Στο προηγούμενο επεισόδιο, δηλαδή το περασμένο Σάββατο, πετύχαμε τον άνθρωπό μας στο μετρό, να κατεβαίνει για αρνί στη Βαρβάκειο. Και έτσι όπως τον βρήκαμε χαλαρό, τρυπώσαμε στο μυαλό του και καταλάβαμε ότι βλέπει το Πάσχα ως θέαμα, ως μία τεράστια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Ιησού, Ρωμαίους, ήρωες της Βίβλου και όλους εμάς ως κομπάρσους. Μάθαμε επίσης ότι δεν του αρέσει το Πάσχα στο χωριό.
Ωστόσο, μην έχοντας άλλη επιλογή, θα φόρτωνε σύζυγο, δύο παιδιά και ένα αρνί στο αυτοκίνητο με προορισμό την ετήσια καταναγκαστική οικογενειακή συγκέντρωση. Βέβαια ενίοτε παρεμβάλλεται και καμιά κηδεία, αλλά τότε τα πράγματα είναι εύκολα, χωρίς ασπασμούς, χωρατά και πολιτικές κουβέντες. Βρισκόμαστε, λοιπόν, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, έξω από την εκκλησία του χωριού, λίγο πριν ξεκινήσει η περιφορά του Επιταφίου. Και είναι όλοι εκεί, όπως το θυμάται από παιδί. Oι ίδιοι άνθρωποι με διαφορετικά πρόσωπα. Ασφαλώς έχουν αλλάξει πολλά.
Χμ, μπορεί και όχι. Ισως να παίρνουν άλλο σχήμα. Στα δικά του χρόνια η εκκλησία ήταν η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης της εποχής. Το Facebook των ’70ς και των ’80ς.
Ηθελες να δουν εσένα ή τα καινούργια σου ρούχα; Πήγαινες στην εκκλησία.
Ηθελες να φλερτάρεις ή να κάνεις ένα απλό friend request; Από νωρίς στην εκκλησία.
Τότε για να πάρεις ένα like ή μια καρδούλα έπρεπε να γίνεις παπαδάκι ή μυροφόρα.
Τώρα βλέπει τα παιδιά να βγάζουν selfie μπροστά στον Επιτάφιο. Ζηλεύει την ελευθερία τους.
Ο ίδιος δεν προσκύνησε τον Επιτάφιο. Δεν το κάνει ποτέ. Επικαλείται την προσωπική σχέση που ο καθένας διατηρεί με το Θείο. Η πίστη και η υπαρξιακή σου τοποθέτηση βρίσκονται στα απόκρυφα της σκέψης, πώς γίνεται να εκτίθενται ενώπιον όλων; Κρατάμε κρυφό το κόμμα που ψηφίζουμε, αλλά αποκαλύπτουμε τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Στέκεται κρατώντας ένα λευκό παχύ κερί που δεν το λες λαμπάδα, αλλά δεν είναι και τόσο ταπεινό για να σταθεί δίπλα στα άλλα στο μανουάλι. Και προστατεύει τη φλόγα με το χέρι, τη βλέπει που τρεμοπαίζει, είναι μία παραβολή για την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπός μας σκέφτεται ότι ενώ δίνουμε πρόσωπο στον θάνατο, δεν κάνουμε το ίδιο για τη ζωή.
Ο θάνατος απεικονίζεται με διάφορους τρόπους, συνήθως ως ο θεριστής με το δρεπάνι. Ομως η ζωή δεν έχει πρόσωπο. Ισως επειδή παίρνει πολλές μορφές η ίδια. Ενώ ο θάνατος είναι ένας. Απόλυτος. Ξεκάθαρος, έντιμος. Η ζωή ελέγχεται ως προς την ευθύτητά της. Μπορεί να γεννηθείς άνθρωπος, αλλά δεν αποκλείεται, η πονηρή, να σε κάνει πολική αρκούδα, μικρόβιο, αρνί στη σούβλα. Ο θάνατος έχει την ίδια μεταχείριση σε όλους. Και δεν αμφισβητείται. Να, μέρες που είναι, υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν την Ανάσταση. Κανένας δεν αμφιβάλλει για τον Επιτάφιο. Η μόνη σίγουρη αλήθεια. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνει νωρίς το απόγευμα στην εκκλησία και ανάβει ένα κερί για τους νεκρούς του. Κάποτε άναβε ένα για τον καθένα, όμως πλέον μαζεύτηκαν πολλοί. Το κερί του θυμίζει τη ζωή. Παίρνει φλόγα από κάπου αλλού και λιώνει βυθισμένο στο χώρα. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια μουρμούριζε δυο λόγια για αγαπημένους νεκρούς. Το παράτησε και αυτό, φοβούμενος μην ξεχάσει κανέναν.
Ακολουθεί αμίλητος την περιφορά. Από το μυαλό του περνάει βιαστικά κανένας πεθαμένος φίλος, σκηνές από κηδείες, φέρετρα με ανοιχτό το καπάκι. Φοβάται τον θάνατο, ίσως περισσότερο από όσο πρέπει. Για αυτό και τον φέρνει στη σκέψη του, τον κάνει εικόνα. Προσπαθεί να τον ξορκίσει. Χρόνια παλεύει, αλλά δεν μπορεί. Θυμάται πώς πέθαναν κάποιοι δικοί του και φτιάνει το καλούπι του δικού του θανάτου. Λένε ότι η καρδιά (και καλύτερα στον ύπνο σου) σε παίρνει γρήγορα και ανώδυνα, ο θάνατος σου χαϊδεύει απαλά το κεφάλι.
Ομως ο καρκίνος, όσο σκληρός δείχνει, σου επιτρέπει να πάρεις τον χρόνο σου, να το διαπραγματευτείς με τον εαυτό σου, να κλείσεις εκκρεμότητες, να αποχαιρετήσεις αγαπημένους, να πάρεις και να δώσεις συγχώρεση. Ξέρει πώς θέλει να πεθάνει, αλλά δεν το αποκαλύπτει στον εαυτό του.
Κάθε Πάσχα ο άνθρωπός μας σκέφτεται αν θα υπάρξει επόμενο. Φοβάται μην είναι το τελευταίο του. Και μετά φτάνει το επόμενο Πάσχα και εκείνος είναι ακόμα εδώ. Υστερα βάζει το ίδιο ερώτημα στο καλοκαίρι, στα Χριστούγεννα, στην Πρωτοχρονιά. Και χρόνο με τον χρόνο...
θυμίζει ένα γηρασμένο χάμστερ που τρέχει πάνω στον ίδιο τροχό.
Επιασε ψύχρα.
Κράτησε το κερί λίγο άτσαλα και ανέβασε το φερμουάρ του μπουφάν. Οι πιστοί έψελναν και αυτός από μέσα του τραγουδούσε το «Η ζωή μου όλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου