ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΟΥΡΓΕΛΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η λέξη «σύντροφος»

 

Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Ανέκαθεν η λέξη «σύντροφος» φάνταζε ολίγον μελοδραματική.
Κάτι σαν εύκολη κατάχρηση βαλκανικής οικειότητας. Και, από παλιά, δεν τη χρησιμοποιούσαν μόνο οι κομμουνιστές, οι τροτσκιστές και οι φλου αριστεροί αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες και οι φασίστες και οι ναζιστές. Ακατανόητο γιατί ήταν πάντα τόσο viral αυτή η μελό, υπερβολική λέξη που θέλει με το στανιό να δώσει συναισθηματικό, βιωματικό βάθος σε μια σχέση ομοϊδεατών, ή συναγωνιστών οι οποίοι στην πρώτη ευκαιρία σφάζονται με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ όσο θα κατέστρεφαν οποιονδήποτε αντίπαλο. 

Το λέει και η παροιμία: Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν.

Πιο περίεργη είναι η θηλυκή της εκδοχή, η λέξη «συντρόφισσα», όταν εκφωνείται από αρσενικούς. Σε αυτή την περίπτωση ακούγεται κάπως αντι-ερωτική, εφόσον υποτίθεται πως ο «σύντροφος» έχει καθήκον να μην μπορεί να δει ερωτικά, ως θηλυκό, τη συναγωνίστρια, κάτι που είναι παντελώς υποκριτικό, διότι ο έρως πάντα σκέπει την πόλη, υπερέχει, κι άμα ξεσπάσει ξεπερνάει ιδεολογίες, συντροφιλίκια, παίρνει αμπάριζα τον Μαρξ και τον Κέινς και κάθε ιδεολογική παρλαπίπα. Η λέξη «συντρόφισσα» ακούγεται ερωτικώς ντεκαφεϊνέ. Σαν να απομειώνει κάπως τη σωματική-σεξουαλική διάσταση της γυναίκας και, ενίοτε, όταν κάποιοι την ακούν, ίσως φαντάζονται μιαν αντάρτισσα με φυσεκλίκια, αμπέχονα κι αρβύλια που ενδεχομένως να ευωδιάζει και σαν ιδρωμένη καλόγρια. Αυτή βέβαια είναι μια φαντασιακή, προβοκατόρικη, κακόβουλη εικόνα, διότι «συντρόφισσα» προσφωνείται και η γοητευτική κυρία Τζάκρη με τα ωραιότατα Λουί Βουιτόν της, τα αντιπλημμυρικά της τακούνια και τα επίμονα, άψογα κομμωτήρια.   

Το πράγμα γίνεται πιο νόστιμο όταν προσφωνείται ως «σύντροφος» ο φιλελεύθερος κ. Κασσελάκης, ή ο σύντροφος, και σύντροφος (άλλη έννοια εδώ) του Κασσελάκη, ο κ. Μάκβεθ (ή, Μπακμπέθ). 

Φαίνεται πως σιγά σιγά όλοι γινόμαστε με κάποια έννοια σύντροφοι – προχθές ένας συριζοδαγκωμένος γνωστός που έχει ταβέρνα, με χαιρέτησε ως «σύντροφο». Του λέω δεν είμαι κάτι τέτοιο, διότι, καταρχήν, αν έρθω να φάω στην ταβέρνα σου θα πληρώσω, έτσι δεν είναι; Ναι, μου λέει. Επομένως, του απαντώ, πώς είμαστε σύν-τροφοι;

Και άραγε, το «Μαζί τα φάγαμε» δηλώνει συντροφιλίκι; (Συν-τρώγω;). 

Ενδεχομένως. Πάντως πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός και είναι γνωστή η ιστορία δύο πολωνών συντρόφων που επί κομμουνισμού περπατούσαν σε έναν κεντρικό δρόμο της Βαρσοβίας και βρήκαν στο πεζοδρόμιο ένα χαρτονόμισμα των εκατό ζλότι. Οπότε λέει ο ένας «σύντροφε, να το μοιράσουμε συντροφικά». Και απαντάει ο άλλος: «Ασε, σύντροφε, καλύτερα να το μοιράσουμε φίφτι-φίφτι».

Θα πεις τόσους συντρόφους εκτέλεσε συντροφικά ο σύντροφος Βησσαριόνοβιτς και μερικά εκατομμύρια συντρόφων ο γλυκύτατος Μάο, οπότε η λέξη κρύβει κάποια αγαπητική διάσταση, κατά συνέπεια οφείλουμε, όταν την προφέρουμε ή την ακούμε, να νιώθουμε και τις πιο βαθιές, ιστορικές αποχρώσεις της. Ασε που και ο Μουσολίνι εκτέλεσε ουκ ολίγους συντρόφους φασίστες όταν επέστρεψε επ’ ολίγον (ακόμα και τον γαμπρό του Γκαλεάνο Τσιάνο) για να εκτελεστεί μετά από συντρόφους αριστερούς. Οπως και ο Χίτλερ έφαγε συντροφικό κόσμο στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, και μετά την τελευταία απόπειρα εναντίον του (20 Ιουλ. ’44) από τον κόμη Κλάους Φον Στάουφενμπεργκ, οπότε απαγχόνισε  κάποιες χιλιάδες συντρόφους του, τους δε επικεφαλής της συνωμοσίας τούς κρέμασε με χορδή πιάνου. (Εξαιρέσει του Ερβιν Ρόμελ τον οποίο εξανάγκασε σε αυτοκτονία). Δηλαδή, αυτή η μελό λέξη «σύντροφε», τελικώς δεν προστάτευσε κανέναν, ίσα-ίσα, τους πακετάρισε γρηγορότερα.

Τελευταίως, δε, με την κυριαρχία του κορέκτ, η λέξη «σύντροφος», εκτός από την υποτιθέμενη πολιτική, απέκτησε και άλλη νοηματική διάσταση. Τώρα δεν λέμε ερωμένος, γκόμενος, αγαπητικός, η στεφανωτική του, ο αρραβωνιάρης, το νταλκαδότεκνο (μόνιμος εραστής, στα Καλιαρντά), εκλεκτός της καρδιάς, σύζυγος, αλλά «σύντροφος». Μια λέξη, πλέον, καθωσπρέπει, που απο-ερωτικοποιεί το κυρίως περιεχόμενό της, τη βασική της ιδιότητα, και ακούγεται ουδέτερη, μικροαστική και ηθικίστικη. Απαλείφει την περιπαθή διάσταση, θαρρείς και δεν υπάρχει έρως στη σχέση, απλώς οι δύο είναι «σύντροφοι»,  δηλαδή συντρώγουν στον καναπέ μακαρόνια Μπολονέζ βλέποντας ενδεχομένως την «Γη της ελιάς», χωρίς να αγγίζονται καν.

Είναι σύντροφοι μέσα στην κακιά την κοινωνία και αντιμετωπίζουνε τις φουρτούνες της ζωής μαζί και ηρωικά, όπως ο Βασιλάκης Καΐλας. Ο έρως αποσιωπάται στη λέξη, η επιθυμία, το σεξ, το πάθος, η απόγνωση, η λατρεία, κι όλα γίνονται συντροφικά μέσα σ’ έναν ανούσιο ευφημισμό.  

Και ενώ υποτίθεται ότι είμαστε ανοιχτοί και λαρτζ στην ερωτική παρέκκλιση, η λέξη «σύντροφος» τι κάνει;  

Πασκίζει να αποκρύψει την ερωτική ουσία της σχέσης που θέλει να περιγράψει, αφαιρώντας απ’ αυτήν το πιο ουσιώδες, σε μια αποκορύφωση πουριτανικής υποκρισίας που θέλει να εμφανίζεται ως ελευθέρια. (Πού είσαι, Ηλία Πετρόπουλε;).

Κι έτσι γινόμαστε όλοι σύντροφοι και Κουίρ.  

Ο έρως δεν είναι ανίκατος μάχαν, έχει χάσει το παιχνίδι. Το πιο σημαντικό είναι πλέον ότι...

 

 τρώμε μαζί (σύν-τροφοι), ή τα τρώμε μαζί. 

Η λέξη έρως, ως βασικό συνθετικό (εραστής, ερωμένος) εξαφανίζεται ως μη καθώς πρέπει. Βάζεις τον όρο «σύντροφος» που είναι σκέτη γυψοσανίδα, ψευδοροφή και μπουζουριέρα, ένας πουριτανικός φερετζές για πάσα απόκλιση ή γούστο και όλοι οι ωραίοι μερακλήδες γίνονται μικροαστικά αξιοπρεπείς. Οπότε πορευόμαστε όλοι κατά συναλοιφή – και μην ξαναπείς τη λέξη «γκόμενος» γιατί θα μας κόψουν τη γλώσσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου