Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1940. ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΩΜΑ ΠΟΥΝΤΑΤΟΡΙ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1940. ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΩΜΑ ΠΟΥΝΤΑΤΟΡΙ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ
Είναι δυο μέρες τώρα που το χιόνι πέφτει πυκνό και οι Ιταλοί έχουν πάψει να βομβαρδίζουν τις ελληνικές θέσεις με το βαρύ τους πυροβολικό. Η απόλυτη ησυχία, αντί να ηρεμεί, κρατάει τα νεύρα σε υπερένταση στις ελληνικές θέσεις, οι οποίες έχουν προκεχωρημένα φυλάκια, αλλά το έδαφος και η διαμόρφωσή του δεν ευνοεί την ανάπτυξη ούτε επιθετικών σχεδίων ούτε εξασφαλίζει αμυντικές στρατηγικές. Στον πιο προχωρημένο λόχο, κοντά στα πρανή του υψώματος, αλλά μέσα στο βεληνεκές του εχθρικού πυροβολικού και σχεδόν με αιθρία, ορατός στόχος του οι Έλληνες στρατιώτες, έκθετοι στα κρυοπαγήματα και ψειριασμένοι έως τον λαιμό, άγρυπνοι, χωρίς εφοδιασμό εδώ και μια εβδομάδα περιμένουν την τελική επίθεση των Ιταλών.
Ο λοχαγός, ένας Ρουμελιώτης ντόμπρος και νηφάλιος σαραντάρης, έχει αντιληφθεί και τον εχθρικό κλοιό και τα ενδεχόμενα μιας επίθεσης και την καταθλιπτική κατάσταση των στρατιωτών του. Μέσα στο πρόχειρο αμπρί του έχει καλέσει τον υπολοχαγό και δύο ανθυπολοχαγούς, τους λοχίες και τους δεκανείς.
Ο λοχαγός, ένας Ρουμελιώτης ντόμπρος και νηφάλιος σαραντάρης, έχει αντιληφθεί και τον εχθρικό κλοιό και τα ενδεχόμενα μιας επίθεσης και την καταθλιπτική κατάσταση των στρατιωτών του. Μέσα στο πρόχειρο αμπρί του έχει καλέσει τον υπολοχαγό και δύο ανθυπολοχαγούς, τους λοχίες και τους δεκανείς.
«Αν μπορούσαμε να τους απασχολήσουμε με κάτι», είπε ο λοχαγός.
«Δεν υπάρχει κανένας μουσικός, κανένα ακορντεόν, μια φλογέρα, βρε αδερφέ, να στήσουμε μια πρόχειρη γιορτή, να πούμε όλοι μαζί τα κάλαντα, να ξεχαστούμε;».
«Μουσικό δεν ξέρω και δεν άκουσα κανένα όργανο μήνες τώρα», είπε ο λοχίας.
«Σταθείτε, αυτό είναι», είπε ένας Πειραιώτης ανθυπολοχαγός. «Έχω στη διμοιρία μου έναν Καραγκιοζοπαίχτη, πολύ γνωστό στον Πειραιά, τον Μίμαρο. Ένα πανέξυπνο μούτρο, αν και λίγο ζευζέκης. Αλλά τι μπορεί να κάνει χωρίς τα εργαλεία του;».
«Πήγαινε να τον φωνάξεις αμέσως», πρόσταξε ο λοχαγός.
Σε λίγο φάνηκε στη θύρα της σκηνής ένας αλλοσούμπαλος φαντάρος, κοντόχοντρος, με αρχινισμένη φαλάκρα, κόκκινη μύτη και μαύρο μουστάκι, όχι άψογα ντυμένος, πράγμα συνηθισμένο στις συνθήκες εκείνες, αλλά σ΄ αυτόν η ακαταστασία έμοιαζε μάλλον γονιδιακή!!
«Είσαι πράγματι Καραγκιοζοπαίχτης, στρατιώτη;» ρώτησε ο λοχαγός. «Πώς σε λένε;».
«Είσαι πράγματι Καραγκιοζοπαίχτης, στρατιώτη;» ρώτησε ο λοχαγός. «Πώς σε λένε;».
«Έχω την τιμή να παρουσιαστώ, στρατιώτης Δημήτρης Μεϊμάρογλου».
«Μίμαρος, δεν είσαι, ρε;», ρώτησε ο λοχίας.
«Είναι το παρατσούκλι μου και το καλλιτεχνικό», είπε υπομειδιώντας ο στρατιώτης.
«Άκου με με προσοχή, φαντάρε», είπε ο λοχαγός. «Βρισκόμαστε, όπως όλοι αντιλαμβάνεστε, σε κλοιό και ο Θεός να βάλει το χέρι του πόσοι θα γλιτώσουμε αν οι “πετεινοί” ρίξουν πάνω μας χαλάζι τις οβίδες και τους όλμους. Ως Έλληνες δεν κιοτεύουμε, αλλά όπως θα ξέρεις κι από την Ιστορία του Δημοτικού, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα πριν από τη μάχη στα Θερμοπύλια χτενίζονταν και σενιαρίζονταν για να πάνε όμορφοι στον Άδη και ο Διάκος, πιο πέρα από τα Θερμοπύλια, στην Αλαμάνα, πριν πλακώσει ο Ομέρ Βρυώνης χόρευε και τραγουδούσε με τα λίγα παλικάρια του και πιο πάνω στο Χάνι της Γραβιάς ο Οδυσσέας ο Ανδρούτσος περιμένοντας τον εχθρό έψηνε αρνιά και γλεντοκοπούσε. Εμείς όργανα να χορέψουμε δεν έχουμε, αρνιά να ψήσουμε δεν έχουμε ούτε λουτρά κι αρώματα να σενιαριστούμε. Παίξε, με Καραγκιόζη να γελάσουμε, να πάμε χαρούμενοι στο Χάρο».
«Κύριε λοχαγέ», είπε ο Μίμαρος, «πώς να παίξω, δεν έχω εργαλεία, μπερντέ, φιγούρες ασετυλίνη, δεν έχω βοηθό».
«Με τη φωνή, μονάχα με τη φωνή, μάστορα», είπε πετάγοντας ο Πειραιώτης ανθυπολοχαγός, «σ΄ έχω ακούσει να μιμείσαι τις φιγούρες διασκεδάζοντας τους φαντάρους στο συσσίτιο».
«Αν φτάνει αυτό, μετά χαράς», είπε ο μάστορας. «Τι θέλετε, τον Καραγκιόζη Νύφη, Γραμματικό, τον Κατηραμένο Όφι, τη Νίλα του Δράμαλη ή τον Καπετάν Γκρη; Εκτός αν πεθυμάτε τον Καραγκιόζη Προφήτη».
«Αν φτάνει αυτό, μετά χαράς», είπε ο μάστορας. «Τι θέλετε, τον Καραγκιόζη Νύφη, Γραμματικό, τον Κατηραμένο Όφι, τη Νίλα του Δράμαλη ή τον Καπετάν Γκρη; Εκτός αν πεθυμάτε τον Καραγκιόζη Προφήτη».
«Αυτό», είπε ο λοχαγός. «Πες καμιά καλή προφητεία και για το πεπρωμένο μας. Δώσε ελπίδα».
«Εντάξει, κύριε λοχαγέ. Και πού θα παίξω;».
«Εδώ, δίπλα στο μαγκάλι με τους κυρίους αξιωματικούς τριγύρω και τους φαντάρους απ΄ έξω, δεν χωράνε μέσα. Ευτυχώς που το χιόνι αραίωσε».
Οι αξιωματικοί αμολήθηκαν στο στρατόπεδο και ξεσήκωσαν τους στρατιώτες, οι οποίοι δύσθυμοι, κουρασμένοι και άγρυπνοι, αξύριστοι, με το ζόρι μαζεύτηκαν έξω από το αμπρί του λοχαγού. Ο Μίμαρος κάθησε πάνω σ΄ έναν ενσωματωμένο βράχο στη σκηνή και χωρίς φιγούρες, χωρίς μπερντέ, χωρίς κλαρίνο άρχισε να «παίζει» τον Καραγκιόζη Προφήτη. Περνούσε από τη μια φωνή στην άλλη και για όσους τον έβλεπαν (οι αξιωματικοί, οι στρατιώτες μόνο τον άκουγαν) κουνούσε με επιδεξιότητα τα χέρια του χειριζόμενος φανταστικές φιγούρες. Είχε κέφια, οίστρο, ευρήματα, λεκτικό χείμαρρο, ξεκαρδιστικές ατάκες και το υπέροχο λαϊκό χιούμορ, την ειρωνεία και την αριστοφανική ευφορία του ελληνικού Θιάσου Σκιών.
Οι φαντάροι και οι αξιωματικοί σιγά σιγά λύθηκαν, παραδόθηκαν στη γοητεία του αρχιμάστορα και αφέθηκαν στις παιδικές τους αναμνήσεις, όπου ο Καραγκιόζης κυριαρχούσε στη λαϊκή διασκέδαση, μεγάλων και μικρών.
Οι αξιωματικοί αμολήθηκαν στο στρατόπεδο και ξεσήκωσαν τους στρατιώτες, οι οποίοι δύσθυμοι, κουρασμένοι και άγρυπνοι, αξύριστοι, με το ζόρι μαζεύτηκαν έξω από το αμπρί του λοχαγού. Ο Μίμαρος κάθησε πάνω σ΄ έναν ενσωματωμένο βράχο στη σκηνή και χωρίς φιγούρες, χωρίς μπερντέ, χωρίς κλαρίνο άρχισε να «παίζει» τον Καραγκιόζη Προφήτη. Περνούσε από τη μια φωνή στην άλλη και για όσους τον έβλεπαν (οι αξιωματικοί, οι στρατιώτες μόνο τον άκουγαν) κουνούσε με επιδεξιότητα τα χέρια του χειριζόμενος φανταστικές φιγούρες. Είχε κέφια, οίστρο, ευρήματα, λεκτικό χείμαρρο, ξεκαρδιστικές ατάκες και το υπέροχο λαϊκό χιούμορ, την ειρωνεία και την αριστοφανική ευφορία του ελληνικού Θιάσου Σκιών.
Οι φαντάροι και οι αξιωματικοί σιγά σιγά λύθηκαν, παραδόθηκαν στη γοητεία του αρχιμάστορα και αφέθηκαν στις παιδικές τους αναμνήσεις, όπου ο Καραγκιόζης κυριαρχούσε στη λαϊκή διασκέδαση, μεγάλων και μικρών.
Έσπασε τον πάγο της κατάθλιψης
Υπακούοντας ο Μίμαρος στη συμβουλή του λοχαγού, ενέταξε αυτοσχεδιάζοντας στις προφητείες του Καραγκιόζη τη Νίκη των Ελλήνων, την επιστροφή στα σπίτια τους, στα πανηγύρια που τους ετοιμάζουν τα μετόπισθεν, στις αγαπητικές που τους περιμένουν με τη νυχτικιά και στα γεμάτα βαρέλια κρασί που για χάρη τους θα ανοιχτούν για το μεγάλο γλέντι.
«Έπαιζε» με τη φωνή και τις φανταστικές φιγούρες σαράντα λεπτά. Έσπασε τον πάγο της κατάθλιψης, τη νύστα, την πείνα, τον φόβο του θανάτου. Ο λοχαγός ενθουσιάστηκε, τον φίλησε σταυρωτά και του έδωσε μισή κουραμάνα.
Σε τρεις ώρες, ξημερώματα, το χιόνι είχε κοπάσει, άρχισε ο ιταλικός κανονιοβολισμός. Ο ελληνικός προκεχωρημένος λόχος είχε βαριές απώλειες. Το κανονίδι κράτησε τρεις μέρες και νύχτες. Την τρίτη νύχτα, μετά το προφητικό του Μίμαρου, ο Χάρος συνάντησε στη λαγκαδιά τον λοχαγό.
ΥΓ: Πηγή αυτού του κειμένου τα απομνημονεύματα του μεγάλου Καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρου. Σκέφτομαι μήπως, λέω μήπως, ο Ελύτης στρατιώτης στην Αλβανία κάτι ήξερε, αφού στο «Άξιον Εστί» έχει δυο κείμενα εξαίσια «Πορεία στο Μέτωπο» και «Προφητικόν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου