ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΝΕΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ο πλαστικός θρόνος της δημοκρατίας

 

Του Μιχάλη Τσιντσίνη

Κάθε πολιτισμός έχει τα φετίχ του. Πέρα από τα επίσημα σύμβολα, στα οποία η κρατική ιδεολογία απονέμει λειτουργία εμβλήματος, τα μέλη της πολιτισμικής κοινότητας αναγνωρίζουν σιωπηρώς ορισμένα αντικείμενα ως φορείς νοήματος.

Στον πολιτισμό της πρώιμης Μεταπολίτευσης, τον κυριαρχούμενο από τον πυρετό της πολιτικοποίησης, τέτοιο αντικείμενο ήταν το αμπέχονο. Κι ύστερα το ζιβάγκο του Ανδρέα, που σήμαινε, περισσότερο από την εσκεμμένη αντισυμβατικότητα, τον μεταβολισμό της αριστερής ανατρεπτικότητας σε στυλιστική εκζήτηση. Στον καιρό της δημοκρατίας, ο σοσιαλισμός είχε πια γίνει, από ιδέα που κυνηγιέται, αξεσουάρ που φοριέται.

Αλλά από την ανοιχτή πινακοθήκη της ανέμελης –της μεταπυρετικής– δημοκρατίας τι θα διαλέγαμε;

Ποιο αντικείμενο μας συνοψίζει;

Ποιο καθρεφτίζει τη συλλογική μας όψη;

Μήπως το καλαμάκι του φραπέ;

Μήπως το άδειο καύκαλο ενός αστακού που έχει αφεθεί, λουσμένο στις σάλτσες, να το κανιβαλίζουν οι μύγες του Αυγούστου;

Αν έπρεπε να διαλέξει κανείς ένα αντικείμενο, αυτό θα ήταν μάλλον η μονομπλόκ πλαστική καρέκλα.

Στα ηλεκτρονικά καταστήματα τη βρίσκει σήμερα κανείς εξευγενισμένη ως «καρέκλα εξωτερικού χώρου». Αλλά στα πενήντα χρόνια της μεταπολιτευτικής ζωής εισήχθη και πρωταγωνίστησε ως «καρέκλα του γύφτου».

Κανείς δεν την αγάπησε για την ομορφιά της. Αλλά και κανείς δεν μπόρεσε να της αντισταθεί.

Εγινε πυλώνας του υπαίθριου ελληνικού βίου. Σκηνογράφησε λαϊκά πανηγύρια και κομματικά φεστιβάλ. Διαρρύθμισε τη νωχέλεια στις αυλές των μικροαστικών εξοχικών και στα μπαλκόνια λαϊκών διαμερισμάτων. Στήριξε την έξω ζωή στις κοινότητες της επαρχίας και της αστικής περιφέρειας, όπου συχνά λάμβανε θέση όχι μόνο στο πεζοδρόμιο, αλλά και μέσα στον δρόμο, εκεί που συναντιόταν τα καλοκαιρινά βράδια η γειτονιά και διαμόρφωνε τον δικό της δημόσιο μικροχώρο.

Ανθεκτική, αν και όχι πολύ στέρεη, η καρέκλα του γύφτου έμοιαζε με τη μεταπολιτευτική δημοκρατία: Ολοι αναπαύονταν σε αυτή, αλλά κανείς δεν την αναγνώριζε ρητώς ως «πατρίδα» του. Ολοι την κατοικούσαν, περιφρονώντας την. Κι εκείνη τους δεχόταν όλους και τους περιέβαλλε με βουβή «ανεξιθρησκία» – αδιακρίτως.

Εκείνες οι λοξές στοίβες, όπου η μια πλαστική καρέκλα βάζει τα πόδια της μέσα στην άλλη, σαν να αναπαριστούσαν και την πλέξη της μεταπολιτευτικής συλλογικότητας: Υπάρχει μεν κάθετη διάταξη, αλλά χωρίς ξεκάθαρη τάξη. Οι πάνω δεν ξεχωρίζουν μορφολογικά από τους κάτω. Ολοι είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Οπως ο σωρός με τις πλαστικές καρέκλες, έτσι και η μεταπολιτευτική κοινωνία κατάφερε να σταθεί όχι σε σαφή διαστρωμάτωση, αλλά σε μια μίγδην συσσωμάτωση, όπου οι ταξικές διαφορές δεν διαταράσσουν την πολιτισμική ομοιογένεια.

Πενήντα χρόνια μετά, αυτή η άτυπη καρέκλα που πλάστηκε για να υποδέχεται δημοκρατικότατα όλους τους κώλους, τρέπεται από σύμβολο ανεμελιάς σε έδρα της ανασφάλειας.

Είναι από ένοχο υλικό –το ρυπαρό πλαστικό– και ανακαλεί έναν απειλούμενο τρόπο ζωής:

Σε λίγο ποιος θα θέλει να άρει την καρέκλα του για να αράξει έξω με σαράντα βαθμούς τη νύχτα;

Ποιος θα παραθερίζει;

Ποιος θα έχει αυλή σε εξοχική κατοικία για να επιπλώσει;

Ποιος θα θυμάται ότι κάποτε η ευημερία ήταν τόσο φθηνή;

Δίνοντας υπόσταση σε μια διαρκώς εκκρεμή ταυτότητα, η καρέκλα του γύφτου (δηλαδή του απωθημένου μας εαυτού) ιστορεί τη γενετική αδυναμία της δημοκρατίας:

 

Ποτέ δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει τις προσδοκίες που η ίδια καλλιεργεί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου