Ενα νεαρό ζευγάρι, ένα βρέφος, τρεις άντρες με δώρα. Σήμερα όπως χθες, όπως και στα παραμύθια.
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Θα σας αφηγηθώ μια ιστορία σαν παραμύθι.
Ο Γιουσούφ ζούσε στα μέρη της βαθιάς Ανατολίας στο πάλαι ποτέ Κουρδιστάν, τώρα τουρκική επαρχία. Ηταν παλικάρι εργατικό αλλά πότε πότε ζωνόταν τα φισεκλίκια και άραζε στον ώμο του το Καλάσνικοφ για να μετάσχει στις άτυπες αντάρτικες ομάδες που ακροβολίζονταν και απομάκρυναν του τούρκους ζαπτιέδες που ανηφόριζαν πάνοπλοι σαν αστακοί προς τα έρημα κατατόπια τους.
Ο Γιουσούφ ερωτεύτηκε τη γειτόνισσά του τη Μύριαμ, δεκαέξι χρονών, το στερνοπαίδι του μουεζίνη του χωριού. Κατά τα έθιμα της φυλής η Μύριαμ έπρεπε να περιμένει να ζητηθούν σε γάμο οι μεγαλύτερες αδελφές. Το αίμα της όμως έβραζε και στα κρυφά, λυσσασμένα από ερωτική έξαψη σμιξίματα με τον Γιουσούφ του δόθηκε χωρίς αναστολές, ενοχές και υστεροβουλίες. Και καθώς ήταν χωράφι γόνιμο και καρπερό δεν άργησε να βλαστήσει. Η τιμωρία της φατρίας για τέτοια προσβολή της οικογενειακής τιμής είναι πανάρχαια και αναπόφευκτη: χωμένη ώς τον λαιμό στον λάκκο που σκάβουν πατέρας και αδέλφια πεθαίνει με λιθοβολισμό ώσπου το έκθετο κεφάλι να γίνει μια μάζα αίματος και οστών.
Ο Γιουσούφ δεν δίστασε. Απήγαγε τη Μύριαμ. Σε μια απόμερη ακτή που έλεγχαν οι λαθρέμποροι χασίς και ανθρώπων δωροδόκησαν με τις οικονομίες τους το αφεντικό και μαζί με άλλους ομόφυλους και ομόθρησκους βρέθηκαν σε μια φουσκωτή λέμβο στριμωγμένοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά και κίνησαν για να φτάσουν σε μια, όποια, γη επαγγελίας.
Ο καιρός ήταν καλός και ύστερα από λίγων ημερών ταξίδι οι λαθρέμποροι τούς ξέβρασαν σε μια έρημη ακτή που τους δήλωσαν πως είναι η Μυτιλήνη. Εκεί τους ανακάλυψε η ελληνική ακτοφυλακή, τους παρέδωσε στην αστυνομία και το ίδιο βράδυ στριμώχνονταν σε μια παλιά στρατώνα μαζί με άλλους παράνομους μετανάστες. Οι συνθήκες απάνθρωπες και το συσσίτιο λίγο και μπαγιάτικο. Οι μέρες περνούσαν χωρίς προοπτική και χωρίς ελπίδα, αφού τους εξηγήθηκε πως το κράτος δεν προβλέπει διαδικασία ασύλου. Εξάλλου ο Γιουσούφ έπρεπε να προσκομίσει χαρτιά πως διωκόταν για λόγους πολιτικούς, ενώ οι εμφανείς λόγοι ήταν θρησκευτικοί, οικογενειακοί και εθιμικοί. Η εγκυμοσύνη της Μύριαμ ήταν πλέον δακτυλοδεικτούμενη και δεν φαινόταν να εμπνέει ούτε τον σεβασμό των ομοθρήσκων. Το ζευγάρι ήταν παράνομο και έκθετο ηθικά.
Οταν τα σχόλια και οι προθέσεις κάποιων θερμόαιμων έγιναν απειλητικές, ο Γιουσούφ με τη Μύριαμ δραπέτευσαν νύχτα και οδοιπορώντας έφτασαν και κρύφτηκαν σ΄ ένα εγκαταλειμμένο ελληνικό ερειπωμένο μοναστήρι. Τρεις μήνες μετά, η 17χρόνη Μύριαμ με το θείο ένστικτο που την είχε προικίσει η Εύα και το προπατορικό αμάρτημα, με γοερές κραυγές, δαγκώνοντας τις παλάμες του ιδρωμένου Γιουσούφ που της παραστεκόταν απέθεσε με μια βαθιά εκπνοή ένα αγοράκι στα κουρέλια της. Ακολουθώντας κι αυτός παραμύθια της φυλής και το άγιο ένστικτο έσκυψε και με τα δόντια του έκοψε τον λώρο, τον έδεσε κόμπο στον αφαλό του μωρού και με τα κουρελάκια που περίσσευαν σκούπισε τη φύση της έφηβης μητέρας.
Ξεθεωμένος ο Γιουσούφ πλάγιασε δίπλα στον γιο του και χαμογέλασε στον βαθύ ύπνο. Αλλά πάντα κάποιος φθονεί έστω και την εφήμερη ευτυχία. Τους πέταξε ξαφνιασμένους από τον ύπνο το τρομερό μαρσάρισμα μιας μοτοσικλέτας στην αυλή του μοναστηριού. Ο Γιουσούφ έντρομος σηκώθηκε, βγήκε στη θύρα του ιερού, και αντίκρυσε τρεις άντρες που μόλις είχαν σβήσει τις δύο μηχανές και προχωρούσαν έκπληκτοι κι αυτοί προς το μέρος του Γιουσούφ. Του απευθύνθηκαν σε άγνωστη γλώσσα, τους απάντησε χωρίς να έχει καταλάβει στη δική του. Η συνάντηση έγινε στα λίγα δικά του ελληνικά και στα αρκετά δικά τους.
Ηταν ρουμάνοι κλέφτες, κυνηγημένοι από τις αρχές. Οι μοτοσυκλέτες ήταν, φυσικά, κλεμμένες και κάτι πάνινες σακούλες ζάχαρης ήταν κατάφορτες από κλοπιμαία. Ο Γιουσούφ στάθηκε στην αρχή επιφυλακτικά εχθρικός στην εισβολή στο «σπιτικό» του. Εξάλλου κλέφτης δεν ήταν και τον χώριζε από τους εισβολείς όχι μόνο η φυλή αλλά και η πίστη.
Οι τρεις παρείσακτοι όταν έμαθαν πως πίσω στην κόγχη υπήρχε μια μητέρα και ένα ανυπεράσπιστο μωρό, ζήτησαν να τους δουν. Πλησίασαν με σεβασμό έκαναν τον σταυρό τους ορθόδοξα, φίλησαν το χέρι της λεχώνας και σταύρωσαν στο στηθάκι το παιδί. Υστερα πρόσφεραν τα δώρα τους.
Ο πρώτος, ένα ντερέκι δύο μέτρα, έβγαλε από τον καρπό του αριστερού χεριού ένα χρυσό Rolex και το απόθεσε στο κουρελάκι-μαξιλαράκι του μωρού, ο δεύτερος ένας κοντός μαυριδερός, πιθανόν αθίγγανος, έτρεξε στη σακούλα και γύρισε με ένα μπουκαλάκι περίτεχνο με γαλλικό άρωμα, κλεμμένο ποιος ξέρει από ποιο πλούσιο μπουντουάρ μυτιληνιάς κυρίας. Ο τρίτος, αμήχανος, δίσταζε, στο τέλος έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό σακουλάκι, σαν πουγκί. Το έβαλε στην παλάμη του Γιουσούφ και του είπε: «Είναι τριάντα δόσεις άσπρης. Πούλα τη να φάτε καλά».
Είχε νυχτώσει και στον ουρανό της Μυτιλήνης διέγραφε την τροχιά του ένας τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος λάμποντας, που έσπερνε στην οικουμένη τις ευχές των χριστιανών προκαθημένων για τα Χριστούγεννα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου