Του Πετρου Παπακωνσταντινου
«Πώς μπορείτε να περιγράφετε σαν επανάσταση μια ανταρσία που ξεκάθαρα καθοδηγείται από την Αλ Κάιντα και να μιλάτε απαξιωτικά για το «καθεστώς» εκείνο που προστατεύει την Ευρώπη από τους τρομοκράτες»; Η έκπληξη του Αμπντουλσαλάμ Σαχούμι, παραγωγού ντοκιμαντέρ για την κρατική τηλεόραση της Λιβύης, έδειχνε ειλικρινής και εναρμονιζόταν με το διαρκώς επαναλαμβανόμενο ρεφρέν όλων των κυβερνητικών αξιωματούχων εδώ στην Τρίπολη: όχι, δε λέμε ότι η εξέγερση της 15ης Φεβρουαρίου στην Ανατολική Λιβύη ήταν συνωμοσία των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, αυτοί απλώς προσπαθούν να εκμεταλλευθούν την κρίση εκ των υστέρων. Ηταν όμως ξεκάθαρα μια συνωμοσία της «Αλ Κάιντα του Αραβικού Μαγκρέμπ», που φιλοδοξεί να δημιουργήσει χαλιφάτο, από το Μαρόκο μέχρι τη Γάζα!
Παραδόξως, τις καταγγελίες περί διείσδυσης της Αλ Κάιντα ή και της λιβανέζικης Χεζμπολάχ στη λιβυκή εξέγερση ήρθαν να στηρίξουν εν τινι μέτρω και εκπρόσωποι των δυνάμεων που βομβαρδίζουν το στρατόπεδο Καντάφι, όπως ο ναύαρχος Σταυρίδης, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Χέιγκ. Ωστόσο, έχει κυλήσει πάρα πολύ νερό ανάμεσα στις όχθες του Πότομακ και του Τάμεση από την εποχή που ο Τζορτζ Μπους κήρυσσε «Σταυροφορία» εναντίον του Ισλάμ. Δημοσιογράφοι που βρέθηκαν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης εθελοντών του στρατού των εξεγερμένων στην Ντέρνα της Ανατολικής Λιβύης συνάντησαν μαχητικούς ισλαμιστές να ευγνωμονούν την Αμερική, με τρόπο που παρέπεμπε στην αντισοβιετική «τζιχάντ» στο Αφγανιστάν, τη δεκαετία του '80. Το εντυπωσιακό άνοιγμα του Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα προς το Ισλάμ με την πολύκροτη ομιλία του στο Κάιρο φαίνεται ότι αρχίζει να δίνει καρπούς, με καταλύτη τη λιβυκή κρίση.
Ο ρόλος του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη λιβυκή εξέγερση φαίνεται περιορισμένος, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσίας. Οταν ρωτάμε τους κυβερνητικούς αξιωματούχους ποια είναι αυτά τα στελέχη της Αλ Κάιντα που υποτίθεται ότι καθοδηγούν τους εξεγερμένους, εισπράττουμε μονότονα το όνομα κάποιου Μοχάμεντ Σαουάν, ενός εκ των 31 μελών του Προσωρινού Λιβυκού Συμβουλίου, ο οποίος προέρχεται από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Οι υπόλοιποι, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι παλιοί κανταφικοί, νασεριστές, φιλελεύθεροι επιστήμονες, μάλιστα ο υπεύθυνος για θέματα Παιδείας Φάτχι Μοχάμεντ Μπάτζα είναι γνωστός ως άθεος, γεγονός που προκάλεσε κάποιες τριβές στη Βεγγάζη.
«Ολοι αυτοί είναι απλώς καιροσκόποι, πάνε όπου πηγαίνει το ρεύμα, αλλά τελικά αυτό το ρεύμα θα τους σαρώσει», αποφαίνεται κυβερνητικό στέλεχος. «Αυτοί που έχουν τα όπλα και μας πολεμάνε είναι οι φανατικοί ισλαμιστές, εκείνοι που ξεκίνησαν την τρομοκρατική δράση απέναντί μας από τη δεκαετία του '80. Εσείς, στη Δύση, είσαστε οι πρώτοι που ωφελούνται από εμάς, γιατί κάναμε τόσα χρόνια τη Λιβύη ένα τείχος που εμπόδιζε την επικοινωνία ανάμεσα στους τρομοκράτες του GIA στην Αλγερία και στους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και της Γάζας». Σε μια συνέντευξη Τύπου, ο υφυπουργός Εξωτερικών Χαλίντ Καΐμ, το τράβηξε πιο πολύ, λέγοντας ότι το Ισραήλ αναγκάστηκε να βομβαρδίσει στο Σουδάν κονβόι όπλων που πήγαιναν στη Βεγγάζη και ότι «τα όπλα αυτά ακολουθούν την ίδια διαδρομή με εκείνα που πηγαίνουν στη Γάζα». Μια τοποθέτηση που άφηνε στον αέρα την αίσθηση ότι το καθεστώς Καντάφι νιώθει ότι απειλείται από τον ίδιο εχθρό με τον, θεωρητικά, ασυμφιλίωτο εχθρό του, το Ισραήλ.
Είναι αλήθεια, πάντως, ότι το ισλαμικό ρεύμα έχει ισχυρή παράδοση στη Λιβύη. Ρίζωσε εδώ τη δεκαετία του '50, όταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου που κυνηγήθηκαν από τον Νάσερ βρήκαν άσυλο στον δυτικό τους γείτονα, επί βασιλείας Ιντρίς. Αρκετοί από αυτούς πολέμησαν πλάι στην Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν, όπου επηρεάστηκαν καίρια από τον Αιγύπτιο σύντροφο του Λάντεν, Αϊμάν Ζαουάχρι. Η οργάνωση Ισλαμική Τζιχάντ του Ζαουάχρι έγινε το πρότυπο της Λιβυκής Ισλαμικής Μαχητικής Οργάνωσης που συγκρότησαν παράνομα οι «μουτζαχεντίν» στην ανατολική Λιβύη, όταν επέστρεψαν στη χώρα τους, τη δεκαετία του '90. Η αντίδραση του Καντάφι ήταν κεραυνοβόλα και αδυσώπητη: Το «Πράσινο Βουνό» πάνω από τη Μπέιντα και την Ντέρνα έγινε κατάμαυρο από τις βόμβες ναπάλμ και όσοι από τους μαχητές των ισλαμιστών γλίτωσαν τον θάνατο, κλείστηκαν στις διαβόητες φυλακές Αμπού Σαλίμ, στην Τρίπολη.
Ο πυρήνας
Ο ισλαμικός παράγοντας έπαιξε έναν ορισμένο ρόλο στην πυροδότηση του αντικανταφικού κινήματος. Ο πρώτος πυρήνας της εξέγερσης οικοδομήθηκε γύρω από το κίνημα για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων (όχι μόνο ισλαμιστών, βέβαια) στις φυλακές Αμπού Σαλίμ, ενώ η ημερομηνία που είχε επιλεγεί για την πρώτη, μεγάλη διαδήλωση, η 17η Φεβρουαρίου, παρέπεμπε στη δολοφονία διαδηλωτών στο ιταλικό προξενείο της Βεγγάζης, με αφορμή τα «βλάσφημα» σκίτσα του Μωάμεθ. Τίποτα δεν δείχνει, όμως, ότι ο ισλαμικός παράγοντας κυριαρχεί στο αντιπολιτευτικό κίνημα, το οποίο άλλωστε υπήρξε πολύ ισχυρό και στο δυτικό τμήμα της Λιβύης, όπου επεκράτησε κατά κράτος σε πόλεις, χωρίς καμία παράδοση στο ριζοσπαστικό Ισλάμ όπως η Μισράτα, η Ζιντάν, η Ζουάρα και η Ζάουιγια, αν και στις δύο τελευταίες οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν διά πυρός και σιδήρου από τον κυβερνητικό στρατό.
Σημειωτέον, ότι το στρατόπεδο Καντάφι επένδυσε κατά καιρούς και συνεχίζει να επενδύει στον ισλαμικό παράγοντα όχι λιγότερο από τους αντιπάλους του. Τη δεκαετία του '80 ο Καντάφι δημιούργησε την «Ισλαμική Λεγεώνα», πολιορκητικό κριό στις εξωτερικές του περιπέτειες, στο Τσαντ, την Ουγκάντα και αλλού. Απαγόρευσε το αλκοόλ, τις ξένες γλώσσες στα δημόσια σχολεία, τις ξενόγλωσσες επιγραφές στους δρόμους, ενώ το σύνθημα «Αλλάχ Ακμπάρ» δεσπόζει στο βομβαρδισμένο, εμβληματικό στρατηγείο του, στο στρατόπεδο Μπαμπ αλ Αζίζια, όπου αρέσκεται να εκφωνεί δημόσιες ομιλίες. Το όνομα του γιου του που φέρεται να προορίζεται για διάδοχος, Σαΐφ αλ Ισλάμ, σημαίνει Ξίφος του Ισλάμ. Εν ολίγοις, ο συνταγματάρχης Καντάφι φαίνεται ότι έπαιξε για καιρό ένα παιχνίδι με τη φωτιά, που δεν είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα το κερδίσει.
Η άνοδος των ισλαμικών κινημάτων, σε σημείο που να διεκδικούν ήδη σοβαρό ρόλο στις χώρες της βόρειας Αφρικής, αποτελεί ένα από τα κυριότερα πολιτικά αποτελέσματα της αραβικής εξέγερσης.
Στην Τυνησία, το στρατιωτικό καθεστώς που προσπαθεί να καθοδηγήσει μια συντεταγμένη μεταπολίτευση ύστερα από την εξέγερση, το παραδοσιακό, ισλαμικό κόμμα «Ενάχντα» (Αναγέννηση), αντίστοιχο των Αδελφών Μουσουλμάνων, νομιμοποιήθηκε και ο ηγέτης του Ρασίντ Γανούτσι επέστρεψε στη χώρα από το Λονδίνο, όπου ζούσε εξόριστος. «Δεν έρχομαι ως Χομεϊνί», δήλωσε ο Γανούτσι, ο οποίος σχημάτισε 17μελή ηγετικό πυρήνα με τη συμμετοχή και δύο γυναικών και διαμορφώνει ένα προφίλ που παραπέμπει προς το μετριοπαθές ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν.
Την κοινωνική βάση του «Ενάχντα» διεκδικεί και ένα άλλο, ριζοσπαστικότερο ισλαμικό κόμμα, το «Εταχρίρ» (Απελευθέρωση), διάσπαση των Αδελφών Μουσουλμάνων που οραματίζεται την εγκαθίδρυση χαλιφάτου. Οι στρατιωτικοί συμπεριέλαβαν εκπροσώπους του «Ενάχντα» στην επιτροπή για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και την εκλογική νομοθεσία εν όψει των εκλογών για την ανάδειξη Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, στις 24 Ιουλίου, στις οποίες φιλοδοξεί αν αναδειχθεί πρώτη δύναμη. Ηδη, το στρατιωτικό καθεστώς έχει κάνει σημαντικές υποχωρήσεις έναντι των ισλαμιστών, αντικαθιστώντας ιμάμηδες που είχαν φθαρεί από τη στήριξη του Μπεν Αλι, ενώ έχει ανοίξει το θέμα για τη νομιμοποίηση της μαντίλας στη Δημόσια Διοίκηση και την εκπαίδευση.
Στην Αίγυπτο, ισχυροί κύκλοι του στρατιωτικού κατεστημένου θεωρούν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους λιγότερο κακό από τη ριζοσπαστική νεολαία, τους μαχητικούς συνδικαλιστές και τα άλλα, μη ελεγχόμενα στοιχεία που πρωτοστάτησαν στις εξεγέρσεις. Το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (ΕΔΚ) του Μουμπάρακ και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ήταν οι δύο δυνάμεις που στήριξαν το δημοψήφισμα- αστραπή για περιορισμένη συνταγματική μεταρρύθμιση και για γρήγορες εκλογές, σε αντίθεση με τη νεολαία, τους Νασερικούς, την Αριστερά και τους φιλελεύθερους που φοβούνται ότι επιχειρείται ένας εξωραϊσμός του παλαιού καθεστώτος.
Βάση αυτής της ανορθόδοξης συμμαχίας ήταν η διατήρηση του άρθρου 2 του Συντάγματος, που καθιερώνει το Ισλάμ σαν κρατική θρησκεία και τη σαρία σαν βασική πηγή έμπνευσης της νομοθεσίας. Οι γρήγορες εκλογές ευνοούν τα μόνα κόμματα που ήταν εδραιωμένα από την εποχή Μουμπάρακ, το ΕΔΚ και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, σε βάρος όλων των υπολοίπων. Οσο όμως πιο κοντά τοποθετούνται προς την εξουσία οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, τόσο βλέπουν να πληθαίνουν οι ρωγμές στο εσωτερικό τους - ανάμεσα σε σκληροπυρηνικούς και πραγματιστές, τους συντηρητικούς της παλιάς γενιάς και τη νεολαία του κόμματος, η οποία διαμορφώθηκε στον επαναστατικό αναβρασμό της πλατείας Ταχρίρ, σε κοινό μέτωπο με φιλελεύθερους, χριστιανούς, εθνικιστές και αριστερούς.
Πολύ ισχυρή είναι η θέση των Αδελφών Μουσουλμάνων και στους άλλους δύο αδύνατους κρίκους, την Υεμένη και τη Συρία. Στην πρώτη περίπτωση, το ισλαμικό κόμμα Ισλαάχ διατηρεί αρκετά καλές σχέσεις με το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Νότιας Υεμένης - ένα φαινόμενο «ενιαίου μετώπου» μεταξύ ισλαμιστών και αριστερών, που το συναντάμε επίσης και στον Λίβανο και στην Ιορδανία. Οσο για τη Συρία, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι φαίνεται να αποτελούν αυτή τη στιγμή τη μοναδική εναλλακτική λύση έναντι του Μπάαθ, γεγονός που εξηγεί και την ελάχιστη βιασύνη που δείχνουν Αμερικανοί και Ισραηλινοί για την ανατροπή του Μπάσαρ αλ Ασαντ.
Η προσέγγιση Ιράν- Αιγύπτου, τρομάζει
Η απροθυμία Αμερικανών και Ευρωπαίων να εγκαταλείψουν τους παραδοσιακούς συμμάχους τους, Μουμπάρακ και Μπεν Αλι, τους κόστισε ακριβά στη συνείδηση των Αράβων. Οταν, θέλοντας και μη, άλλαξαν γραμμή πλεύσης, ήλπιζαν ότι το τσουνάμι των λαϊκών, δημοκρατικών εξεγέρσεων θα μεταφερθεί σύντομα στο Ιράν. Οι ελπίδες αυτές δεν επαληθεύτηκαν, καθώς μέχρι στιγμής το ιρανικό καθεστώς εμφανίζεται πιο ευέλικτο και με ευρύτερη λαϊκή βάση από τις τυραννικές κλεπτοκρατίες των Αράβων. Αντίθετα, ένας νέος παράγοντας αναδεικνύεται σε γεωπολιτικό εφιάλτη για ΗΠΑ και Ισραήλ: η προοπτική αν όχι προσέγγισης, τουλάχιστον ομαλοποίησης των σχέσεων του Ιράν με την Αίγυπτο.
Λίγες ημέρες μετά την απομάκρυνση του Μουμπάρακ, το μεταβατικό, στρατιωτικό καθεστώς επέτρεψε για πρώτη φορά μετά την επανάσταση του 1979 που ανέτρεψε τον Σάχη, να περάσουν από τη διώρυγα του Σουέζ δύο ιρανικά, πολεμικά πλοία που επισκέπτονταν τη Συρία. Η συμβολική αυτή κίνηση συνοδεύτηκε από ουσιαστικότερες αλλαγές μετά το ξήλωμα της κυβέρνησης Μουμπάρακ και την ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από έναν παλιό νασερικό, τον Ναμπίλ ελ Αραμπι, ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ανουάρ Σαντάντ, διαφωνώντας ριζικά με την ισραηλινοαιγυπτιακή, ειρηνευτική συνθήκη του Καμπ Ντέιβιντ (1979).
Σε πρόσφατη ομιλία του, που προκάλεσε πάταγο στα επιτελεία της Μέσης Ανατολής, ο Αραμπι έδωσε το σύνθημα για μια συνολική αναθεώρηση της αιγυπτιακής εξωτερικής πολιτικής. Η Αίγυπτος δεν θα παραμείνει εσαεί «στρατηγικός θησαυρός» του Ισραήλ, δήλωσε, προσθέτοντας ότι, αν και η παρούσα κυβέρνηση εννοεί να σεβαστεί τη συνθήκη του Καμπ Ντέιβιντ, εναπόκειται στις επόμενες, δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις να κρίνουν το μέλλον της. Αναφορικά με το Παλαιστινιακό, προανήγγειλε την άρση του αποκλεισμού της Γάζας από την πλευρά των αιγυπτιακών συνόρων (κάτι που έχει ήδη συντελεστεί, στην πράξη) και την αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας με τη Χαμάς, αλλά και με τη ριζοσπαστική, σιιτική οργάνωση του Λιβάνου, Χεζμπολάχ. Τελευταίο και σημαντικότερο, ανακοίνωσε ότι το Ιράν δεν αποτελεί, για τη νέα, μετα-Μουμπάρακ Αίγυπτο, στρατηγικό εχθρό και ότι το Κάιρο εννοεί να ομαλοποιήσει τις σχέσεις του με την Τεχεράνη.
Οι εξελίξεις αυτές στην Αίγυπτο θορύβησαν, όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και τη μεγάλη αντίπαλο του Ιράν στον Περσικό Κόλπο, Σαουδική Αραβία, η οποία διαισθανόταν τι επρόκειτο να ακολουθήσει και πίεζε μέχρι την τελευταία στιγμή τις ΗΠΑ να μην εγκαταλείψουν τον Μουμπάρακ. Εκμεταλλευόμενη τους φόβους του Ριάντ, η Ουάσιγκτον επέτρεψε στους Σαουδάραβες να εισβάλλουν στο κατά πλειοψηφία σιιτικό Μπαχρέιν και να προχωρήσουν σε αιματηρή καταστολή τής εκεί δημοκρατικής εξέγερσης, μέσα από ένα όργιο δολοφονιών και απαγωγών, που κορυφώθηκε με τη νομοθετική διάλυση και των δύο σιιτικών κομμάτων. Οπως και στο Ιράκ, οι Αμερικανοί συνδαυλίζουν τις αντιθέσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών, ώστε να πνίξουν ή να εκτρέψουν σε ανώδυνη κατεύθυνση εξεγέρσεις που τους απειλούν. Στην ίδια κατεύθυνση αξιοποιούν την ύπαρξη σιιτικού, αλυτρωτικού κινήματος στην Υεμένη.
Τελευταίος κρίκος της αλυσίδας, οι πρόσφατες καταγγελίες του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς ότι το Ιράν εμποδίζει την προσέγγιση Χαμάς - Φατάχ για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας και την πραγματοποίηση εκλογών. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής δεν δίστασε να εμφανίσει τη Χαμάς και τον ηγέτη της, Χαλέντ Μεσάλ, ως μίσθαρνα όργανα της Τεχεράνης, γεγονός που μάλλον δεν βοηθά την προσέγγιση των δύο κυριότερων παλαιστινιακών οργανώσεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου