ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟ-ΨΩΝΑΡΟ-ΨΕΥΤΟΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΟ-ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μόρφωση χαμηλού κυβισμού και ακαδημαϊκή φιλαυτία


Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ

 Οποιος έχει περάσει από το ελληνικό πανεπιστήμιο γνωρίζει: για την τουριστική φιλοσοφία της λούφας και της προαιρετικής παρακολούθησης που ισχύει σε πολλές σχολές· για την περίοπτη θέση της στείρας παπαγαλίας· για τις viral σημειώσεις που, σε πολλές περιπτώσεις, καταργούν κατ’ ουσίαν τα συγγράμματα και υποβαθμίζουν το γνωστικό αντικείμενο· για τα μαθήματα που περνιούνται με αντιγραφές, συνεννοήσεις και γνωριμίες· για τα πτυχία που δίνονται χαριστικά ή με κομματικές πλάτες.  

Είναι όμως και η ζωή μετά το πανεπιστήμιο που υπογραμμίζει την ανεπάρκειά του: οι πτυχιούχοι που δυσκολεύονται να συντάξουν μία πρόταση ή να κατανοήσουν ένα κείμενο, που αδυνατούν να απορροφηθούν από επαγγελματικούς κλάδους επειδή οι τίτλοι τους δεν συνοδεύονται από στοιχειώδεις πρακτικές δεξιότητες, που στερούνται βασικών γνώσεων τόσο στον τομέα τους όσο και γενικότερων, αποδεικνύουν ότι η νεοελληνική εμμονή με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση υπήρξε κυρίως πραγμάτωση ενός μικροαστικού πόθου για επιφανειακό κοινωνικό στάτους, παρά οργανωμένο πλάνο μόρφωσης.  

Με άλλα λόγια, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ελλάδα μπορεί να σημαίνει πολλά, αλλά και τίποτα· ενδέχεται να είναι ένα κενό, καλλιγραφικό γράμμα.

Σε ό,τι αφορά το κύρος του πτυχίου τους, λοιπόν, οι φύλακες της πανεπιστημιακής υπεροχής θα πρέπει μάλλον να μπολιάσουν την υπερηφάνεια τους με φειδώ και μετριοπάθεια. Το ελληνικό πανεπιστήμιο μαστίζεται από παθογένειες που δεν δικαιολογούν παθιασμένες περιαυτολογίες – τουλάχιστον όχι από άτομα που υποτίθεται ότι έχουν τα ιδανικά της μόρφωσης και της ακαδημαϊκής αίγλης σε μεγάλη εκτίμηση. Ομως η κουβέντα για την αξία των πτυχίων είναι αέναη και αδιέξοδη όταν τίθεται σε υποκειμενική βάση. Οι θιγμένοι από το Προεδρικό Διάταγμα ηθοποιοί μάς υπενθύμισαν τις τελευταίες ημέρες το μάταιο και αδόκιμο των φιλόδοξων συγκρίσεων: «Στη δική μας σχολή, οι εξετάσεις εισαγωγής είναι δυσκολότερες απ’ ό,τι στο πανεπιστήμιο!», «Στη δική μας, φτύνουμε αίμα και όποιος υποτιμά τις σπουδές μας είναι ανίδεος!». Οπου μαζεύονται πολλά καμάρια, η συζήτηση σπανίως οδηγεί σε ρεαλιστικές αποτιμήσεις.

Το γεγονός ότι ο καθένας περνάει την ακαδημαϊκή του οσμή για αγιόκλημα σημαίνει πως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις στο Δημόσιο, χρειαζόμαστε ένα σύστημα διάκρισης πιο στιβαρό και αμερόληπτο. Το κράτος δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από την ένταση της φωνής των εκάστοτε διαμαρτυρόμενων, επομένως, για λόγους θεσμικής αξιοπιστίας, είναι υποχρεωμένο να υιοθετεί ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να κατηγοριοποιήσει τα πτυχία των ενδιαφερομένων με τρόπο που να βγάζει νόημα στο πλαίσιο του σκοπού του. Τα αντικειμενικά κριτήρια δεν είναι άψογα· δεν αποτελούν εργαλεία εξαντλητικής αποτύπωσης ταλέντων και ακαδημαϊκών εφοδίων· είναι όμως σταθερά και θέτουν συγκεκριμένες προδιαγραφές, είτε αρέσουν είτε όχι: για κάποιους οι Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν είναι σημαντικές, όμως δεν παύουν να αποτελούν αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης· το ίδιο και η τετράχρονη φοίτηση· έπειτα υπάρχει και το άρθρο 16 που ορίζει με απόλυτο τρόπο την ανώτατη εκπαίδευση: άραγε όσοι διαμαρτύρονται για την υποτίμηση των σπουδών τους είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν την πολιτική και ιδεολογική ευθύνη της αναθεώρησής του;

Με εξαίρεση τους τομείς υψηλής εξειδίκευσης, δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστέψουμε ότι ένας απόφοιτος ΑΕΙ έχει περισσότερα να εισφέρει σε μια τυπική ελληνική δημόσια υπηρεσία από έναν απόφοιτο του Εθνικού Θεάτρου. Και οι δύο έδωσαν εξετάσεις για να εισαχθούν, και οι δύο παρακολούθησαν δύσκολα μαθήματα, και οι δύο ζορίστηκαν για να τελειώσουν τη σχολή τους. Το πιθανότερο, δε, είναι πως κανείς δεν θα χρειαστεί να επιστρατεύσει τις ακαδημαϊκές του γνώσεις κατά την τέλεση των καθηκόντων του. Εφόσον, όμως, τα αντικειμενικά κριτήρια θεσπίζονται για να διαγιγνώσκουν γενικές διαφορές κλάσης, κι εφόσον δεν είναι όλες οι καλλιτεχνικές σχολές αντίστοιχης βαρύτητας με τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (ή εποπτευόμενες από το κράτος), τα προσόντα των υποψηφίων προς πρόσληψη πρέπει να αξιολογηθούν και να ιεραρχηθούν λίγο πιο γραφειοκρατικά. Προκύπτει εύλογα ένα θέμα επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεράνω ταυτοτήτων και κατηγοριοποιήσεων: όποιος στοχεύει στον διορισμό του στο Δημόσιο πρέπει να συμφιλιωθεί με τις απαιτήσεις του Δημοσίου. Είναι πεζές, γνωστές και ισχύουν για όλους. Δεν χωράνε όλες οι προοπτικές στην ίδια επιλογή και σίγουρα κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα.

Η διαχρονική περιφρόνηση του κράτους προς τις τέχνες και τα γράμματα, την προαγωγή τους και τις επαγγελματικές τους προεκτάσεις εξηγεί και την αμηχανία στη μεταχείριση των καλλιτεχνών και των πτυχίων τους. Η εξαλλοσύνη των καλλιτεχνών με αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 εμπεριέχει μεν πραγματολογικά σφάλματα (όπως είναι η συγκυριακώς βολική αγνόηση του συνταγματικού υποβάθρου του), αλλά απορρέει από την κρατική ολιγωρία: οι καλλιτέχνες με τα «ανίσχυρα» πτυχία θα μπορούσαν να έχουν ισχυρότερα, αν η πανεπιστημιακή «αγορά» τούς έδινε την ευχέρεια να αποκτήσουν· αν το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους περιόριζε σε στερεοτυπικές επιλογές που δεν τους καλύπτουν υπαρξιακά. 

Ισως τότε να μην είχαν ανάγκη κι αυτό το άνοστο βόλεμα στο Δημόσιο, που...

 

 τόσο απάδει προς την επαναστατική ορμή και την καλλιτεχνική τους ιδιότητα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου