«Ενα αρνί, ένα; Tι να μας κάνει ένα αρνί; Δύο χρειαζόμαστε, καλύτερα τρία, θα έρθουν τα παιδιά από την Αθήνα, θα έρθει κόσμος στο σπίτι, να μη ρεζιλευτούμε!».
Ετσι έλεγε ο κύριος Χ., ο άρχοντας, που τις ημέρες του Πάσχα όλα τα ήθελε σε μεγάλες ποσότητες, όχι μόνο τα εδώδιμα αλλά και τους μουσαφιραίους. Πολλά κουλούρια, πολλά κόκκινα αυγά, πολύ αυγοτάραχο Μεσολογγίου, πολύ κρασί στις νταμιτζάνες, μήπως και δεν φτάσει. Ακόμα και όταν η μικρή επιχείρησή του χρεοκόπησε, ο ίδιος συνέχισε να γιορτάζει την ημέρα της Λαμπρής σαν να ήταν βασιλιάς, ξοδεύοντας πανηγυρικά το δώρο του Πάσχα και ας ήξερε ότι θα περνούσε δύσκολα μέχρι να φτάσει η επόμενη σύνταξη.
Ενα όργιο καλοκάγαθης σπατάλης ήταν το Πάσχα στο μικρό χωριάτικο σπίτι του κ. Χ., στο κτήμα που μοσχοβολούσε άνοιξη κι έξω καρδιά.
Ο γιος του κ. Χ., ο κύριος Ψ., δεν ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του, αλλά έγινε «ευκαιριάκιας», δηλαδή κυνηγός προσφορών. Κάθε Κυριακή αγοράζει εφημερίδες και ξεκοκαλίζει τα διαφημιστικά ένθετα των σούπερ μάρκετ, των ηλεκτραγορών, των επιπλάδικων. Σαν το σαμιαμίδι που μένει ασάλευτο πλάι στην ηλεκτρική λάμπα και περιμένει με υπομονή την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσει και να καταπιεί το κουνούπι, έτσι και ο κ. Ψ. περιμένει την ύστατη πτώση της τιμής του ατμομάγειρα, της σιντιέρας, της φέτας, της τοστιέρας.
Δεν είναι φτωχός, δεν είναι τσιγκούνης, όμως είναι ο τέλειος καταναλωτής. Αγοράζει επώνυμα ρούχα από στοκατζίδικα, με μάτι γερακιού εντοπίζει τη διαφορά τιμής ανάμεσα στο ράφι και στο ταμείο ή ανάμεσα στο ράφι και στο διαφημιστικό σεντόνι, ζητά να δει τον υπεύθυνο του καταστήματος, διεκδικεί τα δικαιώματά του. Εξαντλημένος από την επιμονή του, ο υπεύθυνος συνήθως υποχωρεί. «Θέλετε να αλλάξετε την τηλεόραση; Eυχαρίστως να σας δώσουμε μια άλλη, καλύτερο μοντέλο».
Ακόμα και με δεμένα τα μάτια μπορεί να βρει τον δρόμο του μες στο λαβύρινθο των διαδρόμων στις μεγάλες αλυσίδες, ξέρει να διακρίνει το καλύτερο αρνί ανάμεσα σε πολλά αδελφάκια του που κρέμονται στα τσιγκέλια, να λυγίζει τις αντιστάσεις του κρεοπώλη που αρχικά δεν θέλει να του δώσει πάνω από «μία» συκωταριά. Ομως, δεν ρισκάρει, δεν περιμένει την τελευταία στιγμή για να προμηθευτεί αρνάκι ή γαλοπούλα από την κεντρική κρεαταγορά, όταν θα έχουν πέσει οι τιμές. Και την ημέρα του Πάσχα δεν θα ψήσει ολόκληρο αρνί, αλλά όσο θα καταναλωθεί αυθημερόν, υπολογίζοντας χορταστικές μερίδες για την οικογένεια και τους καλεσμένους του.
Τόσο πολύ παρασύρεται ο κ. Ψ. από το πάθος του για ευκαιρίες, που συχνά αγοράζει πράγματα που δεν τα χρειάζεται ο ίδιος, αλλά κρίνει ότι τα χρειάζονται τα παιδιά και οι φίλοι του. Πιζάμες, παντόφλες, κουρτίνες, καφετιέρες, ξυπνητήρια. Αλλες φορές ξοδεύει σε βενζίνη ό, τι κερδίζει από τις μειωμένες τιμές, αλλά δεν στενοχωριέται.
Ψωνίζω, άρα υπάρχω; Oχι ακριβώς. Ο κ. Ψ. δεν επιδεικνύει τα αγαθά του, αλλά τις πρωτοβουλίες του, τις επιλογές του, τις έξυπνες αγορές του που τονώνουν την αυτοεκτίμησή του. Δεν πιάνεται κορόιδο, σε αντίθεση με τον πατέρα του που εμπιστευόταν τον χασάπη, τον μανάβη και τον κουρέα του, που αγόραζε τα κατσικάκια στα τυφλά και που του άρεσε να του φέρνουν τα ψώνια στο σπίτι. Που όταν, μπροστά στη ζυγαριά, τον ρωτούσαν «είναι λίγο παραπάνω, να το αφήσω;», απαντούσε πάντα ναι.
Μερικές φορές η τσίκνα από το σούβλισμα στο κτήμα φτάνει στο όμορφο, νεόδμητο και τακτοποιημένο διαμέρισμα του κ. Ψ. Φτάνουν και οι μυρωδιές από το αγιόκλημα και τις πασχαλιές, φτάνει και το βροντερό γέλιο του πατέρα που δεν ήξερε να ψωνίζει, όμως ήξερε να γλεντάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου