Του Παντελή Σαββίδη
Σε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο, η αξιοπιστία της
οποίας έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με το νόημά της, ένας ανθρωπολόγος
έκανε με τα παιδιά μιας αφρικανικής φυλής ένα πείραμα: άφησε στη ρίζα
ενός δένδρου ένα καλάθι με διάφορα φρούτα, και τους είπε πως θα τα πάρει όποιο
παιδί φτάσει πρώτο. Το αποτέλεσμα τον εξέπληξε. Τα παιδιά πιάστηκαν χέρι-χέρι
και έφθασαν μαζί στη ρίζα του δένδρου. Όταν τα ρώτησε γιατί το έκαναν,
απάντησαν: Ubuntu.
Ubuntu είναι μια αρχαία αφρικανική λέξη που σημαίνει «ανθρωπιά προς τους άλλους». Συχνά περιγράφεται ότι μας υπενθυμίζει πως «είμαι
αυτό που είμαι εξαιτίας αυτού που είμαστε όλοι».
Δεν είναι τυχαίο ότι ονομάστηκε έτσι και ένας ανοικτός
κώδικας του Linux.
Πέρα από την αμφισβήτηση του ποιος, παραδοσιακά,
θεωρείται πολιτισμένος λαός (η αφρικανική αυτή φυλή ή οι Ευρωπαίοι), η ιστορία
θέτει το ζήτημα της επικίνδυνης παρακμής –μέχρι εξαφανίσεως– μιας
κατακερματισμένης και διαιρεμένης κοινωνίας από την οποία εξέλιπε ένα αξιακό
σύστημα που την κρατούσε συνεκτική.
Η ελληνική κοινωνία έχει αυτά τα παρακμιακά
χαρακτηριστικά που, επιπλέον, την κατέστησαν μαλθακή. Έχει,
δηλαδή, τα χαρακτηριστικά μιας διαίρεσης και ενός επικίνδυνου ανταγωνισμού που
διατρέχει την ιστορία της από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας.
Γνωρίζει, ή θέλει να μάθει ποια είναι και που
πάει; Χρειάζεται επαναπροσδιορισμό με βάση τα ρεύματα που διέτρεξαν την ιστορία
της;
Αν η μαλθακότητα, η χαλαρότητα, ο ιδεολογικός
και ταυτοτικός χυλός θεωρούται στοιχείο υπέρβασης αντιπαραθέσεων του παρελθόντος,
αληθών ή ψευδών, ποιος θα την υπερασπιστεί σε ώρα ανάγκης; Μήπως οδεύει προς
εξαφάνιση;
Μήπως αναζητά τους νέους Φαναριώτες που θα
συνεργαστούν με τον ισχυρό παράγοντα της περιοχής ανακυκλώνοντας την ιστορία
και σώζοντάς την αφού την υποδουλώσουν;
Στην Ελλάδα, σε κοινωνικό επίπεδο υπάρχει ένας
διακριτός διχασμός ως προς την επιλογή στο εθνικό ζήτημα και τον στρατηγικό
προσανατολισμό (Δύση-Ανατολή), στο πολιτικό πεδίο ένας
κατακερματισμός στο ελάχιστο δυνατό ποιοτικό επίπεδο, σε κυβερνητικές επιλογές
μια αναντιστοιχία πολιτικών και λαϊκής βούλησης, μια τυραννία της
πλειοψηφίας, όπως θα έλεγε ο Κ. Μητσοτάκης, σε πνευματικό από τις χειρότερες
στιγμές της ιστορίας του τόπου, σε οικονομικό η καταλήστευση του κράτους και σε
επιλογές σύγχρονοι Φαναριώτες.
Από το 1830-32 που απέκτησε την ανεξαρτησία της, η χώρα
δεν έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια της.
Περνά συχνά πτωχεύσεις, είναι καταχρεωμένη, ενώ σοβαροί
οικονομολόγοι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης σαν και αυτήν που
πέρασε προσφάτως η χώρα.
Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αμφισβητούνται (κυβερνούν
με το 11,5% του εκλογικού σώματος), αλλά οι υπαρκτές εναλλακτικές προτάσεις
είναι παιδαριώδεις.
Η χώρα επιβιώνει χάρη στην μέθοδο της
προσκόλλησης και της προστασίας. Και αναστέλλει την άσκηση των δικαιωμάτων
της για να ηρεμήσει την προκλητική δύναμη της περιοχής, την Τουρκία, η οποία
πάντα κάτι κερδίζει. Όταν κερδίζει ο ένας, χάνει ο άλλος. Εκτός και αν
θεωρούμε κέρδος την επισφαλή ηρεμία.
Η αρχή έγινε με τη Διακήρυξη Φιλίας η οποία,
στη διχασμένη ελληνική κοινωνία, παρουσιάσθηκε ως μέγιστη επιτυχία αποφυγής του
πολέμου. Απεκρύβη ότι το ακριβό τίμημα εξαγοράς «φιλίας» ήταν ένα νέο casus
belli. Αν η Ελλάδα ασκήσει τα δικαιώματά της, παραβιάζει τη Διακήρυξη. Και
θα τιμωρηθεί με την απειλή επαναφοράς της έντασης. Πρέπει, ακόμη και αυτά για τα
οποία την παρέπεμψε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η Επιτροπή, όπως η οριοθέτηση
θαλάσσιων χώρων, να τα ασκήσει σε συνεννόηση και συνεργασία με την Τουρκία. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Ο προστάτης εξήγγειλε εδώ και
καιρό ότι η καλύτερη επιλογή για την αξιοποίηση ενεργειακών κοιτασμάτων στην
Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, όπου υπάρχουν, είναι η συνεργασία
Ελλάδας-Τουρκίας.
Μόνο που σε αυτήν τη συνεργασία η Ελλάδα μόνο
βάζει και η Τουρκία μόνο παίρνει. Εκείνο που παρέχει είναι η
μετάθεση του χρόνου της απειλής. Αφού πάρει ό,τι θέλει, θα την επαναφέρει με τα
νέα αιτήματά της.
Αυτή η πολιτική χρειάζεται νέους Φαναριώτες.
Υπάρχουν αρκετοί στην πιάτσα. Έχουν κατακλύσει τα κέντρα του δημόσιου βίου
διότι πάντα αυτό το είδος ξέρει να ελίσσεται και να αξιοποιεί ευκαιρίες.
Η «Enterprise Greece» (Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και
Εξωτερικού Εμπορίου ΑΕ) είναι ο αρμόδιος εθνικός φορέας, υπό την εποπτεία του
υπουργείου Εξωτερικών, που προσελκύει ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα και
προωθεί τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στο εξωτερικό.
Διευθύνων σύμβουλός της είναι ο Μαρίνος Γιαννόπουλος, ο
οποίος σε συνέντευξή του στο τουρκικό πρακτορείο Anadolu δήλωσε:
«Έχοντας υπόψη τους ιστορικούς, πολιτιστικούς και
εμπορικούς δεσμούς ανάμεσα στις χώρες µας, μαζί µε τις συνεργασίες που
συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της “θετικής ατζέντας”,
πιστεύω ότι ήρθε η ώρα για την Ελλάδα και την Τουρκία να κάνουν τα επόμενα
βήματα για την προώθηση ενεργειακής συνεργασίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Διευκρίνισε ότι τέτοιες «ευκαιρίες» αφορούν τις υποδομές
για τη μεταφορά φυσικού αερίου (τερματικοί σταθμοί LNG, αγωγοί, διασυνδέσεις
και συστήματα διανομής) καθώς και έργα που σχετίζονται µε το υδρογόνο, την
αποθήκευση ενέργειας, τη διασύνδεση των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη
και «σχέδια βιώσιμης ενέργειας» για τα νησιά.
Με άλλα λόγια, έχει ήδη προαποφασιστεί η
διεύρυνση της ενεργειακής εξάρτησης με τη γείτονα, και αυτό θα αφορά ακόμη και
τα νησιά…
Αν ενεργοποιήσουμε τη μνήμη μας θα διαπιστώσουμε πως
ανάλογες δηλώσεις είχε κάνει στο παρελθόν ο Αμερικανός υφυπουργός Τζέφρι Πάιατ,
ακολούθησε ο σύμβουλος ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνος Ντόκος και άλλοι
αρμόδιοι αξιωματούχοι.
Ο πρωθυπουργός του 11,5% που απεχθάνεται την «τυραννία της
πλειοψηφίας» ωθεί τη χώρα σε μια πολιτική που έχει ανάλογο προηγούμενο. Ίσως και στο
βάθος του χρονικού ορίζοντα. Είναι μια υπαρκτή τάση στην ελληνική διαχρονία από
τότε που άρχισε η παρακμή του Βυζαντίου ως σήμερα. Υποτίθεται ότι το ελληνικό
εθνικό κράτος από το 1830 και μετά θα μπορούσε να την αμφισβητήσει. Δυστυχώς,
οι προσδοκίες διαψεύσθηκαν.
Η διάψευσή τους, όμως, έχει υπευθύνους. Και πρόσωπα, και
πολιτικές.
Σήμερα η πολιτική τού «δεν
ξέρω και δεν θέλω να μάθω ποιος είμαι, πού πηγαίνω και τι εκπροσωπώ»
επανέρχεται. Και οδηγεί τη χώρα στο υπαρξιακό ερώτημα: