Η διακεκριμένη οικονομολόγος, δρ Μιράντα Ξαφά, η οποία διετέλεσε αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ και είναι τώρα σύμβουλος επενδύσεων στην IJ Partners με έδρα τη Γενεύη έδωσε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Δημήτρη Διαμαντίδη και στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ:
Πώς διαβλέπετε την εξέλιξη του τριετούς προγράμματος, που έχει συμφωνηθεί με την τρόικα; Μπορεί, αφού τελειώσει, να υπάρξει αδυναμία πληρωμών από τη χώρα μας και γι΄ αυτό καθίσταται πλέον εύλογη η χρονική παράτασή του;
Δεν νομίζω ότι μίλησε κανείς περί αδυναμίας πληρωμών, αλλά αυτό που είναι προφανές είναι πως στο τέλος αυτού του προγράμματος η ελληνική οικονομία θα είναι σε μία εύθραυστη ισορροπία, όπου το χρέος θα αρχίσει μόλις να σταθεροποιείται σε αρκετά υψηλό επίπεδο περί το 144% του ΑΕΠ και το έλλειμμα θα είναι αρκετά πάνω από το 3%, που είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο εκ της συνθήκης του Μάαστριχτ. Ειδικότερα, κατά το Μνημόνιο, το έλλειμμα το 2013 θα είναι περίπου στο 4,7% του ΑΕΠ. Από αυτά τα στοιχεία έλκεται και η συζήτηση για το εάν η Ελλάδα χρειάζεται και δεύτερη τριετία στήριξης με την εποπτεία της τρόικας.
Η προσωπική μου γνώμη είναι πως αυτό θα αποτελούσε την καλύτερη δυνατή εξέλιξη.
Μήπως θα μπορούσε η χώρα να επιλέξει μία διαφορετική διαχείριση των υποχρεώσεών της με την επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους;
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η επιμήκυνση των υποχρεώσεων, δηλαδή αντί να πληρωθούν στο άμεσο μέλλον, να τα σπρώξουμε πιο βαθιά χρονικά. Το μεγάλο θέμα της οικονομίας είναι το ύψος του χρέους και η υποχρέωση για τόκους, που αυτό το χρέος δημιουργεί.
Το γεγονός αυτό σημαίνει πως μέχρι το έτος 2013 θα πρέπει κάθε χρόνο να πληρώνουμε σε τόκους περί το 6%-6,5% του ΑΕΠ. Εδώ είναι το πρόβλημα και για να πραγματοποιήσουμε αυτές τις πληρωμές, θα πρέπει σταδιακά η οικονομία να πάρει μπροστά, αλλά και εμείς να δουλεύουμε πιο σκληρά, πιο πολύ και να πληρωνόμαστε λιγότερο.
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως η σκέψη της επιμήκυνσης δεν λύνει το ζήτημα της εξοικονόμησης σημαντικών πόρων κάθε χρόνο για να εξυπηρετείται το χρέος. Η επιμήκυνση δεν μεταβάλλει το ύψος του χρέους, αλλά μόνο μεταθέτει την αποπληρωμή. Έτσι το 6,5% του ΑΕΠ, που θα κατευθύνεται στους τόκους, θα συνεχίσει να υφίσταται, ακόμη και αν επιμηκυνθεί η διάρκεια του χρέους. Άρα δεν επιλύεται κανένα πρόβλημα μ΄ αυτό τον τρόπο.
Η ανάπτυξη πώς θα τροφοδοτηθεί; Μήπως κάτι τέτοιο υπό τις παρούσες συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολο;
Για την ανάπτυξη η πρώτη προϋπόθεση είναι η μείωση των ελλειμμάτων, καθώς κάθε άλλη πολιτική ασφαλώς θα βοηθούσε, αλλά δεν θα πιάσει τόπο, εάν τα ελλείμματα δεν συρρικνωθούν. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι απαραίτητο συστατικό για την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, που αλλιώς δεν θα επιτευχθεί.
Με υψηλά ελλείμματα τα ελληνικά χρεόγραφα δεν θα γίνονται αποδεκτά από τις ξένες τράπεζες και οι ελληνικές τράπεζες θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση μόνο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όχι από τις αγορές. Μ΄ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να ξαναπάρει μπρος η πιστωτική επέκταση, οι επενδύσεις και να χρηματοδοτηθεί η οικονομία. Θα πρέπει ακόμη να ανακτηθεί η αξιοπιστία, δηλαδή να εμπεδωθεί ότι η κυβέρνηση μπορεί και είναι σε θέση ό,τι υποχρεώσεις αναλαμβάνει, να τις φέρνει σε πέρας. Έτσι θα πρέπει ανά τρίμηνο να τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα μείωσης του ελλείμματος και παράλληλα να υλοποιούνται όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές, που θα βοηθήσουν την οικονομία να λειτουργεί αποδοτικά και με χαμηλό κόστος.
Συμφωνείτε με την άποψη, που διατυπώνεται από πολλούς, πως όσο προχωρά η υλοποίηση του Μνημονίου εν μέσω ύφεσης, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η περικοπή δαπανών και η επιβολή νέων μέτρων;
Όχι δεν συμφωνώ καθόλου. Αντίθετα, πιστεύω ότι υφίσταται τρομακτική σπατάλη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και η κυβέρνηση σ΄ αυτό το πεδίο δεν έχει προχωρήσει με γρήγορα βήματα.
Εάν παρατηρήσετε τις ΔΕΚΟ, μόνο από τον ΟΣΕ μπορεί να εξοικονομήσει ένα δισ. ευρώ ετησίως, που είναι το λειτουργικό έλλειμμα του Οργανισμού. Παράλληλα, υπάρχει μεγάλη σπατάλη ευρύτερα στον δημόσιο τομέα, λ.χ. στον αμυντικό κλάδο με τις βιομηχανίες ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ, στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά κ.ά. και πιστεύω προσωπικά ότι ορισμένες απ΄ αυτές τις επιχειρήσεις πρέπει να κλείσουν. Εάν δεν μπορούν να εξυγιανθούν, εάν δεν υπάρχει ενδιαφέρον από ιδιώτες, θα πρέπει να αναστείλουν τη δραστηριότητά τους.
Από την εμπειρία σας από το ΔΝΤ, υπάρχουν παραδείγματα άλλων χωρών με τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που κατάφεραν να επιστρέψουν στις αγορές και να αναπτυχθούν;
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην Κωνσταντινούπολη και η Τουρκία είναι το καλύτερο παράδειγμα, που μπορώ να αναφέρω. Η Τουρκία υλοποίησε δύο τριετή προγράμματα με το ΔΝΤ μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματός της. Το 2007 που ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, η οικονομία της χώρας ήταν θωρακισμένη και δεν επηρεάστηκε ή επηρεάστηκε ελάχιστα, σε σχέση με άλλες οικονομίες. Σήμερα καταγράφει ταχύρυθμη ανάπτυξη, δεν έχει κανένα πρόβλημα δανεισμού, το χρέος της είναι χαμηλό και τα ελλείμματα υπό έλεγχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου