Tου Σταθη N. Kαλυβα
(καθηγητή του Πανεπιστημίου Yale)
Ακούγοντας τον ανταποκριτή του BBC να περιγράφει το επιχειρούμενο «ντου» στη Βουλή ως απόδειξη πως η αντίσταση είναι εγγεγραμμένη στο εθνικό μας DNA, και διαβάζοντας δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο που ερμήνευαν τα ίδια γεγονότα με αναφορά στον ρόλο της Τουρκοκρατίας στη διαμόρφωση του ψυχισμού μας, απόρησα ξανά για την τεράστια αντοχή κάποιων μύθων και την κυριαρχία τους στο συλλογικό μας φαντασιακό.
Η κυριαρχία τέτοιων μύθων είναι διπλά προβληματική. Από τη μία αποτελούν υποκατάστατα ορθολογικής σκέψης (συνεπώς και εμπόδια γι’ αυτήν) και από την άλλη ενισχύουν την παθητικότητα: αν φταίει η Τουρκοκρατία για το κακό μας ριζικό, γιατί να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι;
Ο τραγικός θάνατος των τριών νέων ανθρώπων λειτουργεί, νομίζω, ως αφορμή για να ξανασκεφτούμε τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο πρόβλημα της «αντιεξουσιαστικής» βίας. Οι μορφές που παίρνουν οι σχετικοί μύθοι είναι τρεις.
Ο πρώτος μύθος είναι ότι η αντίσταση είναι στο DNA του Ελληνα. Δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά σχετικά. Η ευκολία με την οποία επικράτησε το πραξικόπημα του 1967 αρκεί για να ακυρώσει κάθε συμπέρασμα σχετικά με το αντιστασιακό DNA της φυλής μας. Είναι άλλωστε εξόφθαλμη ανακρίβεια στη μυθική εκδοχή της πρόσφατης ιστορίας μας πως η δικτατορία κατέρρευσε εξαιτίας «λαϊκών κινητοποιήσεων».
Ο δεύτερος μύθος, που οδήγησε αρκετούς στο συμπέρασμα ότι η επερχόμενη ύφεση προδικάζει ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές, είναι ότι η βία αποτελεί αναπόφευκτη έκφραση κοινωνικών αντιδράσεων ή «έκρηξη λαϊκής οργής». Ο ίδιος μύθος οδήγησε στον χαρακτηρισμό, με περισσή ευκολία, των γεγονότων του Δεκεμβρίου 2008 ως «εξέγερση», προσδίδοντάς τους μια μαζικότητα και μια ουσία που δεν είχαν. Οι εξεγέρσεις λήγουν συνήθως με θρίαμβο ή καταστολή, όχι όταν εκτονωθούν οι πρωταγωνιστές τους.
Τα στοιχεία που επιμένουν να παραβλέπουν οι αναλύσεις που θέλουν τη βία έκφραση κοινωνικής διαμαρτυρίας, είναι η συχνότητα των επεισοδίων βίας καθώς και τα χαρακτηριστικά της συμμετοχής σε αυτά.
Τα 12 τελευταία χρόνια έγιναν 5.952 εμπρηστικές επιθέσεις από άτομα του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού» χώρου, που σημαίνει ότι κάθε χρόνο σημειώνονται περίπου 500 εμπρηστικές επιθέσεις, από τις οποίες περίπου 400 αφορούν εμπρησμούς στη διάρκεια διαδηλώσεων. Παράλληλα, εκτιμάται πως ο ευρύτερος χώρος που παράγει τη βία αυτή υπολογίζεται το πολύ σε 3.000 άτομα, ενώ ο μαχητικός πυρήνας είναι πολύ μικρότερος. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με μικρές, οργανωμένες ομάδες, όχι με κάποιο μαζικό φαινόμενο. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι πως σε όλο αυτό το διάστημα καταγράφονται μόλις 20 καταδικαστικές αποφάσεις για εμπρησμούς!
Το συμπέρασμα είναι σαφές: ένας που θέλει να κάψει μπορεί κάλλιστα να πορευθεί βάσει του συλλογισμού ότι στατιστικά αποκλείεται να τιμωρηθεί.
Αυτή η οιωνεί νομιμοποίηση της βίας καταρρίπτει τον μυθικό συλλογισμό περί «ξεσπάσματος οργής»: με δεδομένο, δηλαδή, πως η πιθανότητα τιμωρίας για συμμετοχή στο «μπάχαλο» είναι μηδαμινή, ο αριθμός των εμπρησμών και των θυμάτων τους είναι, τελικά, μάλλον μικρός. Αντίθετα, η διαπιστωμένη ατιμωρησία της ανομίας μας δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι κοινωνικό, αλλά αστυνομικό. Δεν αφήνει απλώς έωλα τα επιχειρήματα του τύπου «οι νέοι είναι οργισμένοι που δεν έχουν μέλλον και γι’ αυτό καίνε, σπάνε κ. λπ.», αλλά καταντά χωρίς ιδιαίτερο νόημα η ενασχόληση με τα κίνητρα των δραστών, αφού πάντοτε και παντού υπάρχουν μικρές μειοψηφίες ατόμων με καταστροφικές τάσεις. Το θέμα είναι αν επιτρέπεται να τις εκδηλώνουν ή όχι. Στην Ελλάδα επιτρέπεται.
Η ατιμωρησία θα μπορούσε εύκολα να χρεωθεί στην ανεπάρκεια της Πολιτείας. Υπάρχει, όμως, ένα βαθύτερο ζήτημα που μας φέρνει στον τρίτο απλουστευτικό μύθο, ότι υπάρχει δηλαδή ξεκάθαρος διαχωρισμός της διαμαρτυρίας σε βίαιη (άρα παράνομη και αθέμιτη) και μη βίαιη (άρα νόμιμη και θεμιτή). Είναι αναμφισβήτητο ότι η μεγάλη πλειοψηφία όσων συμμετέχουν σε μια διαδήλωση απορρίπτει τη βία. Και όμως, αφενός ένα μέρος της πλειοψηφίας αυτής αρνείται να πάρει ξεκάθαρη θέση κατά της βίας, απομονώνοντας τους δράστες –πράγμα που φάνηκε με τραγικό τρόπο στην περίπτωση της Marfin– και αφετέρου τίθεται και το ζήτημα μιας στάσης γενικότερης κοινωνικής ανοχής. Τις τελευταίες μέρες διαβάσαμε αρκετά κείμενα και δηλώσεις που συνιστούν έμμεση δικαιολόγηση των φόνων των τριών τραπεζικών, αποδίδοντας στον εργοδότη τους ή και στους ίδιους την ευθύνη, μέσω επιχειρημάτων όπως «δεν τους άφησαν να απεργήσουν», «έπρεπε να σχολάσουν νωρίτερα», «δεν υπήρχαν μέτρα πυρασφάλειας».
Η στάση αυτή αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα, που μπορεί να διατυπωθεί αφοριστικά ως εξής: η κοινωνία αντιδρά έντονα στη βία μόνον όταν ο θύτης εκπροσωπεί το κράτος. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από σειρά ερευνών για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στην τρομοκρατία.
Οπως διαπιστώνει πρόσφατη έρευνα της Αφροδίτης Μπάκα και της Βασιλικής Τρίγκα, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση των Ελλήνων σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς: οι Ελληνες πιστεύουν ως επί το πλείστον πως το κράτος είναι ένας θεσμός που, αντί να προστατεύει τους πολίτες, τους καταδιώκει. Είναι προφανές πως μια τέτοια αντίληψη ευνοεί το κλίμα ατιμωρησίας των μη κρατικών αυτουργών της βίας, και επομένως συμβάλλει στην αύξησή της.
Μπορούν να αναζητηθούν οι ιστορικές καταβολές της νοοτροπίας αυτής (όχι στην Τουρκοκρατία πάντως!) ή να επισημανθούν τα παράδοξά της, όπως το ότι οι ίδιοι άνθρωποι που βλέπουν το κράτος ως εχθρό επιθυμούν διακαώς την πρόσληψή τους απ’ αυτό. Είναι όμως βέβαιο ότι διαιωνίζεται γιατί αποτελεί βολική δικαιολογία ατομικών πρακτικών παραβατικής συμπεριφοράς (φοροδιαφυγή, επικίνδυνη οδήγηση, αντιγραφή στο πανεπιστήμιο κ. λπ.), των πρακτικών δηλαδή που συνέβαλαν να φθάσει η χώρα στο χείλος της αβύσσου.
Αν δεν αλλάξει στάση η Πολιτεία στο θέμα της εφαρμογής του νόμου, και η κοινωνία, στην ανοχή της ανομίας, η βία θα πολλαπλασιάζεται και ίσως θρηνήσουμε περισσότερα θύματα. Γι’ αυτά δεν θα φταίνε η κρίση ή το ΔΝΤ, αλλά η εμμονή μας στους μύθους που ανέφερα, που εν προκειμένω λειτουργούν καλλιεργώντας το υπέδαφος στο οποίο ευδοκιμεί η βία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου