Από την Λαμπρινή Θωμά
«… ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά, και φεύγει για πάντα στα ξένα». Απόηχος της δεκαετίας του εξήντα ο Στέλιος Καζαντζίδης, ως που να κοιτάξεις γύρω σου, να ακούσεις και να καταγράψεις τις φωνές όσων αναζητούν διέξοδο μέσα από το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τη χώρα η τελευταία μιας σειράς ανίκανων κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια μετά τους λυγμούς του «Στελάρα», η ξενιτιά ξαναγίνεται επίκαιρη και ζητείται νέος αοιδός που θα εκφράσει τα βάσανα και τους καυμούς των νεοελλήνων που εγκαταλείπουν ή ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας.
Είχαμε αρχίσει να νιώθουμε ευρωπαίοι και να καμαρώνουμε ως κάτοικοι «χώρας υποδοχής μεταναστών», χωρίς να βλέπουμε πως η απογύμνωση της παραγωγής μας οδηγεί να ξανακυλήσουμε στην μετανάστευση οι ίδιοι. Και αν το εξήντα έφευγαν ανειδίκευτοι εργάτες με προορισμό τα εργοστάσια της Γερμανίας και τις ντάϊνες της Αμερικής, σήμερα φεύγουν νέοι με ένα και δυο πτυχία, με τα μεταπτυχιακά τους και «τα πάντα όλα» τους. Νέοι και νέες που νιώθουν ότι τους διώχνει ο τόπος, πως «δεν χωράνε σε μια άδεια πατρίδα».
Αυτό είναι το μεγαλύτερο ζήτημα, άλλωστε. Τις τελευταίες δεκαετίες καταντήσαμε να ζούμε σε μια άδεια πατρίδα. Άδεια από όραμα, άδεια από προοπτικές, άδεια από ευκαιρίες, άδεια από πίστη στον εαυτό της. Δεν θέλει πολλά για να αποδείξεις την κατάσταση. Αρκεί ένα: ζούμε σε μια χώρα στην οποία ο ύψιστος στόχος της κυβέρνησής της είναι η εξασφάλιση φθηνών δανείων και το μόνο της επίτευγμα η προαγωγή του πολυπολιτισμικού νεφελώματος στου κασσίδη το κεφάλι.
Όσοι έχουμε ασχοληθεί με το επιστημονικό ρεπορτάζ, έστω μια μέρα, ξέρουμε πως η αφαίμαξη αυτή, μεγάλου ποσοστού των αρίστων, δεν είναι νέα υπόθεση. Χαρακτηριστικά, προ διετίας, δημόσια διακήρυξη κορυφαίων ελλήνων πανεπιστημιακών αποκάλυπτε ότι «μόνο στις ΗΠΑ, οι Ελληνες καθηγητές πανεπιστημίου ξεπερνούν τους 3.000, ενώ πάνω από 15.000 Ελληνες διαπρέπουν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Αριθμοί που, ασφαλώς, έχουν αυξηθεί κατακόρυφα λόγω της κρίσης.
Δεν αποτελεί άλλωστε μόνο η «διαρροή εγκεφάλων» ―επιστημόνων και ερευνητών― πρόβλημα. Το δρόμο του εξωτερικού παίρνουν επίσης επίδοξοι νέοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μηχανικοί, πληροφορικοί και πλείστοι άλλοι επαγγελματίες. Όλοι όσοι θα μπορούσαν να εμφυσήσουν μια πνοή καινοτομίας και δημιουργικότητας στην σύγχρονη Ελλάδα. Άνθρωποι με υψηλή μόρφωση και θέση που μέχρι πρότινος θα μπορούσε να θεωρηθεί «αξιοζήλευτη» για τα ελληνικά δεδομένα, άνθρωποι που δεν είναι στην πρώτη τους νιότη, που έχουν οικογένεια, δύο και τρία παιδιά, σκέφτονται αν πρέπει να εγκαταλείψουν τον «Τιτανικό» και να αναζητήσουν τις κάποτε «ευκαιρίες» και σήμερα μόνες διεξόδους τους, αν θέλουν να παραμείνουν ζωντανοί και δημιουργικοί και να προσφέρουν στα παιδιά τους. Ακόμη χειρότερα, εκείνοι οι αθώοι του αίματος - αυτοί που δεν έφαγαν, δεν έκλεψαν, δεν κατασπατάλησαν, δεν ξεπουλήθηκαν και δεν εκμαυλίστηκαν-, οι πεισμωμένοι με το θείο ελληνικό πείσμα που έλεγε «εδώ θα αγωνιστώ», ήδη σιωπούν ή σκύβουν το κεφάλι, ανίκανοι να αντιπαλέψουν την αθλιότητα, τη διαφθορά και την ανικανότητα.
Η επιστημονική αφαίμαξη έχει αρνητικές επιπτώσεις, όχι μόνο σε εμάς που επιμένουμε εδώ, αλλά και σε αυτούς που φεύγουν. Η μετανάστευση, ακόμα και η πλέον λαμπερή από άποψη χρήματος ή αναγνώρισης δεν παύει να είναι ξεριζωμός. Είτε κάποιος ανήκει στους έλληνες που «διαπρέπουν στο εξωτερικό» είτε είναι ανειδίκευτος καμερουνέζος που πουλάει τσάντες στα Προπύλαια, ο πόνος που βιώνει είναι ο ίδιος. Από τους δεκάδες έλληνες πανεπιστημιακούς του εξωτερικού με τους οποίους έχω κατά καιρούς μιλήσει, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη δήλωσε ότι θέλει να γυρίσει «κάποτε» ή που δεν γυρίζει ήδη, όσο μπορεί, όσο αντέχει, έστω και αν πρόκειται για τις τρεις μέρες μεταξύ συνεδρίων και αεροπλάνων από το Παρίσι προς το Χονγκ Κονγκ.
Από όπου και να επιστρέψουν, όμως, η Ελλάδα τους πληγώνει ―και τους ξαναδιώχνει. Κάποιους φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με ένα ληστρικό κράτος, άλλους με την επαρχιώτικη, μικρόνοη ενδοπανεπιστημιακή μας ίντριγκα και διαπλοκή, και όλους ματαιώνοντας τις όποιες δημιουργικές προοπτικές τους. Ούτε βέβαια αναμένει κανείς ανάπτυξη, «πράσινη» ή αλλόχρωμη, σε μια χώρα που εδώ και δεκαετίες αντί να δέχεται επενδύσεις, φυγαδεύει ακόμα και τα ντόπια κέρδη στις τράπεζες της Ελβετίας και στις οφσόρ της Καραϊβικής. Αμα τη εμφανίσει της οικονομικής κρίσης άλλωστε, τα μεγάλα κεφάλαια εγκατέλειψαν τη χώρα. Όπου φύγει φύγει. Γιατί, μπορεί η Ελλάδα ποτέ να μη πεθαίνει, να μη τη σκιάζει φοβέρα καμμιά, αλλά τα παιδιά της δε φαίνεται να κληρονόμησαν το χάρισμα.
ΠΗΓΗ ΣΚΑΙ.GR
Συμφωνω απολυτα με το αρθρο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιμαστε πολλοι που φευγουμε προς τα εξω...