ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΒΛΑΧΟΔΗΜΑΡΧΟ-ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: H γιορτή στο Σύνταγμα και η Αθήνα που (δεν) θέλουμε

 

Της ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΔΟΥΣΗ

Εάν η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, η νέα χρονιά για τους Αθηναίους φαίνεται από τις γιορτές που οργανώνει ο εκάστοτε δήμαρχός τους στο Σύνταγμα ή την πλατεία Κοτζιά, ή τον Λυκαβηττό, ή όπου, τέλος πάντων, του φανεί καθενός.  

Θα πείτε τώρα, ποιος πάει στο Σύνταγμα να κάνει Πρωτοχρονιά; 

Και μόνο το γεγονός ότι αυτό το ερώτημα ακούγεται λογικό σε μια μητρόπολη σχεδόν έξι εκατομμυρίων ανθρώπων, η οποία κατά κανόνα έχει ήπιο καιρό ακόμη και την Πρωτοχρονιά, είναι το πρώτο πρόβλημα. 

Γιατί να μην πάμε;  

Οι Αγγλοι γιατί πάνε στην Τραφάλγκαρ, καλύτερη είναι η Τραφάλγκαρ από το Σύνταγμα;  

Κι όμως, δεν αποκτήσαμε ποτέ τη συνήθεια του μαζικού εορτασμού και δεν φταίμε μόνο εμείς, δεν είναι ότι είμαστε ψωνάρες και προτιμάμε τα μπουζούκια, είναι και ο τρόπος που γίνεται ο δημοτικός εορτασμός, που δεν κατάφερε ποτέ να μας καλλιεργήσει αυτήν τη συνήθεια. Για τον εορτασμό της παραμονής, όπως κάθε χρονιά, τσακώθηκε κόσμος και κοσμάκης, όχι ότι αυτό είναι νέο, αλλά είναι και ενδεικτικό. 

Τι είδαμε ξανά στο Σύνταγμα; 

Είδαμε έναν πάρα πολύ βαρεμένο Νίκο Πορτοκάλογλου, ο οποίος τραγουδούσε σαν να βρισκόταν σε μπουάτ της δεκαετίας του ’80. Ωραία τα τραγούδια του Πορτοκάλογλου, πολλοί έχουμε κλάψει με «Φατμέ» κάποια στιγμή στη ζωή μας, αλλά δεν είναι ακριβώς η μουσική που χρειάζεται μια ρημαγμένη πόλη για να υποδεχθεί με χαρά και αισιοδοξία το νέο έτος.  

Είδαμε, επίσης, ένα τηλεοπτικό ζεύγος παρουσιαστών που έκανε χαρούμενο τη «δουλειά» της χρονιάς, χωρίς απολύτως καμία προσπάθεια να ξεχωρίσει, να κάνει κάτι λίγο διαφορετικό από αυτό που κάνει στην τηλεόραση και να κερδίσει έστω και κατ’ επίφαση το μεροκάματο.  

Είδαμε τον νέο δήμαρχο, τον κύριο Δούκα, που δεν τον λες ακριβώς ευφραδή, να μας εύχεται κάτι για αλληλεγγύη, έχοντας δίπλα του ένα κοριτσάκι. Το κοριτσάκι, που ήταν η κόρη της παρουσιάστριας της βραδιάς, πολλοί το μπέρδεψαν με Παλαιστίνια και ξέσπασε ο Τρίτος Παγκόσμιος στα σόσιαλ, διότι γνωστή εφημερίδα, χωρίς να διασταυρώσει την είδηση, «σήκωσε» το θέμα, «μπράβο, δήμαρχε, που έφερες ένα προσφυγόπουλο», και οι απαντήσεις (επίσης χωρίς διασταύρωση) ήρθαν άμεσα: «Τι δουλειά έχει μια Παλαιστίνια στη σκηνή στο Σύνταγμα;». 

Αν προσθέσουμε στο κοκτέιλ του σουρεαλισμού τις παλαιστινιακές σημαίες που κρατούσαν κάποιοι μπροστά στη σκηνή και τη φημολογούμενη αντίδραση σε αυτές του Πορτοκάλογλου, ε, δεν ήθελε και πολύ να γίνει χαμός.  

Τέλος, είδαμε τη Μαρίνα Σάττι να τραγουδάει διάφορα πράγματα, στα ελληνικά, τα βουλγάρικα και τα αραβικά, στο γνωστό της έθνικ ύφος, που μπορεί να σου αρέσει ή να μη σου αρέσει, αλλά δεν είναι ιδανικό για πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Βαριέσαι. Κουράζεσαι. Δεν θέλεις άλλο, ούτε Μαρίνα Σάττι ούτε Πορτοκάλογλου, ούτε τίποτε. Θες να κλείσεις την τηλεόραση να πας για ύπνο, να μην σκέφτεσαι. 

Η όλη κατάσταση ήταν ακριβώς όπως η Αθήνα: λίθοι, πλίνθοι και σαν να πιάσαμε ό,τι βρήκαμε μπροστά μας και το βγάλαμε βιαστικά και ασυνάρτητα στη σκηνή. Ενας «έντεχνος» αχταρμάς, λίγο προσποιητό glam, λίγη αντίσταση, λίγη αντίδραση, λίγο έθνικ, τόσο λίγο όμως όλα αυτά ώστε να μη μας κατηγορήσουν κιόλας, λίγο «νέο» ύφος και ήθος για μια πόλη που ούτε ταυτότητα έχει, ούτε απέκτησε ποτέ ούτε ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται.  

Ηταν, πράγματι, αισθητό το κοντράστ από την εποχή που χρυσοπληρώναμε (ως δημότες) τον Σάκη Ρουβά για να πει τρία τραγούδια χωρίς κοινό στον Λυκαβηττό. Μια «διαφορετική» κατεύθυνση που ο νέος δήμαρχος θέλησε να κάνει αισθητή. Αυτό που έκανε αισθητό, στην πραγματικότητα, είναι μια από τα ίδια με άλλη μουσική υπόκρουση: το γεγονός ότι κανείς δεν νοιάζεται για αυτήν την πόλη. Οτι όλα γίνονται εκ του προχείρου, χωρίς κανέναν ουσιαστικό σχεδιασμό, χωρίς ευρεία αντίληψη περί του τι χρειάζεται η πόλη και οι πολίτες της, χωρίς πλάνο, χωρίς πνοή, χωρίς έμπνευση, τσαπατσούλικα.  

Ετσι ακριβώς είναι και η πόλη μας. Η Πρωτοχρονιά δεν είναι αιφνιδιαστική γιορτή, δεν μας πιάνει εξ απίνης κάθε χρόνο ώστε να πρέπει να σχεδιάσουμε σε μια εβδομάδα τους εορτασμούς της. Είναι γνωστό ότι θα έρθει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Αρα έχουμε έναν ολόκληρο χρόνο για να σχεδιάσουμε τη γιορτή.  

Ναι, ο δήμαρχος άλλαξε, αλλά και πάλι, όπως και στη δημόσια διοίκηση, δεν θα έπρεπε να έχει μια συνέχεια αυτό;  

Αναρωτιέσαι πραγματικά, δεν υπάρχει κανένας εκεί μέσα στα δημοτικά συμβούλια, στις υπηρεσίες του Δήμου, στους τόσους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν την πόλη, να τους πει «ρε παιδιά, για να κάτσουμε να δούμε πώς μπορούμε να φέρουμε τον κόσμο εδώ να διασκεδάσει, να γιορτάσει, να αισθανθεί για λίγο ωραία που ζει σε αυτήν την πόλη»; Νέους και όχι τόσο νέους;  

Προφανώς όχι.  

Οπως, προφανώς δεν υπάρχει και κανείς να σκεφτεί, έστω για ένα δευτερόλεπτο, ότι...

 

 δεν μπορείς να ζεις σε μια διαρκώς σκαμμένη και βομβαρδισμένη και αβίωτη πόλη, γεμάτη κίνηση, γεμάτη προβλήματα, μια πόλη που ασφυκτιά όλο και περισσότερο και το μόνο που δείχνει να τη νοιάζει είναι οι βραχυπρόθεσμες μισθώσεις, τα βραχυπρόθεσμα σχέδια και οι βραχυπρόθεσμοι επισκέπτες.  

Η λέξη «μακροπρόθεσμος» φαίνεται να τους είναι άγνωστη. Και αν ρωτήσεις «τι είναι τελικά η Αθήνα;», θα πάρεις τριακόσιες διαφορετικές απαντήσεις. Πέρυσι ήταν ντισκομπάλα, φέτος είναι μπουάτ. 

Κι εμείς, οι μακροπρόθεσμοι κάτοικοί της, παρατηρούμε μακροπρόθεσμα και στωικά. Σήμερα, εξάλλου, είναι μια νέα μέρα, σε μια νέα χρονιά. Ποιος ξέρει τι θα μας ξημερώσει; 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου