Toυ Βασίλη Αγγελικόπουλου
Καληνημέραν άρχοντες
κι αν είναι ορισμός σας
τα πρώτα μου Χριστούγεννα
ψάλλω στ’ αρχοντικό σας.
κι αν είναι ορισμός σας
τα πρώτα μου Χριστούγεννα
ψάλλω στ’ αρχοντικό σας.
Τότε πού ‘μουν παιδόπουλο
παρθένες ηλικίες
και με ξυπνούσαν μυρωδιές
μάνας τελετουργίες.
Σηκώνονταν μεσονυχτίς
και «έπιανε ζυμάρι»
μες σε λεκάνη πήλινη
– μένει· προσκυνητάρι.
Μαχλέπι, βούτυρο, μαγιά,
βανίλιες κι άλλα μάγια
ζυμάρια μοσχομύριστα
φουσκώναν στα σκοτάδια
διπλοτριπλοκουκούλωτα
με πάπλωμα, κουβέρτες,
να «γίνουνε» ως το πρωί,
και να τα κόβει φέτες
για να τις πλάθει διάφορα
σχήματα κουλουράκια,
– στρόγγυλα, μισοφέγγαρα
κι άλλα σαν κοτσιδάκια.
Στα άλλα, της παράδοσης,
σχήματα δεδομένα,
τα κουραμπιε-μακάρονα,
μου έδινε κι εμένα
κι έπλαθα εγώ μικρότερα
–έτσι τα θέλω ακόμα–
Και κάθε πέντε πού ‘πλαθα
Εχωνα ένα στο στόμα.
Εκείνη στοίχιζε σειρές
μέσα στις λαμαρίνες
πού ‘χαμε φέρει αποβραδίς
–σπούργοι και καρδερίνες–
από το φούρνο Μαυρουδή,
της γειτονιάς καμάρι,
που έψηνε και φαγητά,
και γιορτινό ζυμάρι.
Το σπίτι μοσχομύριζε
κι εγώ, σα με φτερούγες,
«τά ‘λεγα» την παραμονή
με τρίγωνο στις ρούγες.
Κι ανήμερα πρωί πρωί
–χάραζε στο τζαμάκι–
«Σήκω να βάλεις τα καλά
για το Χρυσό Δοντάκι».
Απ’ όλα τα Χριστούγεννα...
* Ηρθε από το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Τα Χριστούγεννα του Μωραϊτίδη» («Κ» 4/12/22) – ιδίως από τη μελωδική τελευταία του φράση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου