Του Ρούσσου Βρανά
Και τότε ο καυτός ήλιος που βάρυνε πάνω από το κεφάλι µου, ώσπου να µου κλείσει σιγά σιγά τα µάτια, µε οδήγησε αναπάντεχα σε εκείνη την κακότυχη και καψαλισµένη χώρα.
Ο εµφύλιος πόλεµος που µαινόταν ανάµεσα στις πολιτείες και τα χωριά της είχε καταλύσει την κοινωνική τάξη. Στίφη λιµασµένων και εκδικητικών κατοίκων των πόλεων εξορµούσαν στις εξοχές και λεηλατούσαν τρόφιµα από τις αποθήκες των χωρικών. Μια νεαρή αγρότισσα έγραφε στο ηµερολόγιό της: «Είδα στο κάρο τρία σφαγµένα γουρούνια. Το βουστάσιο ήταν πληµµυρισµένο από αίµα. Είχαν σφάξει όρθια µια αγελάδα και οι σάρκες κρέµονταν από τα κόκαλά της. Μιας άλλης, τα τέρατα της είχαν ξεσκίσει το µαστάρι κι αναγκαστήκαµε να την απαλλάξουµε αµέσως από το µαρτύριό της. Στη σιταποθήκη, ένα στουπί βρεµένο µε πετρέλαιο σιγόκαιγε ακόµη, προδίδοντας τις προθέσεις αυτών των τεράτων».
Ακόµη και τα πιάνα είχαν γίνει πια κάτι σαν νόµισµα, καθώς εξαθλιωµένα µέλη τής άλλοτε καθωσπρέπει δηµοσιοϋπαλληλικής τάξης των πόλεων ξεπουλούσαν τα σύµβολα της χαµένης κοινωνικής τους θέσης για ένα σακί πατάτες. Ξένοι µε δολάρια, εγγλέζικες λίρες, ελβετικά φράγκα ή τσέχικες κορόνες ζούσαν µέσα στη χλιδή. Και ήταν σε όλους µισητοί. «Η εποχή µάς έκανε κυνικούς», έλεγε η κόρη ενός εµπόρου ψαριών στο Αµβούργο. «Καθένας έβλεπε στον άλλο τον εχθρό του». Πάρα πολλοί άνθρωποι δεν µπόρεσαν να αντιληφθούν έγκαιρα τον ερχοµό της συµφοράς. «Μπορούσε κάποιος να διακρίνει τις αλλαγές ακόµη και στα σπίτια τους», έλεγε αργότερα µια γυναίκα του καλού κόσµου.
«Αλλος θυµόταν πού βρισκόταν κάποτε µια κορνίζα κρεµασµένη στον τοίχο. Κι άλλος ένα γραφείο ή ένα χαλί. Τα διαµερίσµατά τους είχαν αποµείνει σχεδόν αδειανά. Κάποιοι έβγαιναν στη ζητιανιά. Οχι όµως στους δρόµους. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Και όλοι καταλάβαιναν τον σκοπό της επίσκεψής τους. Η διαφθορά είχε επικρατήσει παντού. Στους δρόµους, µε την απειλή µαχαιριών, άρπαζαν τα σακάκια και τα παπούτσια των ανθρώπων. Ενα µεγάλο µέρος του πλούτου άλλαζε διαρκώς χέρια».
Μούσκεµα στον ιδρώτα, είτε από τον πύρινο ήλιο είτε από την αγωνία που έζησαν οι άνθρωποι αυτής της χώρας πριν από ογδόντα τόσα χρόνια, άνοιξα τα µάτια. Κι έπεσαν πάλι στον τίτλο του άρθρου της εφηµερίδας «Ντέιλι Τέλεγκραφ» που κρατούσα ακόµη στα χέρια µου. Εγραφε: «Οταν πεθαίνει το χρήµα». Και ο συντάκτης του, Ιβανς Πρίτσαρντ, αναφερόταν σε ένα βιβλίο του Ανταµ Φέργκιουσον µε τον ίδιο τίτλο, ένα αφήγηµα για την πτώση της µεσοπολεµικής Γερµανίας, όταν βρέθηκε στη δίνη της µεγάλης οικονοµικής κρίσης του περασµένου αιώνα.
Εριξα µια µατιά γύρω µου, καθώς το κύµα έβρεχε καθησυχαστικά τα πόδια µου. Και συµφώνησα µε τον συντάκτη του άρθρου: η εικόνα που περιγράφει ο Φέργκιουσον δεν έχει καµιά σχέση µε την εικόνα της Αµερικής ή της Ευρώπης του 2010. Οµως, υποσχέθηκα στον εαυτό µου πως την επόµενη φορά που θα πάρω κάτι µαζί µου για διάβασµα στη θάλασσα, θα φανώ πιο προσεκτικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου