Tου Nικου Bατοπουλου
Πόσα περιοδικά άραγε να κυκλοφορούν ακόμη από τη δεκαετία του ’60; Ενα από αυτά είναι (ήταν πλέον) η «Ραδιοτηλεόραση», ένα από τα τελευταία οχυρά όχι μόνο μιας εποχής αλλά και μιας αντίληψης.
Γιατί η «Ραδιοτηλεόραση» τουλάχιστον από την εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και μετά, επιβίωνε ως ένα «κρατικό» περιοδικό, ζούσε χάρη στην αγαθοεργία όλων μας που συντηρούσαμε χωρίς να μας ρωτήσει κανείς άξιους εργαζομένους που έβγαζαν ένα περιοδικό χωρίς σκοπό.
Μου έρχεται, όμως, δύσκολο να αποχαιρετήσω τη «Ραδιοτηλεόραση» έτσι ψυχρά. Γιατί, όπως και να το δει κανείς, η «Ραδιοτηλεόραση» μάς μεγάλωσε. Τρόπος του λέγειν, αλλά θα συντηρήσω την ψευδαίσθηση ότι μαζί με την τηλεόραση «εκείνης» της μακρινής, αρχαίας εποχής, μεγαλώναμε μαζί με νέες εμπειρίες οικιακής τεχνολογίας. Η «Ραδιοτηλεόραση», όσο παλαιομοδίτικη κι αν φαίνεται στα σημερινά μάτια, υπήρχε εποχή, «τότε» εκείνα τα χρόνια τα «παλαιολιθικά», που έμπαινε σε πολλά, πάρα πολλά σπίτια και κρατούσε συντροφιά. Ηταν μια καινούργια παρέα, ένα εικονογραφημένο εργαλείο με μια αύρα περιοδικού ποικίλης ύλης.
Ισως να έπρεπε να είχε κλείσει είκοσι χρόνια πριν. Οταν πολλά νέα τηλεοπτικά περιοδικά εισέβαλαν στην αγορά και πήραν τα μεγαλύτερα κομμάτια της πίτας. Η «Ραδιοτηλεόραση» διατηρούσε πιο χαμηλή την τιμή της και με την υγιή πρακτική του ανταγωνισμού έδινε την οξύμωρη παράταση σε έναν ξεπερασμένο κρατισμό.
Γεννήθηκε το 1968 όταν το παλιό «Ραδιοπρόγραμμα» βαπτίσθηκε «Ραδιοτηλεόρασις». Hταν εκείνη τη χρονιά που είχαμε πάρει τηλεόραση στο σπίτι και θυμάμαι ότι η πρώτη εικόνα που αντίκρισα στη ζωή μου σε τηλεοπτικό δέκτη ήταν το «πουλί» της χούντας. Δεν θυμάμαι αν υπήρχε και «Ραδιοτηλεόραση» στο σπίτι, θα ήθελα όμως να είχα κρατήσει το πρώτο τεύχος της, που, όπως διάβασα στην ελληνική Wikipedia, είχε κυκλοφορήσει με εξώφυλλο την Μπριζίτ Μπαρντό.
Από τότε, κύλησαν κοντά 2.150 τεύχη, και αυτό από μόνο του το γεγονός είναι επίτευγμα. Και είναι επίτευγμα γιατί ήταν ένα κατάλοιπο της παλιάς Ελλάδας, που επεβίωνε σχεδόν ψιθυριστά. Συχνά, έβλεπα τα τεύχη της «Ραδιοτηλεόρασης» στα περίπτερα και κάθε φορά αναρωτιόμουν αν υπάρχει κοινό. Προφανώς θα είχε τους πιστούς της και από περιέργεια μια φορά πέρυσι αγόρασα ένα τεύχος. Αισθανόμουν ότι ζούσα στην πράξη την ιεροτελεστία ενός αναχρονισμού.
Την «Ραδιοτηλεόραση», όμως, την έβγαζαν, όπως κάθε περιοδικό, άνθρωποι που ήξεραν τη δουλειά. Η ύλη της ήταν αξιοπρεπής, ανώτερη σε πολλά από τα λοιπά τηλεοπτικά περιοδικά που θυμίζουν τα μεσημεριανά μαγκαζίνο της τηλεόρασης. Αλλά, το ερώτημα που κανείς ποτέ δεν έθετε ήταν, «γιατί να συντηρεί ένα κράτος αυτό το “αξιοπρεπές” περιοδικό που λίγοι αγοράζουν και ακόμη λιγότεροι θυμούνται»...
Το 2011 συνέβη αυτό το «μικρό-μεγάλο» κραχ και μαζί με την ΕΤ1 και κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, κλαδεύτηκε και ο νοσταλγικός αναχρονισμός της «Ραδιοτηλεόρασης». Δεν γνωρίζω αν υπήρχε ακόμη στην Ευρώπη άλλο τηλεοπτικό περιοδικό που να το συντηρούσε το κράτος. Ισως όχι. Αλλά μαζί με τον αποχαιρετισμό, ας αναγνωρίσουμε τις υπηρεσίες αυτού του περιοδικού που κάποτε την εποχή πριν από τα τηλεχειριστήρια είχε θέση στα σπίτια μας. Αντίο, αγαπητή «Ραδιοτηλεόραση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου