Της Ελενας Μπέλλη
Το πετρέλαιο της Λιβύης, ο έλεγχος της Διώρυγας του Σουέζ, η διασφάλιση του Κόλπου του Αντεν, κάτω από την Ερυθρά Θάλασσα αλλά και των Στενών του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο και - μακροπρόθεσμα, η ασφάλεια των αγωγών προς τη Μεσόγειο,είναι μερικές από τις στρατηγικές επιδιώξεις της Ουάσιγκτον, που παρότι κρατά αποστάσεις από τα ιστορικά γεγονότα σε Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη, ευελπιστεί να εκμεταλλευτεί προς όφελός της αλλά και προς όφελος του Ισραήλ τις ραγδαίες αλλαγές που προκαλούν στον αραβικό κόσμο οι λαϊκές επαναστάσεις και οι ανατροπές των αυταρχικών καθεστώτων.
Σε αυτή τους την προσπάθεια, οι ΗΠΑ έχουν έναν σιωπηρό σύμμαχο: Την απουσία του φανατικού ισλαμισμού και του αντιαμερικανισμού από το προσκήνιο των διαδηλώσεων.
Εχουν, όμως, και δύο ηχηρούς εχθρούς: Τον εθνικισμό και τον παναραβισμό που αποπνέουν οι ομόθυμες, σχεδόν ταυτόχρονες εξεγέρσεις των Αράβων σε τόσο ανόμοια κράτη όσο η Τυνησία και το Μπαχρέιν. Η «αραβική παλιγγενεσία» κρύβει κινδύνους για την Ουάσιγκτον αλλά και το Ισραήλ, αφού είναι τόσο απρόβλεπτη όσο και ο εμπνευστής του παναραβισμού, ο Αμπτελ Νάσερ.
Ούτε σαράντα χρόνια δεν έχουν περάσει από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και την ανακατανομή στρατηγικών εδαφών της Μέσης Ανατολής που πυροδότησε ο τελευταίος πόλεμος Ισραηλινών και Αράβων: Η χερσόνησος του Σινά και η ανατολική πλευρά του Καναλιού του Σουέζ, που είχαν καταληφθεί από τους Ισραηλινούς, πέρασαν ξανά στα χέρια της Αιγύπτου. Το καθεστώς παγιώθηκε με τη συμφωνία ειρήνης του 1979 αλλά, αίφνης, όλα τελούν ξανά υπό αίρεση. Ο στρατηγικός χάρτης της Μέσης Ανατολής έχει ανοίξει μπροστά στα εμβρόντητα μάτια Αμερικανών και Ισραηλινών και βρίσκεται ξανά υπό αναθεώρηση.
Για τους Αμερικανούς, η κατάσταση είναι μάλλον προβληματική. Το «κάλεσμα» του Μπαράκ Ομπάμα προς τους Αραβες δεν συνοδεύτηκε από έμπρακτες εκδηλώσεις φιλίας: Το παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει εγκλωβισμένο στην εμμονή του Ισραήλ να συνεχίζει την εποικιστική του δραστηριότητα, ενώ η σχεδόν δειλή προσέγγιση της Ουάσιγκτον στις ραγδαίες αλλαγές στην Αίγυπτο απογοήτευσαν και τους τελευταίους ελάχιστους οπαδούς του Λευκού Οίκου στον αραβικό κόσμο.
Σε δίλημμα η Ουάσιγκτον
Ακολουθώντας τις εξελίξεις σχεδόν ασθμαίνοντας, η Ουάσιγκτον βρίσκεται μπροστά σε συγκεκριμένο δίλημμα:
Είτε να παρέμβει, με το γνωστό κίνδυνο να ξυπνήσει τα αντι-αμερικανικά αισθήματα των Αράβων, αλλά να διασφαλίσει την εύρυθμη (βλ. φιλική) λειτουργία των νεοσύστατων δημοκρατιών (όποτε αυτές συσταθούν, δηλαδή), είτε να απέχει, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να βρεθεί ενώπιον άγνωστων, μη φιλικών κυβερνήσεων.
Κι αν ο Χένρι Κίσινγκερ κατάφερε, το 1975, να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες Αράβων και Ισραηλινών ώστε να καρπωθεί μία ιστορική συμφωνία ειρήνης, ο Λευκός Οίκος σήμερα δεν έχει, προς το παρόν, επιδείξει ούτε τη διάθεση, αλλά ούτε την ευελιξία που απαιτούνται για έναν τόσο καταλυτικό ρόλο.
Σε ανάλογη δύσκολη θέση βρίσκεται και το Ισραήλ, που, αδυνατώντας να προβλέψει τις εξελίξεις, τελεί υπό το καθεστώς του διαρκούς φόβου ότι σύντομα θα περικυκλωθεί από εχθρικά προς τη Σιών καθεστώτα ή ακόμη, ότι, πολύ χειρότερα, η έκρυθμη κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη θα λάβει σύντομα διαστάσεις «επανάστασης», όπως στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο, αφήνοντας ανοικτό κάθε -πολεμικό- ενδεχόμενο.
Οι κοινοί φόβοι Ουάσιγκτον - Τελ Αβίβ οδηγούν και σε κοινή προσέγγιση όσον αφορά την επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή: Το ευκταίο, αλλά σε πρώτη φάση σχεδόν αδύνατο, είναι η ανάρρηση στην εξουσία καθεστώτων που βλέπουν προς... Δυσμάς. Προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων, οι σημαίες των αραβικών επαναστάσεων δεν μοιάζουν στην αστερόεσσα, ούτε έχουν χώρο για το αστέρι του Δαβίδ. Αλλά προς μεγάλη ανακούφιση των ίδιων, δεν έχουν ούτε το κοράνι...
Δημοκρατία και Δικαιοσύνη
Το -ελάχιστα ασφαλές, είναι αλήθεια- συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο αραβικός κόσμος -αδελφωμένος, σχεδόν αδιαίρετος- υψώνει το ανάστημά του ζητώντας δύο απλά πράγματα: δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ποιος θα κληθεί να υλοποιήσει αυτά τα αιτήματα είναι μία άλλη ιστορία. Το αμάλγαμα εθνικισμού και μετριοπαθούς ισλαμισμού που διαφαίνεται από τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, προς το παρόν, δεν παρουσιάζει επικίνδυνα χαρακτηριστικά. Αλλά όπως η ιστορία έχει συχνά αποδείξει, όταν τα όπλα σιγάσουν, η αδελφοσύνη χάνεται, δίνει τη σειρά της στις έριδες μεταξύ των αντίπαλων οργανώσεων.
Τυχόν επικράτηση των εθνικιστών θα ανακουφίσει Ισραήλ και ΗΠΑ, εκτός βέβαια αν η επικράτηση αυτή συνοδεύεται από εκκλήσεις για «παναραβική παλιγγενεσία», τη νέα έκδοση του παναραβισμού του Νάσερ, αλλά που μέχρι στιγμής κανείς δεν φαίνεται ικανός να ενσαρκώσει: Η πρόταση του Μουαμάρ Καντάφι για τη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Αφρικής θα εξαφανιστεί οσονούπω μαζί με τον εμπνευστή της.
Από την άλλη, εάν επικρατήσει το μετριοπαθές Ισλάμ, όπως στην Τουρκία, για παράδειγμα, υπάρχουν και πάλι ελπίδες για τα αμερικανικά και εβραϊκά συμφέροντα:Η Τουρκία είναι μέχρι στιγμής «διαχειρίσιμη» διότι είναι μία: Ενα κράτος, μία σταθερή δημοκρατία που βρίσκεται σε ένα ασταθές περιβάλλον ελέγχεται καλύτερα από τις δύο, τρεις, πέντε μετριοπαθείς ισλαμικές κυβερνήσεις που θα προκύψουν όταν τα όπλα σιγήσουν. Μία ειρηνική συμβίωση, έστω και αν αυτή συνοδεύεται από αντι-σημιτικές κορόνες τύπου Ερντογάν. Και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, υπάρχουν σημεία ανησυχίας:
Μηδέν εις το πηλίκον: Για την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ κανένα από τα πιθανά σενάρια δεν εκπληρώνει τους διακαείς πόθους για την αμερικανικού τύπου ευνομούμενη πολιτεία που επιθυμούν να δομήσουν στη Μέση Ανατολή. Κοινώς, απαιτείται... δάκτυλος. Ένας δάκτυλος που δεν θα εκθέσει ούτε τις ΗΠΑ ούτε το Ισραήλ. Με πρώτους στόχους τη διασφάλιση του ελεύθερου διάπλου στη Διώρυγα του Σουέζ (υπό την επιτήρηση δυνάμεων του ΟΗΕ, όπως ακριβώς στο παρελθόν), η συνεχής ροή του πετρελαίου της Λιβύης, ήτοι του 2% της παγκόσμιας ζήτησης, (ίσως με μία βάση του ΝΑΤΟ κάπου στην έρημο) και, φυσικά, την εκτόπιση των επίδοξων πρωταγωνιστών στα τεκταινόμενα στην υποσαχάρεια Αφρική, την περιοχή από όπου, όπως προβλέπεται, μέσα στην επόμενη δεκαετία η Ουάσιγκτον θα αντλεί το 25% του εισαγόμενου πετρελαίου της.
Λιβύη, όπως... Κόσοβο
Οταν η πρώτη επίσημη αντίδραση των ΗΠΑ στα τεκταινόμενα στη Λιβύη αφορά την αποπομπή της Τρίπολης από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, όπως εισηγήθηκε η Χίλαρι Κλίντον, τότε η ατμόσφαιρα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι. Οταν μάλιστα Γάλλοι και Βρετανοί υπουργοί διαλαλούν ταυτόχρονα την ανησυχία τους για την ανθρωπιστική κατάσταση στη Λιβύη, τότε τα σύννεφα πολέμου πυκνώνουν.
Αλλά με ανοικτά ακόμα τα μέτωπα σε Ιράκ και Αφγανιστάν και μάλιστα σε καιρούς οικονομικής κρίσης, δύσκολα οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να ξεκινήσουν έναν πόλεμο, έστω και σε συνεργασία με τους εταίρους τους στην Ευρώπη. Μάλλον δεν θα χρειαστεί. Ο δρόμος, άλλωστε, άνοιξε πριν από δώδεκα χρόνια. Τότε με το Κοσσυφοπέδιο, το 1999. Και την πρώτη αεροπορική αποστολή του ΝΑΤΟ εκτός των συνόρων της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αφορμή στάθηκε τότε η «ανθρωπιστική καταστροφή», όρος απαραίτητος προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ανάγκη ανάληψης στρατιωτικής δράσης. Τότε ήταν οι Κοσοβάροι που κινδύνευαν από τα αποδεκατισμένα στρατεύματα του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Τώρα είναι οι Λίβυοι αντικαθεστωτικοί -οι ένοπλοι Λίβυοι αντιθεστωτικοί, σημειωτέον- που επίσης κινδυνεύουν από τα επίσης αποδεκατισμένα στρατεύματα του Μουαμάρ Καντάφι.
Τότε ήταν ο Μπιλ Κλίντον. Τώρα είναι η Χίλαρι. Τότε άπαντες αγνόησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας και ο βομβαρδισμός έγινε ενάντια στη Χάρτα του ΟΗΕ. Αυτή τη φορά θα συσταθεί ξανά μία συμμαχία των προθύμων, όπως στον πόλεμο του Ιράκ, ώστε να καλυφθούν τα νώτα του Ομπάμα και να μην κινδυνεύσουν περαιτέρω οι εκλογές μέσης περιόδου...
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου