ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΠΟΝΤΙ∆Α
Κοίτα πλάκα. Μέσα στις ανασκαφές που έκαναστα συρτάρια µου, ανασύρω παχουλό φάκελο που έχει απέξω το όνοµά µου. Το ανοίγωκαι τι να δω; Χιλιάρικα και πεντοχίλιαρα! Ενας ξεχασµένος φάκελος µε µετρητό, κατευθείαν από τα χεράκια του πατέρα µου, µαζί µε ευχετήρια καρτούλα.
Οσονα ‘ναι, συγκινήθηκα. Μύρισα την κάρτα, τη χάιδεψα και µέσα στον ενθουσιασµόµου φώναξατη δική µου µικρή να δει τα «παλιά λεφτά». Και εκεί που τα παρατηρούσαµε ένα ένα,µου έρχεται έκλαµψη και θυµάµαιότι κάποτε τα έψαχνα για να δανείσω τη Λίλια, όταν µου ζήτησε ένα Πάσχα να επιστρέψει για λίγο στην Ουκρανία. Είχε φύγει από την πόλη της λίγο µετά την πτώση του Τείχους, άφησετα δύο παιδιά της στη µάνα της και «υιοθέτησε» το δικό µου από ηλικία µηδέν.
«Η κοπέλα µου»,έλεγε το πιτσιρίκι,«µιλάει καλά ελληνικά». Ετσι την είχε στο µυαλό της. Το δωµάτιό της, τα παιχνίδια της, το σπίτι της και η κοπέλα της. Με αυτά γεννήθηκε, πακέτο. Ο,τι και κήρυγµα να της κάνω τώρα, ό,τι και να της πω (που της λέω) εκείνη ξέρει: «Ολοι οι άνθρωποι είναι ίσοι», αλλά µερικοί είναι «πιο ίσοι» από τους άλλους.
Ετσι είναι αυτάτα πράγµατα. Οι «πιο ίσοι» κάθονται, οι υπόλοιποι στέκονταικαι περιµένουν στην ουρά. Στην ουρά και τα παιδιά τους, και τα εγγόνια τους, και τα δισέγγονά τους, και...
Τα «παλιά λεφτά» µε τσούζουν ξαφνικά (τυχαίο που τα βρήκα τώρα;). Κλείνω τον φάκελο,κλείνω το συρτάρι. Να βάλει ο Θεός το χέρι του, τα χέρια του. Kαι το πόδι του στην ανάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου