Νταβούτογλου, «Στρατηγικό βάθος» και η πνευματική αμηχανία, αν όχι ανημποριά, των νεοελλήνων

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΗΦΑΙΣΤΟΥ
Καθηγητή Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς,

Η νεοοθωμανική πολιτική της Τουρκίας που εκκολάπτεται εδώ και καιρό, αλλά αποκρυσταλλώθηκε στο βιβλίο «Στρατηγικό βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου, νυν υπουργού Εξωτερικών, σχοινοβατώντας εισέρχεται δυναμικά μέσα στη θυελλώδη δίνη της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς πολιτικής.

Συγκρούεται με τους Εβραίους, συντηρεί σχέσεις με τα ισλαμικά καθεστώτα και συνάπτει μαζί τους συμφωνίες, αλλά επικοινωνιακά πρωτίστως απευθύνεται στις ισλαμικές κοινωνίες. Συμπεριφέρεται ισότιμα στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις, μη διστάζοντας, όπως φαίνεται στο Ιράν, να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων. Σταδιακά αλλά σχεδιασμένα και μεθοδικά, κτίζει μουσουλμανικά τόξα στα Βαλκάνια, ιδρύει χιλιάδες ισλαμικά σχολεία σε όλο τον κόσμο και καλλιεργεί ερείσματα μέσα στις ισλαμικές κοινότητες στα δυτικά κράτη. Ακόμη, με «απορία» είδαμε όλοι τον αμερικανό Πρόεδρο Ομπάμα να κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό στην Άγκυρα, για να τον ακολουθήσει σε δύο χρόνια ο ρώσος ομόλογός του Μεντβέντεφ, ο οποίος και προχώρησε στη σύναψη πλήθους συμφωνιών με την Τουρκία. Είχαμε «νταβουτογλιανές συμφωνίες», επίσης, με τη Συρία και την Αρμενία, ενώ άλλες αντίστοιχες εκκολάπτονται.

Ακόμη πιο σημαντικό, και όχι λόγω επιπολαιότητας ή αθυροστομίας, ο ΓΓ του ΟΗΕ επισκεπτόμενος την Κωνσταντινούπολη υιοθέτησε την περιφερειακή στρατηγική του Νταβούτογλου. Εκατομμύρια μουσουλμάνοι, επιπλέον, διαδηλώνουν με την τουρκική σημαία και η Άγκυρα σχεδιασμένα και σταθερά επιτυγχάνει να γίνει ο σημαντικότερος ενεργειακός κόμβος. Ακόμη, ο γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων δηλώνει ότι «αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην Ανατολή, όπως είχε κάνει επί έτη και στη Δύση, η Τουρκία του 21ου αιώνα ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό της και τον αναγκαίο ρόλο της ως γέφυρας μεταξύ των δύο κόσμων. Η αξιοσημείωτα ενεργός διπλωματία της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντανακλά τη θέση της ως αναδυόμενης δύναμης» .

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας όχι μόνο αναπτύσσονται αλλά και στοχεύουν σε μεγαλύτερη αυτοδυναμία παραγωγής όπλων, ενώ οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί της Τουρκίας, πριν οι τελευταίοι κάνουν το σουλτανικό τους ταξίδι στην Αθήνα, φρόντισαν να κυριαρχήσουν στρατιωτικά στο Αιγαίο, φθάνοντας μέχρι το Σούνιο, όπου μπροστά στους «στρατηγικά ψύχραιμους» Έλληνες έκαναν επανειλημμένα « αβλαβείς διελεύσεις» κοντά στην Τζια και στο Σούνιο. Τέλος, αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, το τουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ κατόρθωσε να συγκροτήσει υποστηρικτικές θέσεις για τον αναδυόμενο ρόλο της Τουρκίας και να στοχεύσει τα ελληνικά συμφέροντα, πιέζοντας Αθήνα και Λευκωσία να διασχίσουν γραμμές που στο παρελθόν θεωρούνταν κόκκινες και απαραβίαστες.

Όλα αυτά αναμφίβολα δεν προδικάζουν πως η Τουρκία θα ανέλθει τελικά στα πιο ψηλά σκαλιά των διεθνών ιεραρχιών ισχύος, όπως ξεκάθαρα διακηρύττει, ή ότι δεν θα πέσει στο κενό και δεν θα συντριβεί. Ούτε προδικάζεται ότι θα αντεπεξέλθει επιτυχώς στους εσωτερικούς καθεστωτικούς διχασμούς και στα εγγενή μειονοτικά προβλήματα, μέγιστο των οποίων είναι το κουρδικό. Ακόμη πιο σημαντικό, εισερχόμενη στις συμπληγάδες της ηγεμονικής διαπάλης, κινδυνεύει να συνθλιβεί ανά πάσα στιγμή λόγω μεταλλαγών των ηγεμονικών στρατηγικών σύμφωνα με αστάθμητες ανακατανομές - κίνδυνοι τους οποίους μαθαίνει κανείς ακόμη και αν διαβάσει μόνο το αλφαβητάριο των ηγεμονικών στρατηγικών των τελευταίων αιώνων αλλά και των σημερινών.

Ο πιο σημαντικός και συνάμα πιο αστάθμητος παράγων της νταβουτόγλειας κοσμοθεωρίας και στρατηγικής όμως είναι ο Άνθρωπος. Για τον οξυδερκή παρατηρητή και μελετητή της ιστορίας των διεθνών σχέσεων είναι σαφές πως αυτό που συμβαίνει είναι τόσο ιστορικά σημαντικό όσο και ριψοκίνδυνο: Ένας κρατικά ισχυρός πολιτικώς δρων, η Τουρκία, επιχειρεί για πρώτη φορά μετά τη Βυζαντινή Οικουμένη να συγκροτήσει πολιτικά και συμπολιτειακά τον πανάρχαιο και ποικιλόμορφα ιστορικά διαμορφωμένο -και σήμερα πρωτίστως ισλαμικών προδιαγραφών- κόσμο της Ανατολής. Πνευματικός και πολιτικός τροφοδότης αυτού του περιφερισμού επιχειρείται να είναι το σήμερα διαφοροποιημένο ισλαμικό κίνημα.

Το πεδίο αυτό είναι μεν δύσβατο, αλλά λόγω εσωτερικής διαφοροποίησης και πολιτικής αστάθειας είναι δυνητικά προσιτό σε ένα κράτος όπως η Τουρκία, η οποία διαθέτει οργανωτικές δεξιότητες που δεν διαθέτουν άλλα ισλαμικά κράτη. Η ριψοκίνδυνη γιγαντιαία επικοινωνιακή επιχείρηση της Τουρκίας που στράφηκε κατά του Ισραήλ το καταμαρτυρεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως αποτέλεσμα των αποικιοκρατικών και ηγεμονικών στρατηγικών του παρελθόντος ο κόσμος της Ανατολής, αν και ανθρωπολογικά περιεκτικός, είναι πολιτειακά ασταθής και κοσμοθεωρητικά συγκεχυμένος.

Ο Νταβούτογλου, σε αντίθεση με πολλούς δυτικούς ιστορικούς, έχοντας βαθιά ιστορική θέαση της Ανατολής, συνεχώς κάνει μνεία στην αποικιοκρατία και με περισσή πονηριά παρακάμπτει τον οθωμανικό δεσποτισμό, εμμέσως πλην σαφώς εμφανίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ένα περίπου αγαθοεργό συμπολιτειακό κοσμοσύστημα (η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήταν έτσι). Επίσης, αν και ο Νταβούτογλου ειρωνεύεται τον μοντερνισμό έξυπνα, αν όχι αδίστακτα, χρησιμοποιεί τα ιστοριογραφικά εργαλεία που ο ίδιος ο μοντερνισμός καθιέρωσε: Από τις απαρχές των Νέων Χρόνων μέχρι τους συγκαιρινούς αποδομιστές ιστοριογράφους, «ιστορία» σημαίνει αλματώδεις ιστορικές ερμηνείες, φανταστικά ή μυθικά στοιχεία και πολιτικές εκλογικεύσεις που υπηρετούν τις αποικιοκρατικές, ηγεμονικές και κρατικές πολιτικές. Οι μοντερνιστές, δηλαδή οι φιλελεύθεροι, οι φασίστες και οι κομμουνιστές είναι οι τελευταίοι που μπορούν να εκπλαγούν από τις ιστορικές πονηριές του Νταβούτογλου. Οι έχοντες απορίες ας εγκύψουν στον δεύτερο τόμο του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού» του Παναγιώτη Κονδύλη για να δουν ότι η παραποίηση της Ιστορίας είναι θλιβερό προνόμιο των μοντερνιστών ιστοριογράφων. Το ότι ο Νταβούτογλου ακολουθεί την ίδια πεπατημένη είναι μια επιστημονική πονηριά που λειτουργεί αμφίπλευρα. Έργο των ελλήνων επιστημόνων είναι να τον ελέγξουν επιστημονικά και όχι να φωνασκούν σπασμωδικά και νευρικά.

Αυτοί οι συλλογισμοί απαιτείται να ιδωθούν διασταλτικά και συγκριτικά. Πνιγμένοι μέσα στον γιγαντιαίο πνευματικό σκουπιδότοπο του μοντερνισμού που στήριξε τη νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος και την αφαίρεση των πνευματικών από τη δημόσια σφαίρα των ανθρώπων, οι δυτικοί αναλυτές αλλά και μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών αδυνατούν να δουν την ουσιαστική ειδοποιό διαφορά της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Το γεγονός δηλαδή ότι η εποχή του μοντερνισμού, όπου πρυτάνευσαν τα κάθε είδους ιδεολογικής έμπνευσης κοσμοϊστορικά σχέδια του διεθνιστικού φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κατά τη διάρκεια αυτής της μακραίωνης και θυελλώδους εποχής παρέκαμψαν τον παράγοντα Άνθρωπος, πρόταξαν ιδεολογικά δόγματα με σκοπό να διαμορφώσουν την κρατική ανθρωπολογία (αντί το αντίστροφο, που είναι το Πολιτικά φυσιολογικό) και επέφεραν ανθρώπινες καταστροφές που δεν έχουν ακόμη υπολογιστεί με ακρίβεια.

Ομογενοποίησαν βίαια και σε ρατσιστική βάση την Ευρώπη των δουλοπάροικων και εκτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες όλων των εποχών. Συνάμα εκτέλεσαν τη μεγαλύτερη εδαφική επέκταση στη Βόρειο Αμερική. Το ποικίλων δεσποτικών βαθμίδων δεσποτικό σύστημα της έμμεσης αντιπροσώπευσης, εξάλλου, αποτέλεσε δημοκρατική μεταμφίεση απείρου κάλλους ρατσιστικών εκλογικεύσεων οι οποίες οδήγησαν στην αποικιοκρατία, στην καταλήστευση του πλανήτη, στο ύστερο ηγεμονικό πλιάτσικο των πλουτοπαραγωγικών πόρων και στην άνευ ιστορικού προηγουμένου παρατεταμένη αποσταθεροποίηση ολόκληρου του πλανήτη. Η εικόνα του μοντερνισμού συμπληρώνεται αν αναφέρουμε το γεγονός ότι η Δύση, άλλοτε συγκρουόμενη και άλλοτε συμμαχώντας με τα άλλα δύο τέκνα της τρίδυμης τεκνοποίησης του υλιστικού μοντερνισμού, δηλαδή τον ναζισμό και τον κομμουνισμό, επιδόθηκε επί έναν αιώνα σε μια πρωτοφανή και άνευ πολιτικού σκοπού ηγεμονομαχία, η εκπνοή της οποίας συμβολίζεται με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Βέβαια, λόγω προπαγανδιστικών δομών που ακόμη υπάρχουν και λόγω κεκτημένης ταχύτητας των ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων που υπηρετούν άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη ηγεμονική αξίωση ισχύος, η σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων προβλέπεται να συνεχιστεί τις επερχόμενες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Η τουρκική πολιτική ηγεσία φαίνεται ότι έχει ξεκάθαρα καταλάβει αυτό το γεγονός. Έτσι, απροσχημάτιστα, αντί να αναλωθεί σε κενού περιεχομένου αναλύσεις περί μιας επερχόμενης δήθεν πολιτικά ενοποιητικής παγκοσμιοποίησης, αποφάσισε να επιδιώξει την εκπλήρωση των σκοπών της με μαχητικό τρόπο και με τις προϋποθέσεις που θέτει η συνεχιζόμενη ηγεμονική διαμάχη.

Θεωρώ κύριο στοιχείο των πολιτικών στοχασμών του Νταβούτογλου το γεγονός ότι διέγνωσε επακριβώς αμφότερα τα πολιτικά χαρακτηριστικά του επερχόμενου διεθνούς γίγνεσθαι: Από τη μια πλευρά είναι η ηγεμονική διαπάλη που συνεχίζεται. Από την άλλη είναι το δυσδιάκριτο στους δυτικούς αλλά πασίδηλο στους παρατηρητικούς αναλυτές γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά τον 15ο αιώνα ο Άνθρωπος επανακάμπτει στην Πολιτική επιχειρώντας να τη διαμορφώσει σύμφωνα με την κατά κράτος και κατά περιφέρεια υποκείμενη ανθρωπολογία. Ο Νταβούτογλου, μάλιστα, φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ενώ αυτό είναι το σημαντικότερο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό του κόσμου σήμερα υπάρχουν νέες ανθρωπολογικές συνθήκες και κυρίως ένα γιγαντιαίας σημασίας ιστορικό γεγονός: Ο αρχαίος κόσμος, τον οποίο διαδέχθηκαν οι Ρωμαίοι και στη συνέχεια ο κόσμος της Βυζαντινής Οικουμένης, έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό εξισλαμιστεί. Ελάχιστοι στη Δύση έχουν επίγνωση, με πολιτικά άξιο τρόπο, της σημασίας αυτού του νέου ιστορικού στοιχείου. Του Νταβούτογλου πάντως όχι μόνο δεν του διαφεύγει, αλλά διαποτίζει την ανάλυσή του, καθώς συχνά παρατηρεί ειρωνικά ότι και στον δυτικό κόσμο οι ισλαμικοί πυρήνες δεν είναι πολιτικά αμελητέοι, αλλά αντίθετα πολιτικά (για τον νεοοθωμανισμό) αξιοποιήσιμοι.

Όντως, αφήνοντας κατά μέρος τους συναισθηματισμούς, είναι ζήτημα στοιχειώδους ορθολογισμού να τονιστούν η ειδοποιός διαφορά και οι πολιτικές προεκτάσεις της επανάκαμψης του Ανθρώπου στην Πολιτική. Είναι το νέο δυναμικό στοιχείο των ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων και καμία πολιτικά άξια λόγου ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να το αγνοήσει. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, και κυρίως των ανατολικών κοινωνιών (κατά το πλείστον σήμερα μουσουλμανικών πλην Κίνας και Ινδικής Χερσονήσου), αλλά και του ρωσικού έθνους που αναβιώνει, χωρίς να εξαιρούνται και οι κοινωνίες στη Μέκκα των υλιστικών κρατών της Δύσης οι οποίες αναζητούν μια ανθρωπολογικά πιο περιεκτική Πολιτική, αξιώνει ρόλο εντολοδόχου. Δεν μιλάμε, ασφαλώς, για μαγικές αλλαγές ή για ευθύγραμμες πολιτικές εξελίξεις που αλλάζουν τον κόσμο από τη μια μέρα στην άλλη. Μιλάμε για τα μεγάλα ρεύματα της Ιστορίας που συμπλέκονται με τα μικρά, δημιουργώντας κύματα που διώχνουν τον υλιστικό κόσμο και που φέρνουν πίσω έναν ανθρωπολογικά μεστό κόσμο, που έρχεται σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Νταβούτογλου, σε αυτόν τον κόσμο που έρχεται κάποιοι θα γράψουν Ιστορία και κάποιοι άλλοι απλώς θα τη διαβάζουν. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, του υλιστικού που φεύγει και του ανθρωπολογικά μεστού που έρχεται, θα είναι αναπόδραστα θυελλώδης.

Η Τουρκία επέλεξε να εισέλθει στη δίνη που δημιουργείται. Κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει πλέον -και αν θίγεται θα είναι γι' αυτόν εξοντωτικό- την επικοινωνιακή απήχηση των κινήσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας μέσα στον απέραντο και αστάθμητο μουσουλμανικό κόσμο. Ούτε βέβαια και μπορεί να υποτιμήσει το τι μπορεί να σκέφτεται και να σχεδιάζει ως αντίδραση το πανίσχυρο ισραηλινό λόμπι και το πανίσχυρο εβραϊκό κίνημα. Η διεθνής πολιτική όμως, αμφίπλευρα, επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και απαιτείται να μην προδικάζει κανείς το παραμικρό. Η διεθνής πολιτική θα κινηθεί δυναμικά όσο ποτέ άλλοτε και με νέα δεδομένα. Οι ακαδημαϊκοί περιγράφουν και ερμηνεύουν. Οι κοινωνίες και οι πολιτικοί επιλέγουν, αποφασίζουν και εφαρμόζουν. Ο Νταβούτογλου στην Τουρκία, πλέον, παίζει αμφότερους τους ρόλους. Στην Ελλάδα απουσιάζουν παίκτες αμφότερων των ρόλων, και οι λόγοι δεν είναι του παρόντος να εξηγηθούν.

Ο Νταβούτογλου, πιο πρακτικά, αιτιολογεί την κοσμοϊστορική του θέαση και τη στρατηγική που εισηγείται ως αναγκαιότητα που επιτάσσεται από την κοινωνική διαφοροποίηση του τουρκικού εθνοκράτους, το οποίο θέλει να εντάξει σε ένα ευρύτερο πολιτικό κοσμοσύστημα για να το συγκρατήσει. Την αιτιολογεί επίσης και ως αναγκαιότητα συγκρότησης ενός ισλαμικού περιφερισμού αντίστοιχου με άλλους αναδυόμενους στην Ευρώπη, στην Άπω Ανατολή και στην Αμερική. Ο Νταβούτογλου, σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι αποφασισμένος να λειτουργήσει με όρους ηγεμονικής διαπάλης. Για να το πούμε διαφορετικά, ηγεμονικό κράτος πάει να γίνει και έχει πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό και του πώς συμπεριφέρεται ένα ηγεμονικό κράτος. Απερίφραστα και εισερχόμενος στην αρένα της ηγεμονικής διαπάλης, θα συμπεριφέρεται ως ηγεμονιστής, και αξιώσεις ισχύος θα διέπουν τη νεοοθωμανική στρατηγική: «Όποιος σταθεί μπροστά στους ηγεμονικούς υπολογισμούς της Τουρκίας», γράφει, «πρέπει να δεχθεί σκληρό κτύπημα».

Για να ανέβει τα σκαλοπάτια ισχύος, λειτουργεί ως μοντερνιστής, μιλώντας για σφαίρες επιρροής, ζωτικό στρατηγικό χώρο κ.λπ., και επιδέξια εντάσσει όλα αυτά και πολλά άλλα στην εκπλήρωση του νεοοθωμανικού οράματος, το οποίο επιχειρεί να καταστήσει περιεκτικό με ένα αντίστοιχο πανισλαμικό όραμα. Διαπράττουν φρικτό λάθος όσοι ταυτίσουν αυτήν την κοσμοθεωρία και αυτό το στρατηγικό σχέδιο με τα ιδεολογικά κοσμοϊστορικά σχέδια της μοντερνιστικής περιόδου, δηλαδή των διεθνιστών φιλελευθέρων, των ναζιστών και των κομμουνιστών. Με ιδιοφυή δεξιοτεχνία, ο Νταβούτογλου προτάσσει αυτόν τον ανθρωπολογικά μεστό κόσμο τού ενάμισι σχεδόν δισεκατομμυρίου ανθρώπων και παίζει κυριολεκτικά με τη φωτιά όταν τον καλεί να συγκροτηθεί πολιτικά και να διευρυνθεί συμπολιτειακά.

Ακόμη πιο επιδέξια ανατιμά το τουρκικό εθνοκράτος και την ισχύ που διαθέτει και πρόθυμα το προσφέρει στον μουσουλμανικό κόσμο ως έναν δήθεν περίπου ανιδιοτελή άξονα ενός νέου περιφερισμού. Περιφερισμός ο οποίος, ισχυρίζεται, θα είναι επωφελής για όλους. Η πειστικότητά του, μερικώς τουλάχιστον, καταδεικνύεται από τα προαναφερθέντα γεγονότα, τα οποίαν αν και στην αφετηρία του νεοοθωμανικού εγχειρήματος, δεν πρέπει να υποτιμώνται. Κυρίως δεν πρέπει να υποτιμάται η δυναμική που θα μπορούσαν να αναπτύξουν και η δεξιοτεχνία της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να τα διαχειριστεί.

Το πνευματικό αδιέξοδο όσων προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο Νταβούτογλου γίνεται νομίζω σαφές: Το ερμηνεύουν με ιδεολογικούς όρους που προτάσσουν την ισχύ και το ιδεολογικό δόγμα στον Άνθρωπο, ενώ ο Νταβούτογλου όντας προνεωτερικός πράττει το ακριβώς αντίθετο. Ταυτόχρονα, όπως είπαμε, επιδέξια και αδίστακτα λειτουργεί με τους κυρίαρχους ηγεμονικούς όρους της διεθνούς διαπάλης. Συναφώς, δεν είναι διόλου τυχαία η συστηματική οικειοποίηση, είναι αλήθεια απύθμενα εκλογικευτική και αλματώδης, όλης της ιστορικής διαδρομής των ανατολικών κοινωνιών. Η πιο πονηρή βέβαια αναλυτική προσέγγιση έγκειται αφενός στην παράκαμψη του δεσποτικού ρόλου των Οθωμανών και αφετέρου στην αυθαίρετη οικειοποίηση όλου του ιστορικού γίγνεσθαι, του οποίου, όπως ρητά λέει, οι Οθωμανοί με τον έναν ή άλλον τρόπο είναι δήθεν οι μοναδικοί και αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι. Κληρονομιά που τώρα, μάλιστα, απλόχερα την προσφέρει σε όλο τον ισλαμικό κόσμο, αν όχι σε όλη την ανθρωπότητα.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η Ελλάδα βρίσκεται στις συμπληγάδες που δημιουργεί η τουρκική στρατηγική. Απειλείται και κινδυνεύει και ο καθείς εύκολα το βλέπει διαβάζοντας τα σχετικά κεφάλαια περί Ελλάδας, Βαλκανίων και Κύπρου του βιβλίου «Στρατηγικό βάθος». Οι Έλληνες κινδυνεύουν πολλαπλά: Ακόμη και αν οι Ερντογάν και Νταβούτογλου φύγουν από την εξουσία και έλθουν κάποιοι άλλοι, οι ιδέες που διατυπώνονται στο «Στρατηγικό βάθος» είναι γνωστό ότι από καιρό κερδίζουν διαρκώς έδαφος στην Τουρκία. Ο Νταβούτογλου απλώς τις αποκρυστάλλωσε στην ύστερη ολιστική εκδοχή τους.

Αφήνοντας κατά μέρος την πασίδηλη οικονομική συντριβή του νεοελληνικού κράτους που επιτέλεσαν τα ελληνικά τρωκτικά της έμμεσης αντιπροσώπευσης της τελευταίες δεκαετίες, το πρόβλημα είναι κυρίως πνευματικό. Ήδη τα πρώτα σχόλια για το βιβλίο του Νταβούτογλου το καταμαρτυρούν. Αριστεροί πατριώτες, αριστεροί διεθνιστές, δεξιοί κατευναστές, δεξιοί εθνικιστές και οι αναρίθμητες ενδιάμεσες αποχρώσεις τους δημιουργούν έναν πανικόβλητο κυκεώνα ασυνάρτητων και αντιθετικών ερμηνειών. Η πνευματική ισοπέδωση της Ελλάδας που από καιρό προκάλεσε η ιδεολογική ερμηνεία των πραγμάτων, είχε αποτέλεσμα να στερηθούν οι Έλληνες δυνατότητες να ερμηνεύσουν τον κόσμο με κλασικούς όρους, αντλώντας από τη δική τους παράδοση, που αρχίζει πριν από τα κλασικά χρόνια και φθάνει, βασικά, μέχρι το 1922. Πολιτική κληρονομιά που ποτέ δεν εξέλιπε, γιατί είναι οικουμενική και ανά πάσα στιγμή αξιοποιήσιμη. Έτσι στις πρώτες αντιδράσεις μετά τη δημοσίευση του «Στρατηγικού βάθους» οι προτροπές των λίγων να μελετήσουμε ψύχραιμα και ορθολογιστικά την πορεία της Τουρκίας επισκιάστηκαν από άναρθρες ιδεολογικές κραυγές μυωπικών αναλύσεων όσων στο παρελθόν πνίγηκαν πνευματικά στους φιλελευθερισμούς, στους κομμουνισμούς και στους φασισμούς.

Ας μην ξεχνούμε και κάποιους κατεργάρηδες που σιωπούν ακόμη, αλλά λογικά σύντομα θα εκδηλωθούν υπερνταβουτόγλεια ή τυχοδιωκτικά αντινταβουτόγλεια, εξυμνώντας το στρατοκρατικό καθεστώς. Είναι εκείνοι οι ειδικοί της αποδομητικής ιστορικής ανεκδοτολογίας, οι οποίοι προηγήθηκαν κατά πολύ του Νταβούτογλου στη δικαιολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως περίπου αγαθοεργού, δήθεν, συμπολιτείας. Είναι επίσης εκείνοι οι διεθνικοί πλιατσικολόγοι οι οποίοι επί μία δεκαετία δούλευαν εντατικά για να σπρώξουν την Ελλάδα στον κατευνασμό, παραπληροφορώντας την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτική ηγεσία για το τι ακριβώς είναι και το τι ακριβώς κάνει η ομάδα Ερντογάν / Νταβούτογλου.

Μόλις τώρα, νομίζω, αρχίζουν τα δύσκολα και το «Στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου είναι μια ευκαιρία για νέα συζήτηση. Διεθνολογικά μεστές αναλύσεις Ελλήνων προκάλεσαν χιλιάδες πυρά και επιστημονική δολοφονία των συγγραφέων. Είμαι πραγματικά περίεργος, έτσι μάλλον από γούστο, όπως θα έλεγε κι ο Κονδύλης, τι θα προκαλέσει ο Νταβούτογλου με την αμφιλεγόμενη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυσή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου