(ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΤΟΥ 1945. ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Ήταν η πρώτη πρωτοχρονιά μετά την Κατοχή και ένας και λιγότερο μήνας μετά τα Δεκεμβριανά που έρχονταν σαν αιματηρός εφιάλτης, ως τρομερός απόηχος, είτε με διογκωμένες φήμες είτε με αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων που είχαν επιστρέψει είτε με κυνηγημένες σκιές υποχωρούντων ανταρτών είτε με θούρια αγημάτων της χωροφυλακής που επέστρεφαν από τη «Νίκη». Η μικρή πόλη πριν ακόμη συνέλθει από τη φοβέρα που την έσκιαζε τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, τρόμαζε και σταυροκοπιόταν για την αποτροπή των νέων δεινών που σαν κουρνιαχτός κάλυπταν τον ορίζοντα.
Στην πόλη κυκλοφορούσαν λογής λογής ξένοι φαντάροι, Άγγλοι, Ζηλανδοί, Ινδοί, τεράστια Τζέιμς και σε επιλεγμένες γωνιές του κέντρου ταμπλό με φωτογραφίες από τις νίκες των συμμάχων σε όλα τα μέτωπα πληροφορούσαν τον λαό της επαρχίας, αποκομμένο χρόνους πολλούς από ειδήσεις, για το τέλος του πολέμου και τις οφειλές μας στους συμμάχους μας! Πιθανόν πολλοί στρατιώτες απ΄ αυτούς να είχαν λάβει μέρος στη μάχη της Αθήνας. Πάντως τώρα, παραμονές πρωτοχρονιάς του 1945, μοίραζαν σοκολάτες και γαλέτες στα παιδιά, έπαιζαν στις αλάνες κάθε βράδυ μέσα στο κρύο, αλλά με μπαμπουλωμένο αθρόο κοινό, «Επίκαιρα», πολεμικά και ειρηνικά, με την απόβαση στη Νορμανδία ή με τις ακτές τις Φλώριδας, όπου αμέριμνες ξερακιανές Αμερικάνες μοστράριζαν τα πρώτα ντε πιες μαγιό, σε μια κοινωνία που θεωρούσε ακόμη αμαρτία τα μπεν μιξτ!
Η κοινωνία της μικρής πόλης, όπως όλες οι πόλεις της χώρας, έβγαινε από την καταχνιά χωρισμένη σε δύο τάξεις, τους φτιαγμένους επί Κατοχής και τους ρακένδυτους. Όσους είχαν λόγω μαυραγοριτισμού πουγκιά με χρυσές λίρες και όσους τρόμαζαν να αγοράσουν μισή οκά ψωμί με τα πληθωρισμένα χαρτονομίσματα. Τη μια μέρα η οκά το ψωμί κόστιζε 250.000.000 (διαβάζετε σωστά), την άλλη μέρα ένα δισεκατομμύριο! Ήταν η μοναδική φορά στην ιστορία της Ψωροκώσταινας που ευημερούσαν οι αριθμοί.
Πρωί της παραμονής ένας γνωστός και ανελέητος μαυραγορίτης κάλεσε τ΄ αδέλφια του με τις γυναίκες τους και τα μεγαλούτσικα παιδιά τους στο σπίτι του. Ο ίδιος παντρεμένος με τρία παιδιά, δύο κόρες και έναν γιο, πάνω από τα είκοσι πέντε όλα. Ήταν, ο καλών, ο πρωτότοκος της οικογένειας γύρω στα εξήντα. Ο αδελφός ο δεύτερος πενηντάρης και ο τρίτος σαραντάρης.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι σχέσεις τους είχαν μείνει τυπικές, χωρίς πάρε- δώσε, γιατί τα μικρότερα αδέλφια, βλέποντας τις παράνομες και παράτολμες δραστηριότητες του μεγάλου κρατούσαν αποστάσεις. Ιδιαίτερα από τις δυο φορές, τη μία που τον συνέλαβαν οι Γερμανοί να πουλάει στρατιωτικό υλικό των στρατευμάτων κατοχής και την άλλη όταν παλικάρια του ΕΑΜ τού είχαν στήσει παγίδα στην έξοδο της πόλης να τον εκτελέσουν αλλά απέτυχαν, όταν την τελευταία στιγμή τους αντελήφθη και άνοιξε ταχύτητα με τη μοτοσυκλέτα που του είχαν πουλήσει Ιταλοί.
Ήταν λοιπόν έκπληξη για τους αδελφούς η πρόσκληση σε δείπνο παραμονή πρωτοχρονιάς. Αλλά δεν θέλησαν να σπάσουν οριστικά τις συγγενικές αδελφικές σχέσεις. Και πήγαν συν γυναιξί και τέκνοις. Τους υποδέχτηκε φορτωμένος χρυσές αλυσίδες και δαχτυλίδια, με εγγλέζικη κουστουμιά με γιλέκο και η γυναίκα του με τουαλέτα και παπούτσια με σόλα δέρματος, ενώ οι κυρίες των αδελφών φορούσαν παπούτσια με φελλό.
Υπήρχαν άφθονα φαγητά, γαλοπούλα, κοντοσούβλι, σαλάτες και κρασί τοπικό αλλά εξαίρετο. Προσφέρθηκαν και μπακλαβάς, στριφτά και κουραμπιέδες σπιτικοί και στο τέλος, όταν είχε σπάσει και ο πάγος, ήρθε μια τεράστια βασιλόπιτα πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρης και την επιγραφή «1945»! Τότε ο πρεσβύτερος αδελφός και οικοδεσπότης σηκώθηκε αργά και τελετουργικά, ήταν και θεωρητικός άνθρωπος με βαθιά φωνή, στήριξε τα χρυσοστολισμένα δάχτυλά του στην άκρη του τραπεζιού και είπε.
«Αγαπημένοι, αδελφοί, νύφες, ανίψια, αγαπητή συμβία και πεφιλημένα τέκνα, θέλω απόψε, τελευταία βραδιά και ημέρα πέντε τραγικών ετών και την πρώτη ώρα μιας νέας ελπίζω ευοίωνης χρονιάς, να σας εξομολογηθώ κάτι που άλλοι το αγνοείτε, άλλοι το γνωρίζετε, πάντως το υποπτεύεστε.
Υπήρξα μαυραγορίτης δεινός, ελεεινός και απαίσιος. Με τρόμαξε η Κατοχή από την πρώτη ώρα και οργάνωσα σχέδιο προσωπικής σωτηρίας και σωτηρίας του σπιτιού μου και των τέκνων μου. Τα καλά γράμματα που έμαθα, αφού σπούδασα και γεωπόνος στο Πανεπιστήμιο, δεν φτουρούσαν. Κανένας δεν αγόραζε συμβουλές για την καλή σοδειά της βαμβακοφυτείας και φάρμακα για τη μελίγκρα της αμυγδαλιάς. Γνώριζα καλά την περιφέρεια, μεγαλοαστούς, αστούς, υπαλλήλους και αγρότες με προκοπή, γνώριζα και τις ανάγκες τους και το εκμεταλλεύτηκα.
Διακίνησα προϊόντα πρώτης ανάγκης, λάδι, αλεύρι, ζάχαρη, θερμόμετρα, κινίνο, σουλφαμίδες, καθαρό οινόπνευμα, φωτιστικό πετρέλαιο. Μάζεψα χιλιάδες χρυσές λιρίτσες, ξάφρισα προίκες και προικούλες κοριτσιών, αλλά και ξεγύμνωσα αρχοντικά από πιάνα, παλιές κομότες, σεκρετέρ, γούνες αλεπούς, αστρακάν παλτά, χρυσά περιδέραια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια. Ούτε οι βέρες μού κακόπεσαν, ούτε και τα χρυσά δόντια, ούτε βέβαια τα μετάλλια, παράσημα ή επιχρυσωμένες εικόνες. Ακόμη κι ένα ωραίο άλογο, δυο μουλάρια και πολλά γαϊδούρια, μια μηχανή άντλησης ύδατος από πηγάδι και, ο θρίαμβός μου, μια παλιά άμαξα- βικτόρια μιας ξεπεσμένης άρρωστης αρχόντισσας του κάμπου περιέλαβα στη συλλογή μου. Όλα αυτά διοχετεύτηκαν όπου δει και εγώ γέμισα μια κασέλα με λίρες.
Αγαπητοί μου συγγενείς, απόψε θα προσφέρω εκατό χρυσές λίρες στον τυχερό που θα του πέσει το πεντόλιρο που έχω ζυμώσει με τη βασιλόπιτα. Επειδή πιθανόν κάποιοι από σας θα σκέπτονται με αποτροπιασμό τον τρόπο κτήσης αυτών των νομισμάτων, θα παρακαλούσα να το δηλώσουν από την αρχή ώστε να μη κόψω κομμάτι στ΄ όνομά τους. Βέβαια από την εποχή του Βεσπασιανού που είχε βάλει εισιτήριο στους δημόσιους απόπατους κατά δήλωσή του τα λεφτά δεν έχουν μυρουδιά, θα υπάρχουν μεταξύ της ιστορικής μας οικογένειας και κάποιοι με λεπτή όσφρηση και οι λίρες μου θα τους μυρίζουν αγροτικόν ιδρώτα, αρχοντιλίκι, βιβλία και αφυδατωμένα παιδιά. Ας μείνουν εκτός μοιρασιάς. Λοιπόν ακούω. Πόσοι θα μπουν στον πειρασμό και πόσοι θ΄ αγιάσουν;»
Η τιμή του εξευτελισμού
Τη γενική αμηχανία που ακολούθησε, συνόδευσε μια ένοχη σιωπήκαι εκείνη η βουβή συγκατάθεση της αδήριτης ανάγκης. Κανένας δεν αποποιήθηκε, κανένας δεν αντέδρασε. Ο κυνικός πρωτότοκος έπιασε τη σιωπηρη συγκατάθεση και προχώρησε στην κοπή της πίτας σε ίδια δικαια μερίδια, ανοματίζοντας κάθε φορά τον παρόντα συγγενή. Το πεντόλιρο έπεσε στον μικρότερο γιό του δεύτερου αδελφού. Αυτός έκπληκτος παρέλαβε το βαρύ πουγκί με τις εκατό χρυσές λίρες. Κια τότε επενέβη ο αδελφός υπάλληλος του δήμου.
"Όλοι δεχτήκαμε απόψε να εξευτελιστούμε, όλοι λοιπόν δικαιούμαστε κάποια αργύρια. Οι λίρες θα μιραστούν δίκαια σ όλους. Να έχει και ο εξευτελισμός μια συγκεκριμένη τιμή"
Ετσι κι έγινε. Η τελετή αυτή έγινε έθιμο και ακολουθείται πιστά κάθε πρωτοχρονιά απο τότε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου