Περί ευτυχίας




Έρευνα Γερμανών επιστημόνων σύμφωνα με την οποία το όριο ευτυχίας του μέσου γερμανού πολίτη είναι 1370 ευρώ, ανά μήνα, δημιουργεί μια σειρά ερωτημάτων.
Είναι δυνατόν να μετρηθεί η ευτυχία;

Το ερώτημα παραπέμπει στο ζύγισμα των στίχων του Ευριπίδη και του Αισχύλου για να αξιολογηθούν οι καλύτεροι εξ αυτών!
Αλλά τι είναι η ευτυχία; Η ευτυχία είναι μια νεωτερική δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη, η οποία έγινε, σχεδόν, υποχρεωτική λόγω μιας διπλής επανάστασης.
Η πρώτη σημαδεύεται από μία νέα στρατηγική του καπιταλισμού, ο οποίος, περνώντας από το στάδιο της παραγωγής σ’ αυτό της κατανάλωσης, οικειοποιείται την απόλαυση και χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τις ανθρώπινες ορμές και επιθυμίες ως κινητήρες ανάπτυξης της οικονομίας.
Η δεύτερη επανάσταση συνίσταται στη «χειραφέτηση του δυτικού κόσμου από τα δεσμά της συλλογικότητας»(Μπρυκνέρ) έτσι ώστε, εφεξής, ο ρυθμισμένος σαν ρολόι κόσμος να βρίσκεται εντός μας και να μας «καταδικάζει» να είμαστε συνεχώς ευτυχείς.

Αυτή η μεταλλαγή του δικαιώματος στην ευτυχία σε νόμο συνέβη μέσω της ιδέας της κυριαρχίας. Η ιδέα αυτή συνίσταται στην αντίληψη ότι μπορούμε να είμαστε οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας και των ηδονών μας, αφού μπορούμε να τις παράγουμε, να τις έχουμε και να τις επιδεικνύουμε κατά το δοκούν.

Μέχρι εδώ, τίποτα το καινοφανές. Στον Μπωντριγιάρ ο μύθος της ευτυχίας δεν είναι απόρροια κάποιας φυσικής τάσης του ατόμου να την πραγματοποιήσει αλλά παρελκόμενο του μύθου της ισότητας που κυριαρχεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Για να μπορέσει, όμως, η ευτυχία να γίνει το όχημα του εξισωτικού μύθου, πρέπει να μπορεί να μετρηθεί. Ό,τι δεν μπορεί να μετρηθεί και να σημανθεί με ορατά κριτήρια, όπως η ψυχή ή το νόημα, αποκλείονται από το καταναλωτικό ιδεώδες. Η μεγάλη μπλόφα, συνεπώς, των σύγχρονων κοινωνιών είναι η άσκηση της «λευκής μαγείας» με τους αριθμούς, η οποία κρύβει την πραγματικότητα, καθώς και μια οικουμενική δημοκρατική ιδεολογία, που καλύπτει την απούσα δημοκρατία και την ανεύρετη ισότητα.

Ο Τζέρεμυ Ρίφκιν από την πλευρά του αναφέρει ότι η «νέα οικονομία» οδεύει από την εμπορευματοποίηση του χώρου και της ύλης στην εμπορευματοποίηση του χρόνου και της διάρκειας. Οι μεταβολές αυτές μετασχηματίζουν την ίδια τη φύση του καπιταλισμού αφού το βάρος μετατοπίζεται από τη βιομηχανική παραγωγή στην πολιτιστική και στην παροχή υπηρεσιών πολιτισμικού χαρακτήρα.
Οι θεματικές, περίφρακτες πόλεις και τα πάρκα, ο τουρισμός, ο αθλητισμός, τα παιχνίδια και ο τζόγος, η τηλεόραση, η μουσική και ο κινηματογράφος, η εικονική πραγματικότητα του κυβερνοχώρου καθώς και κάθε άλλη μορφή τρόπου ζωής και ψυχαγωγίας «γίνονται ταχύτατα ο πυρήνας ενός υπερκαπιταλισμού που εμπορεύεται την πρόσβαση σε πολιτισμικές εμπειρίες».
Αυτή η οικονομία εμπορευματοποιεί την ίδια την ανθρώπινη «εμπειρία», το παιχνίδι και την «ευθυμία» και αναγάγει τα πάντα σε οικονομικές σχέσεις. Έτσι, οι ανθρώπινες σχέσεις τείνουν να γίνουν πελατειακές! Κι εκεί που νομίζαμε ότι μερικά πράγματα διαφεύγουν της εμπορικής μέτρησης και της οικονομικής αξιολόγησης, τώρα «τιμολογούν» ακόμα και την ανθρώπινη ζωή με τον περίφημο δείκτη Life Time Value (ισόβια αξία), ή την ανθρώπινη ευτυχία, όπως οι Γερμανοί!

O κίνδυνος, όμως, καταστροφής των κοινωνικών θεμελίων από την υπερεμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων και τα ζητήματα της θεσμικής ισχύος και της ελευθερίας απέναντι σε μια νέα μορφή παγκόσμιου μονοπωλίου, που ασκείται πάνω στην ίδια τη ζώσα εμπειρία των ανθρώπων και την «ευτυχία» τους, θα είναι τα μεγάλα προβλήματα των επόμενων χρόνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου