Γράφει ο ΤΥΧΑΙΟΣ
Μ' αρέσει να γράφω αλληγορικά. Να σ' αναγκάζω να διαβάζεις πίσω από τις φράσεις και τις λέξεις και να στοχάζεσαι χωρίς να σε δεσμεύω με τις δικές μου στεγνές - στυγνές - θέσεις και αντιλήψεις.
Μου ζητάς αναγνώστη μου να γράψω κάτι για το μεταναστευτικό. Για να με κρίνεις μετά και να μου κολλήσεις το ταμπελάκι. Ρατσιστής ή ανθέλληνας, συντηρητικός ή προοδευτικός. Ξέρεις εσύ γιατί χρόνια τώρα αυτό κάνεις. Δεν θα σου απαντήσω ευθέως. Δεν θα σου πω τι πιστεύω για το θέμα της ιθαγένειας. Θα σε καλέσω να φανταστείς μαζί μου ότι είναι ντάλα καλοκαίρι σε μια ελληνική γωνιά, στο σταθμό των λεωφορείων...
Πληρώνεις και βγάζεις εισιτήριο, εσύ κι άλλοι πενήντα συνεπιβάτες σου. Το λεωφορείο παλιό, σακάτικο, χωρίς κλιματισμό, μ' ανοιχτά τα παράθυρα να μπαίνει η σκόνη από παντού. Ο οδηγός μεροκαματιάρης. Απλός και ταπεινός άνθρωπος. Ξεκινάτε. Το λεωφορείο γεμάτο, αγκομαχάει στις ανηφόρες.
Στη μέση του πουθενά μια μανούλα με τα τέσσερα παιδάκια της κάνει σήμα στον οδηγό να σταματήσει. Θέση ούτε για δείγμα.
-Άιντε κακομοίρα, ανέβα κι εσύ, της λέει ο οδηγός που η ψυχούλα του δεν τον αφήνει να παρατήσει μια μάνα με τα παιδάκια της μέσα στον ήλιο.
Όρθιοι οι καινούριοι επιβάτες κουτρουβαλάνε μπρος-πίσω κάθε που το λεωφορείο τινάζεται στα κακοτράχαλα. Δεν είχανε ακόμα φτάσει οι δημοτικές εκλογές, βλέπεις! Παρακάτω δυο παλληκάρια, ξεθεωμένα, μισοεξαντλημένα γνέφουν στον οδηγό να τα πάρει μαζί του. Σταματάει. Ανοίγει τις πόρτες.
-Βρε λεβέντες, σαλτάρετε πάνω μη γίνεται σα σκουμπριά στο λιοπύρι. Δεν θα τον άφηνε η συνείδησή του τον οδηγό να παρατήσει δυο παλληκάρια να καούνε στην ερημιά.
Να μη στα πολυλογώ - γιατί μάλλον το πήρες γραμμή - ο οδηγός είχε φτάσει να έχει πενήντα καθιστούς και καμιά εκατοστή αξιοθρήνητους όρθιους. Ζέστη, σκόνη, το λεωφορείο παλιό, ζοριζότανε. Οι επιβάτες που είχανε πληρώσει εισιτήριο από το σταθμό ακόμα, τώρα φωνάζανε. Άλλοι γιατί δεν αντέχανε κι άλλοι λέγανε κάντε υπομονή φτάνουμε. Κάποιοι από τους όρθιους - ταλαιπωρημένοι κι ανήμποροι - ζητούσαν απ' τους επιβάτες να σηκωθούνε για να κάτσουν αυτοί. Κάποιοι τους φοβέριζαν κιόλας τους καθήμενους. Όχι από κακία αλλά από κούραση. Κανείς όμως από τους όρθιους δεν είχε πληρώσει εισιτήριο.
Κάποια στιγμή στη διαδρομή μπαίνει ο εισπράκτορας στο λεωφορείο.
-Να τους κατεβάσετε και να απολύσετε τον οδηγό που τους ανέβασε χωρίς εισιτήριο και μάλιστα χωρίς να υπάρχει θέση! Ουρλιάζανε κάποιοι.
-Είστε ρατσιστές και φασίστες! Απαντούσαν κάποιοι άλλοι. Το λεωφορείο είναι δημόσιο!
-Μα θα κλατάρει με τόσο κόσμο και θα μείνουμε όλοι μαζί στην ερημιά! Υπενθύμιζαν τρίτοι.
Εγώ τώρα θα ρωτήσω εσένανε.
Να κόψει εισιτήριο στους όρθιους ή να τους κατεβάσει; Όλους ή κάποιους απ' αυτούς; Στο δρόμο να πάρει κι άλλους ή το λεωφορείο θα κλατάρει; Όσοι είχαν εισιτήριο από το σταθμό - ιθαγένεια όπως την ξέραμε δηλαδή - τι να κάνουν; Να κατέβουν και να πάρουν άλλο λεωφορείο, και πιο να τους πάρει, ή να συνεχίσουν τη θλιβερή -όπως εξελίχθηκε - διαδρομή τους βλαστημώντας την ώρα που τους έλαχε το κακό;
Κάτσε τώρα να ξαναγράψεις την ιστορία μου. Να δώσει η όχι ο εισπράκτορας ιθαγένεια στους όρθιους που ανέβηκαν στο λεωφορείο που λέγεται Ελλάδα; Κι όσοι είχαν από το σταθμό ακόμα ιθαγένεια τι να κάνουν;
Αλήθεια, εσύ τι θα 'κανες αν ήσουν επιβάτης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου