ΝουΔο-γαλαζαίικο ΡΑΓΙΑΔΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Τι κρύβεται πίσω από την προσέγγιση Μητσοτάκη-Ερντογάν;

 

Του Παντελή Σαββίδη

Σε μια καλά συντονισμένη και οργανωμένη προσπάθεια γοήτευσης της κοινής γνώμης
σχετικά με την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Τουρκία, εκείνο που αναδείχθηκε είναι το ένα μέρος. Η σύγκλιση, κυρίως, στην οικονομία. Το πολιτικό μέρος και οι βαθύτερες επιπτώσεις αποσιωπώνται.  

Υπάρχουν τέτοιες επιπτώσεις και ποιες; 

Πώς επηρεάζουν το γεωπολιτικό status της χώρας και, κυρίως, την ασφάλεια και ακεραιότητά της; 

Είναι επικίνδυνη ή ωφέλιμη η πρόταξη της οικονομίας έναντι της πολιτικής;

    Τα θετικά στοιχεία της σύγκλισης, κυρίως οι δίαυλοι επικοινωνίας και τα «ήρεμα νερά» έχουν προβληθεί.

Αν δεν υπήρχε, όπως όλοι αναγνωρίζουν, το μακροπρόθεσμο σχέδιο της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας, όπως έχει τεθεί από το σύνολο των αξιώσεών της, η οικονομική σύγκλιση μεταξύ δύο γειτόνων θα ήταν επωφελής. Την ηρεμία, όμως, την αποδέχθηκε, προσωρινά, η Τουρκία διότι την εξυπηρετεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας μιλούσε για θετικό μομέντουμ το οποίο θέλουν να διατηρήσουν οι δύο πλευρές. 

Πώς εννοούν το μομέντουμ που στην κυριολεξία σημαίνει στιγμή;  

Παίρνουμε ό,τι μας συμφέρει και επανερχόμαστε στα παλιά; 

Οι περισσότεροι αναλυτές αυτό εκτιμούν. Η σύγκλιση θα είναι προσωρινή, όσο η Τουρκία την χρειάζεται. Μετά;

Η Τουρκία έχει ανοικτά ζητήματα και θέλει να καλύψει τα νώτα της. Επιπλέον, τονώνει την οικονομία της σε μια εποχή που το έχει ανάγκη αλλά, κυρίως, διεισδύει οικονομικά στην Ελλάδα. Και η Τουρκία, ξέρει να αξιοποιεί την οικονομική της επιρροή. Δεν είναι όπως η Ελλάδα τις δεκαετίες του 1990 και 2000 που ενώ είχε αναπτύξει οικονομικές επιχειρήσεις και τράπεζες στα βαλκάνια δεν κατάφερε να αποκτήσει την επιρροή που της έδιναν.

    Η κουρασμένη –και απογοητευμένη– ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί την σύγκλιση υπό την επίδραση του κυβερνητικού αφηγήματος το οποίο αναπαράγεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.

Το εύλογο ερώτημά της είναι χάνουμε ή ωφελούμεθα με τα ήρεμα νερά; Έχουμε την ησυχία μας και σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, χαμηλής πολιτικής, συνεργαζόμαστε.

Καταρχάς δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι συνομιλίες εξαντλούνται σε αυτά που ανακοινώνονται. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη μας έχουν συνηθίσει στη μυστική διπλωματία. Όπως λέει γνωστός πρέσβης η διπλωματία είναι μυστική αλλά η πολιτική διεξάγεται εν ονόματι και ενώπιον του λαού. Τίποτε δεν αποκλείει να συζητούνται ουσιώδη θέματα αμφιβόλου συμφέροντος για τη χώρα επειδή θα ήθελε να διευθετηθούν η γνωστή υπερδύναμη και στο τέλος να παρουσιαστούν, με την καταλυτική επιρροή των μέσων, ως επιτυχία.

Σε πιο απτό και πραγματικό επίπεδο, ο υπουργός Εξωτερικών της γειτονικής χώρας Χακάν Φιντάν, δήλωσε:
«Οι δύο χώρες βρίσκονται σε αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο τόσο το Αιγαίο όσο και η ηπειρωτική χώρα των δύο χωρών μπορούν να λειτουργήσουν σε μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα με κοινά έργα στην οικονομία, τον τουρισμό και την κοινή ανάπτυξη. Βλέπουμε ότι ο τουρισμός είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών. Από την άποψη αυτή, βλέπουμε ότι οι επιχειρηματίες μας αξιοποιούν όλο και περισσότερο τη θέλησή τους για αμοιβαίες επενδύσεις. Ειλικρινά, τις ενθαρρύνουμε».

Μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον της Τουρκίας για επενδύσεις στην Ελλάδα αντιμετωπιζόταν με σκεπτικισμό. Γίνεται, πλέον, επιδίωξη

Τι άλλαξε; 

Ορισμένοι αναλυτές αναρωτιούνται αν τουρκικές επενδύσεις σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, και όχι μόνο, ακόμη και σε νησιά που βρίσκονται στη λίστα των τουρκικών αμφισβητήσεων πρέπει να προβληματίσουν την ελληνική πολιτική ηγεσία.

Η Τουρκία επιδιώκει το οικονομικό συμφέρον της παράλληλα, όμως, με την προώθηση του γεωπολιτικού αποτυπώματός της. Η βίζα σε Τούρκους πολίτες μπορεί να τόνωσε την οικονομία και να έδωσε ανάσα στους κατοίκους ελληνικών νησιών αλλά ποιος αποκλείει η όλη προσπάθεια, με μια μαζικότερη τουρκική οικονομική παρουσία να είναι ενταγμένη στην στρατηγική τουρκική επιδίωξη να ελέγξει το Αιγαίο ανατολικά του 25ου μεσημβρινού; 

Πώς;

    Από τις στήλες αυτές έχει επισημανθεί ότι η Τουρκία έχοντας τον έλεγχο των Στενών, επιδιώκει και τον έλεγχο της εξόδου τους που τώρα βρίσκεται υπό την επίβλεψη της Ελλάδας.

Πάλι ο Φιντάν δήλωσε:
«Το καλό είναι ότι και οι δύο πλευρές είναι σε θέση να συζητούν όλα τα προβλήματα με τον πιο ανοικτό τρόπο και σε κατάλληλες βάσεις. Με τον Έλληνα ομόλογό μου, συζητάμε πολύ άνετα πολλά θέματα που σχετίζονται με ζητήματα ασφάλειας, ιδιαίτερα το πρόβλημα του Αιγαίου και το πρόβλημα των μειονοτήτων».

Σε μεσοπρόθεσμο διάστημα και αφού αυτού του είδους οι συνεργασίες πάνε καλά –που θα παρουσιασθεί ότι πάνε με τη βοήθεια των ΜΜΕ και στις δύο πλευρές–, γιατί να προβληματίσει, και να δημιουργήσει αντιδράσεις, η συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξόρυξη υδρογονανθράκων που είναι η βασική επιδίωξη της Τουρκίας και την έχουν ενθαρρύνει και οι ΗΠΑ; Σε δυνάμει ελληνική ΑΟΖ;

    Σε ποια θάλασσα θα αναπτυχθεί η συνεργασία;  

Στο Αιγαίο ή στο Turkagean όπως μετονόμασε και διαφημίζει το Αιγαίο η γειτονική χώρα;

Και αν η οικονομική συνεργασία προχωρήσει τόσο πολύ, υπάρχει λόγος τα νησιά να είναι στρατιωτικοποιημένα;

Βλέπετε μια σωρεία ζητημάτων που έχει εγείρει η γειτονική χώρα κατά της Ελλάδας πως επιλύονται με καταλύτη τα ήρεμα νερά και την οικονομική συνεργασία από την οποία, όπως λένε και οι δύο πλευρές όλοι θα επωφεληθούν. Δημιουργείται η δυναμική ενός νέου status, μιας αναθεωρημένης κατάστασης για την οποία πάσχιζε εδώ και χρόνια η Τουρκία και δεν μπόρεσε να πετύχει. 

Θα την πετύχει με τα ήρεμα νερά.

Την ίδια στιγμή και ενώ με τη διολίσθηση μέσω της οικονομίας επιτυγχάνονται οι παραπάνω στόχοι της Άγκυρας, η Ελλάδα εν ονόματι της τήρησης της Διακήρυξης Φιλίας αποδέχεται στην πράξη ως τετελεσμένο τη «Γαλάζια Πατρίδα» αφού δεν θα αντιδρά αμφισβητώντας την, αποδέχεται την ρητορική, του Τούρκου προέδρου περί αμφισβήτησης της κυριαρχίας ενώ, παράλληλα, θα γίνονται και συζητήσεις και συνεργασίες, είναι ενεργό το casus belli, χωρίς να αμφισβητείται με ενέργειες, πάλι εν ονόματι της φιλίας, προωθείται στο Κυπριακό η τουρκική θέση περί δύο κρατών, με την Ελλάδα και την Κύπρο να έχουν την αμυντική θέση να περισωθεί η νέα προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος (κάτι αδύνατον να συμβεί αν δεν ικανοποιηθεί η Άγκυρα), ενθυλακώνονται στην τουρκική επιρροή νησιά και άλλα πολλά.

Η Ελλάδα δεν διεξάγει την άσκηση «Παρμενίων» αλλά η Τουρκία πραγματοποιεί κανονικά τον «Θαλασσόλυκο», έστω κοντά στα παράλιά της αλλά με σενάριο κατάληψης ελληνικού νησιού. Η Άγκυρα θεωρεί ότι δικαιούται ν’ αντιδράσει και εγκαλεί την Αθήνα επειδή ο υπουργός Άμυνας της Ελλάδας επισκέφθηκε ελληνικό νησί, την Κω που ανήκει στα Δωδεκάνησα. Η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο στο θέμα των Δωδεκανήσων αφού δεν συμμετείχε στη Συμφωνία παραχώρησής τους στην Ελλάδα.

Ενδεικτικό, δε, του πόσο θα σεβαστεί τη Διακήρυξη Φιλίας η Τουρκία είναι το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη Μητσοτάκη, ο Ερντογάν μετέτρεψε τη Μονή της Χώρας από μουσείο σε τζαμί, αδιαφορώντας για την ελληνική ενόχληση. Το γεγονός ότι η σχετική απόφαση ελήφθη το 2020 δεν αναιρεί την ουσία της επισήμανσης. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει ή να καθυστερήσει η εφαρμογή της.

Τέλος, από τις δηλώσεις Φιντάν και Γεραπετρίτη διακρίνεται και μια προϊούσα δορυφοροποίηση της Αθήνας:


    Ο Φιντάν δήλωσε:
Καταγράψαμε επίσης τις επιφυλάξεις και τις σκέψεις μας σχετικά με το θαλάσσιο πάρκο. Τις εκφράσαμε. Είπαμε ότι δεν πρόκειται για ένα αθώο περιβαλλοντικό σχέδιο στα μάτια μας, ότι αν προχωρήσει, θα μπει σε θέματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα, που είναι μια κόκκινη γραμμή που μας προβληματίζει, και ότι δεν θα το δεχτούμε.
    Και ο Γεραπετρίτης απάντησε:
Tα θαλάσσια πάρκα «θα γίνουν» όταν ολοκληρωθεί η φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων. Όταν ολοκληρωθούν αυτά, τότε τα πάρκα θα τοποθετηθούν στον χάρτη, είπε υπογραμμίζοντας ότι «το θέμα δεν αφορά μόνο την ελληνική κυριαρχία αλλά και το περιβάλλον.»

Τα συμπεράσματα δικά σας αν και πότε θα γίνουν τα θαλάσσια πάρκα.

Η Τουρκία έχει ανάγκη αυτήν την περίοδο τα ήρεμα νερά και ανταποκρίθηκε στην ελληνική, σχεδόν, ικεσία. Πέραν των οικονομικών λόγων, γεωπολιτικές επιδιώξεις έχουν στρέψει το ενδιαφέρον της  Άγκυρας στη Μέση Ανατολή όπου το παιχνίδι είναι σκληρό. Πέραν των δυνατοτήτων που έχει η γειτονική χώρα, χρειάζεται τη βοήθεια και το χρίσμα των ΗΠΑ για να καταστεί αναγνωρισμένα περιφερειακή δύναμη.  

Από την πλευρά αυτή έχει ενδιαφέρον ανάλυση του Atlantic Counsil ενός σημαντικού αμερικανικού think tank με παράρτημα στη γειτονική χώρα που πρότεινε στον Μπάιντεν να αναθέσει στην Τουρκία ρόλο περιφερειακής δύναμης για να αναχαιτίσει το Ιράν.

Η ηρεμία στις σχέσεις με την Ελλάδα και η αδιαφορία της Αθήνας για τα Βαλκάνια αφήνει περιθώρια και δίνει χρόνο στην Τουρκία να αναπτύξει την επιρροή της σε Αλβανία και Σκόπια και όταν χρειαστεί να την εκμεταλλευτεί σε βάρος μιας αφελούς ελληνικής πολιτικής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου