερωτική επιστολή τόσο προς τη συγκεκριμένη εφημερίδα - η οποία παρουσιάζεται ως ένας μοναδικά προσαρμοστικός οργανισμός ακόμα και στις πιο δύσκολες περιστάσεις - όσο και στην ιδέα της «παλιομοδίτικης» δημοσιογραφικής σχολής όπου τα στοιχεία εξετάζονται εξονυχιστικά, οι πηγές είναι απόλυτα τσεκαρισμένες και οι τίτλοι είναι ψύχραιμοι και ακριβείς, χωρίς να επιζητούν να πιάσουν τον αναγνώστη από τον λαιμό πουλώντας του φύκια για μεταξωτές κορδέλες όπως θα λέγαμε εδώ.
Η «Πρώτη σελίδα: Στα άδυτα των "New York Times"» (τρέιλερ της οποίας, αποσπάσματα αλλά και ολόκληρη υπό όρους μπορεί να παρακολουθήσει κανείς στο Διαδίκτυο) αποτελεί ουσιαστικά μια σύγχρονη ανάκληση των παραδοσιακών αξιών της δημοσιογραφίας - κυρίως την «αμερόληπτη αναζήτηση της καλύτερης διαθέσιμης εκδοχής της αλήθειας» όπως αναφέρει ένας βετεράνος ρεπόρτερ - και την αναγκαιότητα προσαρμογής τους στην εποχή των «νέων μέσων» όπου οι αλλαγές στον τρόπο παρουσίασης και κατανάλωσης της πληροφορίας είναι ραγδαίες.
Το επίμονο (και αναπάντητο) ερώτημα παραμένει όμως: Εχει μέλλον μια παραδοσιακή εφημερίδα σ' αυτό το άγριο και απρόβλεπτο περιβάλλον;
Ο Ντέιβιντ Καρ πάντως μοιάζει να είναι βέβαιος για την απάντηση: «Παρέχουμε εγκαίρως αξιόπιστες πληροφορίες στις οποίες ο κόσμος μπορεί να βασιστεί. Αυτό νομίζω είναι αρκετό για να δικαιολογήσει τη συνέχεια της επαγγελματικής μας ύπαρξης».
TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου