Του Δηµήτρη Ν. Μανιάτη
Πλάι στη γνωστή εποποιία του Ελληνοαλβανικού Μετώπου του 1940, ξετυλίγεται η άγνωστη εποποιία των ελλήνων πολεµικών ανταποκριτών, που συνοψίζεται στο βιβλίο «Ηταν κάποτε ένας πόλεµος»
Η δηµοσιογραφική παρέα που συναντήθηκε εκείνο το πρωί της 15ης Νοεµβρίου του 1940 στον Σταθµό Λαρίσης δεν είχε συνηθισµένο ρόλο. Ο Ευστάθιος Θωµόπουλος, ο Θωµάς Μαλαβέτας, ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, ο Θόδωρος Δογάνης και ο Παύλος Παλαιολόγος ήταν οι πρώτοι πέντε διαπιστευµένοι αθηναίοι δηµοσιογράφοι που ξεκινούσαν για το Αλβανικό Μέτωπο ως πολεµικοί ανταποκριτές.
Το µέτωπο είχε ήδη σταθεροποιηθεί, η ιταλική εισβολή είχε αντιµετωπιστεί και η Ηγουµενίτσα είχε ανακαταληφθεί από τις δυνάµεις της θρυλικής 8ης Μεραρχίας. Τους πρώτους πέντε που έφτασαν στο µέτωπο από τα Γιάννινα στις 18 Νοεµβρίου του 1940 προδρόµους ενός Καπισίνκι θα µπορούσαµε να πούµε θα ακολουθήσουν άλλοι 36 δηµοσιογράφοι για να αφηγηθούν, να περιγράψουν εκείνες τις εχθροπραξίες ή απλώς να ανιχνεύσουν την αλήθεια µέσα στα συντρίµµια του πολέµου.
«Αν η Ενωση Συντακτών είχε 170 εγγεγραµµένα µέλη το 1955, στο Πολεµικό Μέτωπο του 1940 βρέθηκαν 41 δηµοσιογράφοι», σηµειώνει στα «ΝΕΑ» ο επιµελητής του τόµου (που συµπληρώνεται µε δεκάδες σκίτσα, φωτογραφίες και κείµενα της εποχής) Αγαµέµνονας Φαράκος.
Αυτό το κλίµα της πολέµου, της αλληλεγγύης, της µαχόµενης πένας αλλά και του τρόπου που η δηµοσιογραφία αντάµωσε την Ιστορία και τη λογοτεχνία αποτυπώνονται έξοχα στον τόµο «Ηταν κάποτε ένας πόλεµος. Αφιέρωµα στους 41 Ελληνες δηµοσιογράφους που κάλυψαν αυτό τον πόλεµο» (εκδ. ΕΔΟΕΑΠ).
«Ζήτηµα τιµής» ήταν για τον Ενιαίο Δηµοσιογραφικό Οργανισµό Ασφάλισης και Περίθαλψης αυτό το βιβλίο σύµφωνα µε την πρόεδρό του Ελένη Σπανοπούλου. Είναι αξιοσηµείωτο πως ένας µόνο από τους έντεκα πρώτους δηµοσιογράφους που βρέθηκαν στο Μέτωπο της Πίνδου είχε κάποια εµπειρία από πόλεµο. Ηταν ο Πολύµερος Μοσχοβίτης που είχε µετάσχει στον Πόλεµο της Μικράς Ασίας, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαν πολεµικές εµπειρίες µε εξαίρεση τον Παντελή Καψή που είχε καλύψει και τη θρυλική Μάχη του Σκρα το 1918. Κάποιοι µάλιστα ήταν ήδη µεγάλοι όπως ο Σπύρος Μελάς που πλησίαζε τα 60 όταν βρέθηκε στο Αργυρόκαστρο.
Ας µην ξεχνάµε ακόµη πως η ευκαιρία να βρεθούν ως απεσταλµένοι τέσσερα χρόνια πριν στον Ισπανικό Εµφύλιο Πόλεµο πλην Νίκου Καζαντζάκη που τα κατάφερε είχε χαθεί, αφού η δικτατορία Μεταξά δεν τους είχε επιτρέψει να καλύψουν το ιστορικό εκείνο γεγονός.
Η Μάχη της Μάροβα ή Μόροβα φαίνεται πως έπαιξε σπουδαίο ρόλο, αφού η ελληνική δύναµη έσπασε τη ραχοκοκαλιά της ιταλικής άµυνας και πήρε πρώτα την Κορυτσά και µετά το Αργυρόκαστρο. Ο απεσταλµένος της «Πρωίας» Γιώργος Δρόσος φτάνει στην Κορυτσά και συναντά τον ήρωα της Μάροβας. «Εκεί λοιπόν σ ένα καφενείο συναντήσαµε τον ήρωα της Μάροβας. Είναι απλώς στρατιώτης. Ενα κακοδεµένο παιδί 25-26 ετών µε καστανά µάτια, µε σπασµένα δυο τρία δόντια από κάποιο γλίστρηµα επάνω στους βράχους της Μάροβας, µε λασπωµένες µπότες, µε ένα διαρκές µειδίαµα στα χείλη και µε µια σεµνότητα και συστολή που τον κάνει καταφανώς να στενοχωριέται όταν µιλεί για τον εαυτό του.
Είµαι, λέγει, ο πρώτος, µα εντελώς πρώτος έλληνας στρατιώτης που µπήκε µέσα στην Κορυτσά…».
Μερικές εβδοµάδες µετά ο Νίκος Γιοκαρίνης στέλνει στα «Αθηναϊκά Νέα» την πρώτη ανταπόκριση έλληνα δηµοσιογράφου από το ελεύθερο πλέον Αργυρόκαστρο, ενώ µέσα στις φλόγες του πολέµου βρίσκει τον δικό του χώρο και το χιούµορ. Το κείµενο του Αλέκου Λιδωρίκη για τον Σπύρο Μελά όταν ο πρώτος συνάντησε τον δεύτερο 60χρονο στην Πρεµετή που µόλις είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στράτο είναι απολαυστικό:
«Ο Σπύρος Μελάς (µε την ιδιότυπη, αλλοπρόσαλλη ιδεολογικά αλλά και πολύ συχνά συναρπαστική, απρόσµενα τολµηρή, προσωπικότητά του) ήταν µία έκπληξη για µένα όταν απαντηθήκαµε στην Πρεµετή. Ναι, ορέ…, µου είπε. Αισθάνοµαι πολεµιστής αυτή την ώρα! Και αισθάνοµαι παιδί (είχε περάσει τα εξήντα). Και µάχοµαι µε το καλέµι µου και µε τον θάνατο κάθε ώρα, κάθε στιγµή!. Υπερβολές του µάστορα της πένας, αµφιλεγόµενου Νέστορα της τότε λογοτεχνίας µας; Οχι! Γιατί έτσι µαχόµαστε όλοι… Γιατί χωρίς εµείς οι δηµοσιογράφοι να είµαστε στην πρώτη γραµµή, χωρίς την ετικέτα του Παλικαριού στα µέτωπά µας, παίζαµε µε τον κίνδυνο αδιάκοπα».
Τέλος, δύο ονόµατα των γραµµάτων και της δηµοσιογραφίας από αντίπαλα στρατόπεδα (ο Κώστας Βάρναλης από την «Πρωία» και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος από τη «Διάπλαση των Παίδων») γράφουν για τον Πόλεµο και το σθένος των ελλήνων στρατιωτών µακριά απ το Μέτωπο, αλλά κοντά στις διαθέσεις του λαού.
«Ο τραυµατίας» και «Η κουραµάνα»
Ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, πολεµικός απεσταλµένος της «Πρωίας», γράφει µια συγκινητική ανταπόκριση µε τον τίτλο «Ο τραυµατίας» και περιγράφει πως του τραβάει την προσοχή ένα κοντό, ξανθό καλοδεµένο παλικάρι 23-24 ετών που είχε τραύµα από πολυβόλο στο δεξί πόδι και η σφαίρα του είχε σπάσει το κόκαλο.
«Ηταν από τους ανθρώπους εκείνους που νοµίζει κανείς ότι τους προίκισε η φύση να µην λερώνονται ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν βρεθούν».
Γνωρίζονται στον σταθµό επιδέσεως µέχρι που ο φαντάρος µεταφέρεται στο χειρουργείο. Τρεις µήνες αργότερα ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης έχει επιστρέψει απ το Μέτωπο και τον Απρίλιο του ‘41 έχει µιαν απρόσµενη συνάντηση αφού µέσα στο λεωφορείο ένας φαντάρος µε τις πατερίτσες που τραβάει τα βλέµµατα των επιβατών είναι ο παλιός του γνώριµος από το Μέτωπο.
«Ενας στρατιώτης που επέστρεφε από το αυτοκίνητο µε την κουραµάνα ήρθε προς το µέρος µας. Ηταν µούσκεµα. Η βροχή γυάλιζε πάνω στο µέτωπό του και γλιστρούσε στα µάγουλά του. Ηταν βουτηγµένος στην λάσπη ώς τα γόνατα. Δώδεκα ώρες τώρα οδηγούσε ένα µουλάρι και µόλις τώρα σταµατούσε να πάρει συσσίτιο. Εριξε µια µατιά µέσα στ αυτοκίνητό µας και είδε ότι δεν τρώγαµε. Μας έτεινε τότε ένα καρβέλι, που το είχε αγοράσει κι αυτό από την περιοχή, και µ ένα ολόλαµπρο χαµόγελο ξεχυµένο σ όλο το πρόσωπό του µας είπε:
Το θέλετε; Δυστυχώς δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω…», γράφει ο Ανδρέας Ιωσήφ στην ανταπόκριση µε τον τίτλο «Η κουραµάνα».
ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου