Εξαρχής, η ευρωπαϊκή κοινή γνώµη βάλθηκε να ερµηνεύσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο µέσα από έναν φακό ηλικίας άνω των 30 ετών: την ισλαµική επανάσταση του Ιράν. Περίµενε λοιπόν να δει τα ισλαµικά κινήµατα, εν προκειµένω τους Αδελφούς Μουσουλµάνους και τα τοπικά τους ισοδύναµα, είτε να τίθενται επικεφαλής του κινήµατος είτε να καραδοκούν, έτοιµα να πάρουν την εξουσία. Οµως η διακριτικότητα και ο πραγµατισµός των Αδελφών Μουσουλµάνων εκπλήσσουν και ανησυχούν: πού πήγαν οι ισλαµιστές;
Αν κοιτάξουµε καλά αυτούς που άρχισαν το κίνηµα, είναι προφανές πως πρόκειται για µία µεταϊσλαµική γενιά. Τα µεγάλα επαναστατικά κινήµατα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 είναι γι’ αυτήν αρχαία ιστορία, η ιστορία των γονιών τους. Η νέα γενιά δεν ενδιαφέρεται για την ιδεολογία. ∆εν επικαλούνται το Ισλάµ όπως οι προκάτοχοί τους στην Αλγερία στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Εκφράζουν πάνω από όλα µια απόρριψη των διεφθαρµένων δικτατοριών και µια απαίτηση για δηµοκρατία. Αυτή η γενιά είναι πλουραλιστική, ίσως γιατί οι εκπρόσωποί της είναι επίσης περισσότερο ατοµικιστές. Είναι ενηµερωµένοι, έχουν συχνά πρόσβαση σε σύγχρονα µέσα επικοινωνίας: δεν γοητεύονται ούτε από το Ιράν ούτε από τη Σαουδική Αραβία. Αυτοί που διαδήλωναν στην Αίγυπτο είναι ακριβώς οι ίδιοι µε αυτούς που διαδήλωναν και διαδηλώνουν στο Ιράν εναντίον του Αχµαντινετζάντ. Ισως να είναι θρησκευόµενοι, αλλά το διαχωρίζουν από τις πολιτικές τους διεκδικήσεις: υπό αυτή την έννοια, το κίνηµα είναι «κοσµικό» καθότι διαχωρίζει θρησκεία και πολιτική. Η θρησκευτική πρακτική έχει εξατοµικευτεί.
∆ιαδηλώνουν πάνω από όλα για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασµό. Οι αξίες τις οποίες υπερασπίζονται είναι οικουµενικές. Οµως η δηµοκρατία που ζητούν σήµερα δεν είναι πλέον προϊόν εισαγωγής: είναι όλη η διαφορά µε την προώθηση της δηµοκρατίας από την κυβέρνηση Μπους το 2003, που δεν έγινε αποδεκτή καθώς δεν είχε καµία πολιτική νοµιµότητα και ήταν συνδεδεµένη µε µία στρατιωτική επέµβαση.
Παραδόξως, η αποδυνάµωση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και ο πραγµατισµός της κυβέρνησης Οµπάµα επέτρεψαν σε ένα αυτόχθονο αίτηµα δηµοκρατίας να εκφραστεί µε κάθε νοµιµότητα.
Ενα άλλο σφάλµα είναι να συνδέουµε τη µαζική επανισλαµοποίηση που φάνηκαν να γνωρίζουν οι κοινωνίες του αραβικού κόσµου τα τριάντα τελευταία χρόνια µε µια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Αν οι αραβικές κοινωνίες είναι πιο ορατά ισλαµικές από ό,τι πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, πώς εξηγείται η απουσία ισλαµικών συνθηµάτων από τις διαδηλώσεις; Είναι το παράδοξο της ισλαµοποίησης: σε έναν µεγάλο βαθµό απολιτικοποίησε το Ισλάµ. Η κοινωνική και πολιτισµική επανισλαµοποίηση (η διάδοση της µαντίλας, ο αριθµός των τεµενών, ο πολλαπλασιασµός των ιεροκηρύκων, τα θρησκευτικά τηλεοπτικά δίκτυα) έγινε ερήµην των φανατικών ισλαµιστών και άνοιξε µία θρησκευτική αγορά στην οποία κανείς δεν έχει πια το µονοπώλιο· είναι επίσης συµφασική µε τη νέα αναζήτηση της θρησκευτικότητας από τους νέους, που είναι ατοµικιστική αλλά και µεταβαλλόµενη. Με λίγα λόγια, οι ισλαµιστές έχασαν το µονοπώλιο του θρησκευτικού λόγου στον δηµόσιο χώρο, το οποίο είχαν τη δεκαετία του 1980.
Λάθος είναι και να νοµίζουµε πως οι δικτατορίες υπερασπίζονται την κοσµικότητα έναντι του θρησκευτικού φανατισµού. Τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν έκαναν πιο κοσµικές τις κοινωνίες, αντιθέτως, µε εξαίρεση την Τυνησία, βολεύτηκαν µε µία επανισλαµοποίηση νεοφονταµενταλιστικού τύπου, όπου γινόταν λόγος εγκαθίδρυσης της σαρίας χωρίς να αµφισβητείται η φύση του κράτους. Παντού, οι επίσηµοι θρησκευτικοί θεσµοί αξιοποιήθηκαν από το κράτος,υπηρετώντας ταυτόχρονα έναν παγιωµένο θεολογικό συντηρητισµό.
Και οι ισλαµιστές; ∆εν εξαφανίστηκαν αλλά άλλαξαν. Οι πιο σκληροπυρηνικοί εγκατέλειψαν τη σκηνή για το διεθνές τζιχάντ και δεν βρίσκονται πλέον εκεί: βρίσκονται στην έρηµο µε την Αλ Κάιντα στο ισλαµικό Μαγκρέµπ, στο Πακιστάν, ή στα προάστια του Λονδίνου. ∆εν έχουν κοινωνική ή πολιτική βάση. Το παγκόσµιο τζιχάντ δεν έχει απολύτως καµία σχέση µε τα κοινωνικά κινήµατα και τους εθνικούς αγώνες. Οσο για τους Αδελφούς Μουσουλµάνους, και αυτοί έχουν αλλάξει πολύ. Το πρώτο σηµείο είναι φυσικά η εµπειρία της αποτυχίας, τόσο στη φαινοµενική επιτυχία (η ισλαµική επανάσταση του Ιράν) όσο και στην ήττα (ηκαταστολή την οποία βίωσαν παντού). Η νέα γενιά διδάχθηκε από αυτήν.
Κατάλαβαν πως το να θελήσουν να πάρουν την εξουσία έπειτα από µια επανάσταση θα οδηγούσε είτε σε εµφύλιο πόλεµο είτε σε δικτατορία. ∆ιδάχθηκαν και από το τουρκικό µοντέλο: ο Ερντογάν και το ΑΚΡ κατάφεραν να συµφιλιώσουν δηµοκρατία, εκλογική νίκη, οικονοµική ανάπτυξη, εθνική ανεξαρτησία και προώθηση αν όχι ισλαµικών, τουλάχιστον «αυθεντικών» αξιών. Κυρίως, όµως, οι Αδελφοί Μουσουλµάνοι δεν είναι πλέον φορείς ενός άλλου οικονοµικού ή κοινωνικού µοντέλου. Η αστικοποίηση των ισλαµιστών είναι και αυτή ένα ατού για τη δηµοκρατία, τους σπρώχνει προς τη συµφιλίωση, τον συµβιβασµό και τη συµµαχία µε άλλες πολιτικές δυνάµεις. Το ερώτηµα σήµερα δεν είναι αν οι δικτατορίες αποτελούν ή όχι το καλύτερο ανάχωµα στον ισλαµισµό. Οι ισλαµιστές έχουν γίνει παράγοντες του δηµοκρατικού παιχνιδιού. Θα βαρύνουν, φυσικά, µε την έννοια ενός µεγαλύτερου ελέγχου των ηθών, ελλείψει όµως ενός στηρίγµατος όπως είναι ο µηχανισµός καταστολής στο Ιράν ή η θρησκευτική αστυνοµία στη Σαουδική Αραβία, θα αναγκαστούν να έρθουν σε συµφιλίωση µε µία αξίωση ελευθερίας που δεν σταµατά µόνο στο δικαίωµα εκλογής ενός κοινοβουλίου.
Ενα πράγµα είναι βέβαιο. Τα γεγονότα που λαµβάνουν σήµερα χώρα αντανακλούν µια εκ βάθρων αλλαγή των κοινωνιών του αραβικού κόσµου. Οι αλλαγές αυτές επιτελούνται εδώ και καιρό, τις έκρυβαν όµως τα στερεότυπα µέσα από τα οποία επέµενε η ∆ύση να βλέπει τη Μέση Ανατολή.
ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου