25η ΜΑΡΤΙΟΥ: Εφιππος χώρει, γενναίε στρατηγέ, ανά τους αιώνας


 Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ

Και αν είχε κάτσει αλλού η μπίλια;
Και αν οι μεγάλες δυνάμεις είχαν δεχθεί σαν γεγονός τετελεσμένο τη συντριβή της Επανάστασης από τον Ιμπραήμ; Αμα δεν είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Λονδίνου, που οδήγησε στο Ναυαρίνο, στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου; Και άνοιξε έτσι ο δρόμος για ίδρυση ελληνικού κράτους… Θα αλώνιζαν οι Τουρκοαιγύπτιοι στον Μοριά για μια, για δυο γενιές ακόμα.  

Η μοίρα μας κοινή με των υπόλοιπων Βαλκανίων, που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους μόλις το 1878…  Το 1821, με τις εποποιίες και τις συμφορές του, πώς θα είχε περάσει στην Ιστορία;  

Ως μια ακόμα από τις τόσες εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα των ραγιάδων. Ο φιλελληνισμός θα κόπαζε – πόσο καιρό να συμπάσχουν οι ξένοι μαζί μας;

Από το Μεσολόγγι θα έμενε ο πίνακας του Ντελακρουά, «Η Ελλάς στα ερείπια». Γυμνόστηθη σχεδόν κι απελπισμένη. Ο θάνατος του λόρδου Μπάιρον, μια ποιητική αυτοκτονία για να ξεφύγει από τα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Ο άλλος μεγάλος ποιητής θα συνέθετε άραγε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»; Ή θα επέστρεφε στα ιταλικά μη αντέχοντας να γράφει στη γλώσσα του ολέθρου, της απόγνωσης;  

Ο Καποδίστριας θα αγωνιζόταν δια της διπλωματίας να απαλύνει την καταστροφή, μάταιος κόπος, κλειστές πόρτες, αδιάφορα βλέμματα…

Στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη, στα νησιά, ουαί τοις ηττημένοις. Από τους ηγέτες του ξεσηκωμού άλλοι θα σφάζονταν, άλλοι θα διέφευγαν στο εξωτερικό. 

Κάποιοι θα συνθηκολογούσαν – «για τον λαό το κάνουμε» θα δικαιολογούνταν «για να του εξασφαλίσουμε ένα ελάχιστο…»

Ο Καραϊσκάκης θα ευγνωμονούσε τον δικό του που τον σκότωσε. Ο Ανδρούτσος θα έπεφτε μόνος του από τον βράχο της Ακρόπολης.

Μονάχα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν θα το έβαζε κάτω. Με τα απομεινάρια των πολεμιστών του θα έβγαινε στο βουνό. Σε ένα αντάρτικο χωρίς ελπίδα, για το γαμώτο, για να αφήσει ένα παράδειγμα.  

Ο Ιμπραήμ θα τον επικήρυσσε, «φέρτε τον να τον παλουκώσω!» θα άφριζε. Θα έστελναν σπίρους να τον πλευρίσουν, θα του έστηναν ενέδρες. Ο Κολοκοτρώνης θα ξέφευγε. Ηξερε εκείνος σαν τη χούφτα του τα απόκρημνα του Ταΰγετου, τις σπηλιές του Χελμού. Κι ήταν θρασίμι, κάποιες νύχτες αφέγγαρες θα τρύπωνε στις τουρκοπατημένες πόλεις, στα χωριά, για εφοδιασμό. Κάποιοι, λίγοι, πιστοί του θα του έδιναν ψωμί, κρασί, καπνό… Τους γιους τους όμως οι νοικοκυραίοι όχι, όχι! – «δεν τους έχουμε για σκότωμα!» θα του έλεγαν κοφτά. «Αρκετό αίμα χύσαμε για την ελευθερία που μας έταξες. Από μακριά πια και αγαπημένοι…».

Θα ανιστορούσε στους συντρόφους του τον θρίαμβο στο Βαλτέτσι, τα ενδοξότατα Δερβενάκια. Με τον καιρό οι αναμνήσεις θα ξεθώριαζαν. Καμιά ψυχή δεν θα ζέσταιναν.
«Ασε, ρε γέρο, τα παραμύθια! Σιγά μην πάτησες ποτέ εσύ την Τριπολιτσά!» θα του γελούσε ειρωνικά, κατάμουτρα ένα απόγευμα -άνοιξη θα ‘ταν του 1840 – ένας πιτσιρικάς. 

«Αφού δεν με πιστεύεις, γιατί με ακολουθείς;». 

«Για να αρπάζουμε κανένα κοπάδι, να δένουμε κάναν φορατζή και να ζητάμε λύτρα…»

Θα συνειδητοποιούσε τότε ο Κολοκοτρώνης πως είχε καταλήξει αρχηγός τυχάρπαστων, του σκοινιού και του παλουκιού, που δεν νοιάζονταν παρά για να τη βγάζουν μέρα με τη μέρα. «Δεν μου αξίζει! Κάλλιο να με κόψει ο Μπραΐμης!».

Θα έμπαινε στα Καλάβρυτα. Καμαρωτός θα διέσχιζε την πλατεία, με τα ασημοπίστολα, την περικεφαλαία και τη χαίτη του να ανεμίζει. Οι Τούρκοι από τους καφενέδες θα τον κοίταζαν απορημένοι – γνωστός φαινόταν, ποιος να ήταν;  

Κάποιος που κάποτε κάτι ονειρεύτηκε, μια ελευθερία. Και παρανόησε. Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του. Κάτω από τον πλάτανο θα ξαπόσταινε ο Κολοκοτρώνης. Και θα ξεψυχούσε.

Στο νεκροκρέβατο του, τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, με το οθωμάνικο μπαϊράκι λάφυρο στα πόδια του, με μυριάδες Ελληνες να τον θρηνούν, ο Θοδωράκης λιώνει σαν την αλογόμυγα τον εφιάλτη στη χούφτα του. Η Ιστορία έχει αποφανθεί. Υπέρ του:

 

  «Εφιππος χώρει, γενναίε στρατηγέ, ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου