ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ (ΔΕΝ) ΣΒΗΝΟΥΝ: Η αγρότισσα της ζαρντινιέρας

Της Τασούλας Επτακοίλη

Θυμάται δεκάδες πεπόνια και καρπούζια αραδιασμένα στη βάση της ξύλινης στριφογυριστής σκάλας στο σπίτι στο νησί. Θυμάται και τη μυρωδιά τους, που ευωδίαζε όλα τα δωμάτια. Κάθε καλοκαίρι, το μποστάνι στο «καλό» χωράφι, με το πλούσιο, παχύ χώμα και τα υπόγεια νερά, έδινε τα δώρα του στην οικογένεια. «Μπόλικο μαξούλ’ έχουμε!» έλεγαν ικανοποιημένοι οι μεγάλοι. Και η σοδειά δεν περιελάμβανε μόνο ζουμερά, ολόγλυκα φρούτα, αλλά και ζαρζαβατικά, που στα χέρια της γιαγιάς και της μαμάς μετατρέπονταν σε λαχταριστά εδέσματα: μελωμένα γεμιστά, πεντανόστιμα λαδερά, «αέρινα» τηγανητά κολοκυθάκια, κολοκυθολούλουδα και μελιτζάνες, μεγαλοπρεπείς σαλάτες.

Βέβαια, εκείνη ως πιτσιρίκα θεωρούσε τις θερινές αγροτικές εργασίες σκλαβιά. Συμμετείχε σε όλες, από το κοπάνισμα των ρεβιθιών και το μάζεμα των χαρουπιών (πρώτης τάξεως τροφή για την Κρινιώ, την κατσίκα του παππού) μέχρι τον τρύγο, με το ζόρι, όμως, και συνήθως με τα μούτρα κατεβασμένα. Να κάνει βουτιές, να παίζει με τις φίλες της και να διαβάζει τα βιβλία της, αυτά ήθελε μόνο. Γιατί δεν την άφηναν στην ησυχία της;

Πέρασαν τα χρόνια, συθέμελα άλλαξαν όλα

Η γιαγιά πέθανε και, λίγα χρόνια μετά, έφυγε πρόωρα από τη ζωή και η μητέρα. Αχρησιμοποίητα έμειναν τα κατσαρολικά στην κουζίνα, τα χωράφια εγκαταλείφθηκαν και χορτάριασαν, τα καλοκαίρια έγιναν άοσμα και άγευστα. Κι έπειτα ήρθε ο ισχυρός σεισμός, που λάβωσε βαριά το σπίτι με την ξύλινη στριφογυριστή σκάλα. Ο κύκλος είχε κλείσει οριστικά.

Ωριμη γυναίκα σήμερα, εκείνο το κορίτσι συχνά σκέφτεται πόσο τυχερή είναι που μεγάλωσε με τέτοια βιώματα, που είδε από κοντά πώς λειτουργεί ο κύκλος της φύσης. Φέτος, στα μέσα της άνοιξης, αποφάσισε εκτός από μυρωδικά να σπείρει και πεπόνια. Σε ζαρντινιέρα κι ό,τι γίνει! Τα είδε να φυτρώνουν, να μεγαλώνουν, να απλώνουν τους τρυφερούς βλαστούς τους, να βγάζουν τα τόσο όμορφα κίτρινα ανθάκια τους. Δύο πεπόνια έχουν ήδη «δέσει»· είναι μικρά ακόμη, βέβαια, σαν μπαλάκια του τένις. Τα κοιτάει κάθε μέρα, τα χαϊδεύει, τα καμαρώνει, ανυπομονεί να ωριμάσουν. Γιατί αργούν τόσο, αλήθεια; Μήπως τα έχει προσβάλει κάποια ασθένεια;  

«Ολα όψιμα είναι φέτος, μην ανησυχείς. Θα έρθει η ώρα τους», την καθησυχάζει από το νησί ο πατέρας. «Ποιος να μου το έλεγε ότι θα γινόσουν αγρότισσα της ζαρντινιέρας!» την πειράζει.

Πράγματι. Αργησε να εκτιμήσει το χώμα, αλλά...

 

 τώρα το αγαπάει

Οχι τόσο για τους καρπούς που δίνει, αλλά γιατί πάνω του φύτρωσαν –και εξακολουθούν να φυτρώνουν– τόσο πολλές όμορφες αναμνήσεις.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου