ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΕΘΝΙΚΑ ΞΕΦΤΙΛΙΚΙΑ: Διπλός και μονός πατριωτισμός

 


Της ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Ένα από τα προβλήματα που θέτουν οι εθνο-θρησκευτικές μειονότητες είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια μορφή διττού πατριωτισμού κατά την οποία υπερισχύει εκείνος προς την παλιά, πραγματική ή φαντασιακή πατρίδα:
αυτή η προτεραιότητα μπορεί να αποβεί διαλυτική σε περιστάσεις εχθροπραξιών ή εντάσεων μεταξύ της χώρας καταγωγής και της χώρας εγκατάστασης. Τέτοιου είδους ερωτηματικά και τριβές σημειώθηκαν, για παράδειγμα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2001: δεν ήταν λίγοι οι μουσουλμάνοι στις δυτικές χώρες που έκριναν δικαιολογημένες τις εν λόγω ενέργειες.

Υπάρχει όμως και χειρότερη περίπτωση: ένα μέρος της μειονότητας, ή και το σύνολό της, δεν παραμένει «πιστή» μόνο σε ό,τι θεωρεί ρίζες, ταυτότητα και παράδοση, αλλά προσκολλάται στην παρούσα κατάσταση της παλιάς πατρίδας: νιώθει «απο-εδαφικοποιημένη»· το σώμα βρίσκεται π.χ. στην Ελλάδα, αλλά η ψυχή στην Τουρκία· αναγνωρίζει μάλλον την τουρκική παρά την ελληνική αρχή. Με λίγα λόγια, η «dual loyalty» μπορεί να κυμανθεί από την εύθυμη αναγνώριση μιας διπλής κουλτούρας και ταυτότητας, μέχρι την περίκλειστη «μειονοτική» ύπαρξη χωρίς ανταλλαγές με την ευρύτερη κοινωνία. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για έλλειψη επιθυμίας ένταξης, μιας διαδικασίας που εξαρτάται τόσο από τις διαθέσεις της μειονότητας όσο κι από τις δυνατότητες και τις πρακτικές της πλειονότητας.

Το πράγμα μπερδεύεται λίγο περισσότερο όταν η dual loyalty αφορά ξεχωριστά συμφέροντα που, δυνάμει, συγκρούονται μεταξύ τους: για παράδειγμα, τι γίνεται αν οι ρωσικές κοινότητες στις ΗΠΑ στηρίξουν ενεργά τον Βλαντιμίρ Πούτιν; Κι αν τον στηρίζουν μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν για να εκδηλώσουν αυτή τη στήριξη

Σε μια εποχή όπου το αφομοιωτικό μοντέλο έχει απορριφθεί από όλες τις χώρες με μειονοτικούς θύλακες, το πρόβλημα δεν είναι βεβαίως η αγάπη για μια προγονική «πατρίδα», αλλά το αν μέλη της μειονότητας αισθάνονται ή δεν αισθάνονται σύνδεση με το έδαφος και το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο ζουν: αν αυτό ισχύει για τη μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης, τίθεται ζήτημα εθνικής ασφάλειας· η τουρκική επιρροή —ήπια ισχύς, προπαγάνδα, κατασκοπεία— πρέπει να ερευνηθεί.

Σε χώρες με ισχυρή πολιτική κουλτούρα πατριωτισμού - εθνικής υπακοής και προδοσίας όπως οι ΗΠΑ, μπαίνει το ερώτημα αν ο άνθρωπος με dual loyalty είναι πρόθυμος να διαπράξει προδοσία υπέρ της παλιάς πατρίδας (πραγματικής ή φαντασιακής: το επαναλαμβάνω) και εναντίον της καινούργιας.  

Στην Ευρώπη υιοθετούμε μάλλον τη διεθνικιστική ερμηνεία: καθώς οι κοινωνίες γίνονται πιο ετερογενείς, ο όρος «dual loyalty» ακούγεται ισχνός· οι άνθρωποι μπορούν να έχουν τριπλή και τετραπλή loyalty υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές έννοιες του φυσικού και πολιτιστικού χώρου. Πράγματι, αυτό συμβαίνει στο περιβάλλον της οικουμενοποίησης και των παγκόσμιων νομάδων: αλλά, δεν είναι τέτοια η περίπτωση της μουσουλμανικής μειονότητας.

Η μουσουλμανική μειονότητα αναγνωρίζεται με το άρθρο 45 της Συνθήκης της Λωζάνης. Αριθμεί περίπου 100.000 άτομα που «ανήκουν» ή «δεν ανήκουν» σε τρεις εθνοτικές ομάδες: τους Τούρκους ή τουρκόφωνους ή τουρκογενείς, τους Πομάκους και τους τσιγγάνους. Με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Τουρκίας που υπόκειντο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης θα μετεγκαθίσταντο στην Ελλάδα εκτός από τις κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, και όλοι οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα θα μετανάστευαν στην Τουρκία εκτός από τους μουσουλμάνους της Θράκης. Όπως είναι γνωστό, μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 χριστιανοί Οθωμανοί υπήκοοι, ενώ έφυγαν από την Ελλάδα 670.000 μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι.

Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι στη Δυτική Θράκη ήταν πλειονότητα: η αναλογία ανετράπη όταν η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε με συστηματικό τρόπο χριστιανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Από τη συνθήκη της Λωζάνης μέχρι το 1954 η Ελλάδα χαρακτήριζε τη μειονότητα «μουσουλμανική». Το 1954, συμφώνησε να αναγνωρίσει τα σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά: ο νόμος 3065/1954, ο πρώτος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης, ισχύει μέχρι σήμερα, αν και το 1972, επί χούντας, άλλαξε ο χαρακτηρισμός των σχολείων από τουρκικά σε μουσουλμανικά ή μειονοτικά (Μ/ΚΑ).

Όσο για την ταύτιση των Πομάκων με τους Τούρκους οφειλόταν στην πολιτική έναντι της τότε κομμουνιστικής Βουλγαρίας η οποία είχε δήθεν επεκτατικές βλέψεις στη Θράκη και τη Μακεδονία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, οι Έλληνες υποψιάζονταν τους Πομάκους ως πιθανούς συνεργάτες των Βουλγάρων και των Σοβιετικών επειδή ζουν κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και μιλούν σλαβική γλώσσα, συγγενική με τα βουλγαρικά: γι’ αυτό εφαρμόστηκε η πολιτική της τουρκοποίησής τους (καταπληκτική ιδέα!) Σήμερα, λόγω αυτής της πολιτικής, μερικοί Πομάκοι αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι.

Πάμε παρακάτω. 

Το 1991 ο ανεξάρτητος βουλευτής Αχμέτ Φαϊκογλου είπε στη Βουλή ότι οι Πομάκοι έχουν «τουρκικό αίμα» και ότι η μειονότητα είναι τουρκική και μουσουλμανική. (Τι σημαίνει ακριβώς «τουρκικό αίμα»;) Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει και ο Αχμέτ Σαδίκ.  

Στο πέρασμα του χρόνου, η ελληνική πολιτική, για να αποφύγει την εκμετάλλευση της μειονότητας από τους Τούρκους, εγκατέλειψε τον χαρακτηρισμό «τουρκική» ενώ παραλλήλως θέσπισε το εκλογικό όριο του 3% καθιστώντας δυσκολότερη την εκλογή βουλευτών από τη μειονότητα. Υπενθυμίζω ότι το 1991 ο Αχμέτ Σαδίκ ίδρυσε το μειονοτικό κόμμα Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη το οποίο στις ευρωεκλογές του 2014 ήρθε πρώτο σε ψήφους στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης με το σύνθημα «Ευρώπη, Ευρώπη άκουσε τη φωνή μας, την ανεξάρτητη μειονοτική φωνή μας. Είμαστε κι εμείς εδώ».

Η ελληνική πολιτική υπήρξε φοβική και αμήχανη. Αλλά η διαχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας ήταν πολύ πιο περίπλοκη από όσο πίστευαν οι ΜΚΟ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα αριστερά κόμματα με τις πονεμένες καρδιές. Δεν ήταν, και δεν είναι, εύκολο να ανιχνευθεί η τουρκική επιρροή στην ελληνική επικράτεια, ούτε να οριστεί με ακρίβεια αυτό που θα ονομάζαμε «ανθελληνική» δράση: ωστόσο, και τα δύο υπάρχουν· δεν μπορούμε να τα απορρίψουμε ως έμμονες ιδέες των εθνικιστών και των συνωμοσιολόγων.

Ούτε η ένταξη ήταν ποτέ εύκολη: στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο στη Δυτική Θράκη εφαρμόζεται η Σαρία —άλλη μια θαυμάσια ιδέα!— και το ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να διαθέτει δημόσιους λειτουργούς, τους μουφτήδες, η ατζέντα των οποίων ποικίλλει κατά καιρούς. Πάντως, αν έχει κάποια σημασία, ο ιερός ισλαμικός νόμος είναι ανώτερος από το ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο. 

Όσο για τη συμμετοχή των μουσουλμανικών πληθυσμών στις εκλογές, τις τελευταίες δεκαετίες ψήφιζαν κατά πλειοψηφία αριστερά κόμματα που κάνουν συχνότερα λόγο για «δικαιώματα μειονοτήτων» και τα οποία φρονώ ότι έχουν παραμελήσει εντελώς τον παράγοντα της dual loyalty.

Γενικά, ήδη από τη δεκαετία του 1980, αριστεροί ακτιβιστές, στην προσπάθεια να αναδείξουν τις αδικίες έναντι των μουσουλμάνων της Θράκης, εργάστηκαν σε βάρος της ένταξης: το να κραδαίνεις «διαφορά» και «ταυτότητες» δεν είναι καινούργια τακτική. Αν οι ακραίοι εθνικιστές έβλεπαν πάντοτε στη μουσουλμανική μειονότητα την Πέμπτη Φάλαγγα, η αριστερά έβλεπε ...

 

μια καταπιεσμένη εθνο-θρησκευτική ομάδα που αγωνιζόταν για τα δικαιώματά της

Αλλά η λύση βρισκόταν στην ένταξη — στον ίδιο νομικό πολιτισμό, στο ίδιο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα· κανείς δεν μιλούσε για ένταξη· κι αν μιλούσε, δεν έκανε τίποτα για να την επιτύχει.

 Σήμερα, το να ονομάζουμε τις μουσουλμανικές κοινότητες «τουρκική μειονότητα» είναι ένα ακόμη αυτογκόλ που οφείλεται σε άγνοια γεωπολιτικής, άγνοια ιστορίας, άγνοια κινδύνου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου