ΣΥΡΙΖΑίικα ΕΘΝΙΚΑ ΣΟΥΡΓΕΛΑ: Αλέξης Τσίπρας: Φίρμες

Toυ Μιχάλη Τσιντσίνη

Θα ήταν παράδοξο, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, να ρωτούσαν οι δημοσκόποι ποιος πρέπει να ηγηθεί ενός κόμματος που δεν υπάρχει. Θα ήταν, αλλά προς αυτές τις εκλογές πορευόμαστε με δύο βεβαιότητες.

Πρώτον, ξέρουμε ποιος θα είναι πρώτος.

Δεύτερον, ξέρουμε ότι όποιος κι αν είναι δεύτερος, θα έχει πιθανότατα λιγότερη από τη μισή εκλογική δύναμη του πρώτου.

Ετσι δικαιολογείται να ρωτάει ο δημοσκόπος. Γιατί, όποιο κόμμα κι αν επικρατήσει στη μικρή κούρσα για τη δεύτερη θέση, ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, το ερώτημα θα τεθεί από μόνο του: Πού πάμε, σύντροφοι; Με δύο κόμματα πέριξ του 15%, πάμε ολοταχώς να δώσουμε μια τρίτη τετραετία στη Νέα Δημοκρατία.

Η απόσταση είναι πολύ μεγάλη για να καλυφθεί από τις συνήθεις φαντασιακές δεξαμενές – «θα σηκώσουμε κόσμο από τον καναπέ», «θα εμπνεύσουμε αυτούς που απέχουν».

Η απόσταση καλύπτεται μόνο αν βρεθεί τρόπος να διεισδύσει κανείς στην πλειοψηφία που εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη. Αν βρεθεί πρόσωπο που μπορεί να συγκριθεί μαζί του σε «καταλληλότητα».

Σε αυτό το ερώτημα, ως ικανότερος αναγνωρίζεται ο κανένας με 52,6% (ενώ στο ερώτημα ποιος θα έπρεπε να ηγηθεί της Κεντροαριστεράς επικρατεί το «δεν ξέρω» με 45%). Το αποτέλεσμα είναι μάλλον αναμενόμενο. Μοιραία, επικρατεί, έστω και με το χλωμό 16%, η πιο γνωστή φίρμα του χώρου –ο τελευταίος του πρωθυπουργός–, ο Αλέξης Τσίπρας.

Εχει νόημα να ρωτούν οι δημοσκόποι για μια Κεντροαριστερά που δεν υπάρχει;

Η προσπάθεια να οριστεί ποιος θα μπορούσε να ηγηθεί ενός ενωτικού εγχειρήματος, το οποίο δεν θέλουν ούτε τα περισσότερα στελέχη των κομμάτων που υποτίθεται ότι θα ενωθούν, ανήκει στη σφαίρα μάλλον της αστρολογίας παρά της πολιτικής ανάλυσης.

Το τσιπρικό υπόδειγμα πάντως θα μπορούσε όντως να λειτουργήσει ως οδηγός. Είναι άλλωστε και το μόνο εφαρμοσμένο υπόδειγμα που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει ως ιστορικό βοήθημα για να σκιαγραφήσει το job description – τις προδιαγραφές του προσώπου που αναζητείται απέναντι στον Μητσοτάκη.

Τι θα βοηθούσε;

Οχι να μελετηθεί πώς ο Τσίπρας πήρε, σε εντελώς έκτακτες χρεοκοπικές συνθήκες, την εξουσία.

Ούτε γιατί, ενώ διαρκούσε ακόμη η μαύρη δεκαετία, δεν μπόρεσε να την κρατήσει.

Το κρίσιμο «γιατί» είναι…

 

 γιατί σε συνθήκες κανονικότητας δεν μπόρεσε να την ξαναδιεκδικήσει.

Τι δεν έκανε ο ακόμη καταλληλότερος για ηγέτης της Κεντροαριστεράς προκειμένου να πείσει την πλειοψηφία ότι είναι καταλληλότερος του Μητσοτάκη για πρωθυπουργός;

Η βάση του «χώρου» μοιάζει να εμφορείται ακόμη από την ανδρεϊκή κουλτούρα που αναγνωρίζει τον ηγέτη από το «χάρισμά» του. Ακόμη και ο Κασσελάκης, με αυτό το κριτήριο –του δημαγωγικού «γκελ»– φαίνεται ότι προτιμήθηκε έναντι των εσωκομματικών αντιπάλων του. Για να ξαναμπεί στον πολιτικό ανταγωνισμό, η Κεντροαριστερά μάλλον πρέπει να χειραφετηθεί από την αναζήτηση της γοητείας.

Και να ψάξει τη μέθοδο της πεζής καταλληλότητας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου