Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΒΑΛΙΑ
Ενα από τα ελαττώματα των πρώην πρωθυπουργών είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται πότε έρχεται η ώρα να πάνε σπίτι τους. Πότε ολοκληρώνουν τον… βιοϊστορικό τους κύκλο στον δημόσιο βίο, όπως θα έλεγε και ο λεξιπλάστης Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Οι πολιτικοί, ιδίως στην Ελλάδα, πιστεύουν ότι είναι πάντα χρήσιμοι. Ακόμη κι αν έχουν αποδοκιμαστεί από το εκλογικό σώμα με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, ελπίζουν ότι θα ‘ρθει η στιγμή που θα επιστρέψουν από την πίσω πόρτα, για να μεγαλουργήσουν ως «χρυσές εφεδρείες» του τόπου.
Σε μια τέτοια λογική πυκνώνουν εσχάτως τα σενάρια που θέλουν τον Αλέξη Τσίπρα να επιστρέφει σε ένα είδος… πατερούλη – καθοδηγητή της πελαγωμένης και σπαρασσόμενης ελληνικής Κεντροαριστεράς. Γιατί οι υπόλοιποι μνηστήρες που διαγκωνίζονται δεν διαθέτουν-τάχα- το ειδικό βάρος. Είναι «τσικό» μπροστά στον Αλέξη.
Ωραία! Μόνο που όσοι διακινούν αυτά τα σενάρια, συμπεριλαμβανομένου πιθανώς και του ίδιου του Αλέξη, δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι το πολιτικό κεφάλαιο Τσίπρας στη χώρα έχει τελειώσει προ πολλού.
Ο συγκεκριμένος πρώην πρωθυπουργός υπήρξε στη συνείδηση του εκλογικού σώματος, ειδικά αυτού που έχει απομείνει και παρίσταται στις κάλπες, ίσως ο πιο… χρεοκοπημένος της Μεταπολίτευσης. Το μοναδικό του πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους είναι ότι σίγουρα δεν έκανε «προσωπικό ταμείο».
Κατά τα άλλα, εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη τραγικά ελλιπής. Αποδείχτηκε, εκτός από λαοπλάνος, και ασυγχώρητα αφελής.
Την αφέλειά του αυτή πλήρωσε ο ελληνικός λαός, που είδε τις ελπίδες του για απαλλαγή από τη μνημονιακή ομηρία να εξανεμίζονται μέσα από την πλαστογράφηση της δικής του ετυμηγορίας. Και είναι βέβαιον ότι τα τεράστια ποσοστά της σημερινής αποχής οφείλονται εν πολλοίς στην απογοήτευση και την πικρία για εκείνη την καλοκαιρινή προδοσία του 2015, όταν το περήφανο «όχι» του δημοψηφίσματος μετατράπηκε εν μια νυκτί στην πιο ντροπιαστική συνθηκολόγηση που γνώρισε η πατρίδα μας σε συνθήκες ειρήνης.
Το στίγμα αυτής της προδοσίας φέρει δυστυχώς την ανεξίτηλη υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα, που ξεκίνησε για να δώσει την «μητέρα των μαχών», χωρίς να έχει μελετήσει στοιχειωδώς ούτε τις μετεωρολογικές συνθήκες στο θέατρο του πολέμου.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο νεαρός τότε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε αγνές προθέσεις αλλά ταυτόχρονα ανεπίτρεπτη πολιτική απαιδευσιά, μαζί με έπαρση εντελώς αδικαιολόγητη για το διαμέτρημά του. Σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό πεδίο διαπραγματεύσεων, δεν ήξερε τι του γινόταν. Πίστευε ότι χάρη στη δική του προσωπική αύρα, που δεν ήταν δα και τόσο… διαπλανητική, θα κατάφερνε να ηγηθεί ενός μετώπου «κυβερνώσας Αριστεράς» στον ευρωπαϊκό Νότο και έτσι να στριμώξει τους πιστωτές, την τρόικα, το ΔΝΤ και τα γεράκια των αγορών ταυτόχρονα.
Στην προσπάθειά του αυτή επιστράτευσε ως υπουργό Οικονομικών έναν κλόουν, που σε αντίθεση με τον ίδιο μιλούσε ωραία αγγλικά, αλλά επίσης δεν καταλάβαινε γρι από τον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων και νόμιζε ότι θα βρει το δίκιο του ηχογραφώντας στα κρυφά τις συνεδριάσεις του ECOFIN.
Kαι οι δυο τους ταπεινώθηκαν μέχρι εκεί που δεν πάει από τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους, χωρίς από την άλλη να εγείρουν ζητήματα που πραγματικά θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει «αντιπερισπασμούς» όπως η καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων.
Το πείραμα «αντίστασης» του Τσίπρα κράτησε μόλις έξι μήνες.
Στο τέλος, αφού διασύρθηκε από τη Μέρκελ, βάφτισε το κρέας ψάρι και ξεφορτώθηκε το μισό του κόμμα μαζί με τον μιζιμπόντη υπουργό του, για να συνεχίσει να κυβερνά περήφανα και… μνημονιακά.
Υπό τη δαμόκλεια σπάθη των δανειστών στη διαχείριση των μακροοικονομικών δεν τα πήγε ιδιαίτερα άσχημα, μέχρι που έφτιαξε και «μαξιλάρι», το οποίο ξοδεύει σήμερα ανερυθρίαστα η σημερινή κυβέρνηση, χωρίς να αποδίδει λογαριασμό.
Πάνω, λοιπόν, που τα πράγματα ψιλοτσουλούσαν (όχι πολύ χειρότερα από σήμερα), ο ηγέτης αποφάσισε να ξεδιπλώσει και τις διπλωματικές του αρετές στον τομέα της γεωστρατηγικής. Βρήκε έναν άλλο ιδιόρρυθμο που υποδυόταν τον υπουργό Εξωτερικών και έστησε με τις ευλογίες Γερμανών και Αμερικανών την περιβόητη… λύση του Σκοπιανού εις βάρος της Ελλάδας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, για την οποία σήμερα ο κ. Τσίπρας επαίρεται μοιράζοντας βραβεία, αποτελεί επιτομή κακής διπλωματικής διαπραγμάτευσης.
Πρώτον, γιατί απέτυχε παταγωδώς να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας ως προς τον σφετερισμό τουλάχιστον του επιθέτου «μακεδονικός», κυρίως όμως, γιατί, παρότι ανισομερής (εις βάρος της χώρας μας), είναι μια συμφωνία στα χαρτιά. Δεν εφαρμόζεται ούτε διμερώς ούτε διεθνώς, με τους Σκοπιανούς να μας κουνάνε το δάχτυλο και να μας βγάζουν τη γλώσσα.
Οι Πρέσπες, λοιπόν, δεν έγιναν για να λυθεί ένα χρονίζον ζήτημα, να απαλλαγούμε από την οικειοποίηση του ονόματος της Μακεδονίας και να βελτιωθούν οι σχέσεις με τους γείτονες.
Εγιναν απλώς για να διευκολύνουν την είσοδο του υβριδικού αυτού κράτους στο ΝΑΤΟ και τις ευρωπαϊκές δομές, κατ’ επιταγήν της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου, που, όπως είναι φυσικό, βλέπουν πλέον τον πάλαι ποτέ επαναστάτη της Αριστεράς με άλλο μάτι. Πολύ πιο συγκαταβατικό. Γι’ αυτό του επιφύλαξαν και ένα ευρωπαϊκό θεσμικό ρολάκι στο Συμβούλιο της Ευρώπης, να χαριεντίζεται δίπλα στην πρωθιέρεια της ξενόδουλης υποτέλειας που πρόδωσε τους Σέρβους.
Δυστυχώς, για αυτούς όμως το όνομα Τσίπρας έχει καεί αμετάκλητα. Το έκαψε ο ίδιος με τις αστοχίες του, φρόντισε όμως να το κάψει και μια άριστα ενορχηστρωμένη εκστρατεία «δολοφονίας» χαρακτήρα που υλοποίησε με τα καλοπληρωμένα μέσα επιρροής ο βασικός του αντίπαλος, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στα χρόνια της αρχηγίας του, ο Μητσοτάκης, που αποδεικνύεται, αν μη τι άλλο, μετρ της χειραγώγησης συνειδήσεων, τον έθαψε για τα καλά τον Τσίπρα. Τον κατέστησε συνώνυμο της αποτυχίας, του επαρχιωτισμού, της αγραμματοσύνης και της αριστεροκαφρίλας.
Δεν κατάφερε μονάχα να…
του προσθέσει και τη ρετσινιά του λαμόγιου, γιατί αυτό θα… πήγαινε πολύ.
Ο Τσίπρας έγινε αδιαμαρτύρητα σάκος του μποξ από τα φερέφωνα του Μητσοτάκη. Η αδυναμία του να αμυνθεί πειστικά προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο της πολιτικής του ανεπάρκειας. Εδώ δεν κατάφερε να αμυνθεί απέναντι στους εσωκομματικούς του επικριτές, τους οποίους καθάρισε… σαν αβγό ο αδαής στην αριστερή ίντριγκα Κασσελάκης, αποδεικνύοντας ότι η αναφορά τους στην κοινωνία είναι μηδενική.
Σήμερα, αντί να επιτίθεται στο καθεστώς Μητσοτάκη, ο Τσίπρας περιφέρεται σαν το δαρμένο σκυλί και απολογείται στο σύστημα (διεθνές και εγχώριο) ακόμη και για όσα ελάχιστα έπραξε σωστά, όπως η υπόθεση της Νοβάρτις.
Ξορκίζει τους πατριωτικούς αγώνες της Αριστεράς, φτάνοντας να μαζεύει δίπλα του γυρολόγους τύπου Μαρατζίδη, στήνει αποστάσεις από το «lifestyle φαινόμενο Κασσελάκη», κρατάει γέφυρες με τους τελειωμένους που αποσχίστηκαν και εσχάτως εκδηλώνει ενδιαφέρον για την επανασύνταξη της Αριστεράς στη χώρα.
Λυπάμαι, αγαπητέ Αλέξη, αλλά δεν θα πάρουμε. Ο τόπος δεν έχει ανάγκη ακόμη έναν καραβοτσακισμένο υπηρέτη του συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου