Μετά και την ολοκλήρωση της συζήτησης των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή δεν μπορεί παρά να ευχηθεί κανείς καλή επιτυχία στη νέα κυβέρνηση. Η κατάσταση στην οικονομία, και ιδίως στα δημόσια οικονομικά με την έκρηξη του ελλείμματος και του χρέους στο 12% και στο 120% του ΑΕΠ αντίστοιχα, είναι πραγματικά εξαιρετικά δύσκολη, όπως την περιέγραψε. Αν κάτι λείπει όμως ακόμα από την παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος, αυτό είναι ο σαφής προσδιορισμός του κόστους που θα απαιτήσει η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή παράλληλα με την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, οι προτάσεις για το πώς μπορεί να κατανεμηθεί αυτό το κόστος στην κοινωνία.
Τα 10 δισ. ευρώ που προτίθεται η κυβέρνηση να εξοικονομήσει το 2010, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες και αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα ώστε να αρχίσει να περιορίζεται το δημόσιο έλλειμμα, είναι ένα τεράστιο μέγεθος. Ασύλληπτο για τον «μέσο πολίτη», τη «μέση οικογένεια» που δηλώνει ότι θα προστατεύσει. Εξίσου μεγάλη προσπάθεια θα απαιτηθεί άλλωστε και τα επόμενα χρόνια.
Οπωσδήποτε πρέπει να εντοπιστούν οι αρκετά περισσότεροι από τους 3.000 που δήλωσαν πέρυσι ετήσιο εισόδημα πάνω από 200.000 ευρώ, όπως τους κατονόμασε ο υπουργός Οικονομικών, οι μεγάλες ακίνητες περιουσίες που μένουν αφορολόγητες καθώς καταγράφονται σε offshore εταιρείες, να καταργηθούν απαλλαγές, να χτυπηθεί η διαφθορά και η συναλλαγή στις εφορείες.
Σωστά διαλύονται πλήθος δαπανηρές επιτροπές, θα ελεγχθούν οι υψηλές αμοιβές διοικητικών συμβουλίων στον δημόσιο τομέα, σωστά επίσης και ουσιαστικά είναι τα άλλα μέτρα που διέγραψε ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου για τον εξορθολογισμό του συστήματος των προμηθειών, το διπλογραφικό σύστημα καταγραφής των δαπανών παντού, την αξιολόγηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων από μηδενική βάση κ.λπ. Όλα αυτά θα ήταν απολύτως επιβεβλημένα και στην περίπτωση που το δημόσιο έλλειμμα θα υπολογιζόταν σε ένα 4% ή 5% του ΑΕΠ, που το δημόσιο χρέος θα ήταν μικρότερο από το 100% του ΑΕΠ. Αρκούν όμως σε συνθήκες «δημοσιονομικού εκτροχιασμού», όταν ταυτόχρονα επιδιώκεται η ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, της παιδείας, των επενδύσεων, η αύξηση μισθών και συντάξεων πάνω από τον πληθωρισμό; Μπορούμε να βγούμε από την κρίση χωρίς μιαν αποφασιστική παρέμβαση στην κατανομή του εισοδήματος, του πλούτου, των πόρων;
Oλοκληρωμένη εικόνα για την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου στη χώρα μας δεν έχουμε.
Oλοκληρωμένη εικόνα για την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου στη χώρα μας δεν έχουμε.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων λίγο βοηθάνε, αφού μεγάλος όγκος εισοδημάτων δεν δηλώνεται, ακόμα λιγότερο δηλώνονται οι περιουσίες. Από την κοινοτική έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, την πιο έγκυρη πηγή που διαθέτουμε, ξέρουμε όμως ότι σταθερά από το 1994 μέχρι το 2006 το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού στην Ελλάδα είχε έξι φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%. Ξέρουμε επίσης ότι αυτό το πλουσιότερο 20% έπαιρνε το 40% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% μόλις το 6,7%. Αλλά αυτό το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είναι πολλοί άνθρωποι, δύο εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες. Και αυτοί είχαν το 2006, τελευταίο έτος για το οποίο έχουν δημοσιευθεί στοιχεία, μέσο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα 42.300 ευρώ. Δεν πρόκειται δηλαδή για ποσό χλιδής.
Πώς εξελίχθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες τα τρία χρόνια που ακολούθησαν δεν το γνωρίζουμε, έχουμε κάθε λόγο όμως να υποθέτουμε ότι οξύνθηκαν κι άλλο. Θα συνεχίσουμε έτσι, χωρίς αυτοί οι πολυάριθμοι σχετικά εύποροι, με οικογενειακό εισόδημα 40, 45, 50, 60 χιλιάδες, να συμβάλλουν αναλογικά περισσότερο, επιρρίπτοντας στην πραγματικότητα το κόστος στους πολύ πιο πολλούς φτωχότερους, στο όνομα τού ότι θα έπρεπε να πληρώσουν οι «πραγματικά πλούσιοι», όπως θέλει καθένας να τους ορίζει;
Ρητά δεν έχει προταθεί, πιθανώς από τον φόβο αντιστάσεων. Ίσως όμως ένας τέτοιος φόβος να μην είναι τόσο βάσιμος. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, που δημοσίευσε προχθές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αναπτυξιακή βοήθεια σε καιρούς κρίσης, σε μεγαλύτερο βαθμό από πολίτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών αναγνωρίζουμε στην Ελλάδα το πρόβλημα της φτώχειας, βρίσκουμε ότι δεν προβάλλεται αρκετά στα μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζουμε τη βοήθεια προς τους λαούς των αναπτυσσομένων χωρών, θεωρούμε ανεπαρκή τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητάμε να αυξηθεί. Οι απαντήσεις αφορούν βέβαια τη βοήθεια στις φτωχές χώρες από την Ευρώπη, από την οποία και εμείς έχουμε συνηθίσει να λαμβάνουμε. Αλλά δεν αποκλείεται η αυξημένη ευαισθησία για τη φτώχεια να σημαίνει και κάτι παραπάνω. Θα είχε ενδιαφέρον μια έρευνα που θα μετρούσε τη διάθεση αλληλεγγύης στο εσωτερικό της χώρας σήμερα. Είναι μια συζήτηση που θα άξιζε να ανοίξει.
Ρητά δεν έχει προταθεί, πιθανώς από τον φόβο αντιστάσεων. Ίσως όμως ένας τέτοιος φόβος να μην είναι τόσο βάσιμος. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, που δημοσίευσε προχθές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αναπτυξιακή βοήθεια σε καιρούς κρίσης, σε μεγαλύτερο βαθμό από πολίτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών αναγνωρίζουμε στην Ελλάδα το πρόβλημα της φτώχειας, βρίσκουμε ότι δεν προβάλλεται αρκετά στα μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζουμε τη βοήθεια προς τους λαούς των αναπτυσσομένων χωρών, θεωρούμε ανεπαρκή τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητάμε να αυξηθεί. Οι απαντήσεις αφορούν βέβαια τη βοήθεια στις φτωχές χώρες από την Ευρώπη, από την οποία και εμείς έχουμε συνηθίσει να λαμβάνουμε. Αλλά δεν αποκλείεται η αυξημένη ευαισθησία για τη φτώχεια να σημαίνει και κάτι παραπάνω. Θα είχε ενδιαφέρον μια έρευνα που θα μετρούσε τη διάθεση αλληλεγγύης στο εσωτερικό της χώρας σήμερα. Είναι μια συζήτηση που θα άξιζε να ανοίξει.
ΠΗΓΗ: TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου