ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Χάσμα εκπαιδευτικών βαθμίδων

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.


To ρεπορτάζ της «Καθημερινής» της Κυριακής 8/1/2023 για τα προβλήματα στην ορθογραφία των κειμένων των φοιτητών ανακίνησε όχι μόνο ένα ειδικό, γνωστό, θέμα γνώσεων, αλλά και ένα γενικότερο θέμα δημόσιας πολιτικής για την εκπαίδευση. Το ειδικότερο θέμα είναι η «επιδημία ανορθογραφίας», ενώ το γενικότερο είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στις «εκροές» της εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής (ώρες διδασκαλίας, διορισμοί εκπαιδευτικών κ.ά.) και τα ουσιαστικά «αποτελέσματά» της.

Το απογοητευτικό αποτέλεσμα ως προς την ορθογραφία δεν είναι νέο θέμα ούτε αποκλειστικά ελληνικό. Συνδέεται με πλήθος παραγόντων, όπως με τη διάχυση του «πολιτισμού της εικόνας» εις βάρος των παραδοσιακών τρόπων μάθησης και επικοινωνίας και με τη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Ούτε η στροφή των νεότερων γενιών προς την ψηφιακή εικόνα αντί για την τυπωμένη σελίδα ούτε το άνοιγμα των πανεπιστημίων σε πολλά κοινωνικά στρώματα με χαμηλότερο μορφωτικό κεφάλαιο είναι αρνητικές εξελίξεις. Δεν θα μπορούσε ούτε θα έπρεπε η ελληνική εκπαίδευση να περιχαρακωθεί σε μάχες οπισθοφυλακής κατά της διάδοσης νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας. Το ίδιο ισχύει για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι ανοικτή προς όλους, αλλά δεν μπορεί να είναι τόσο επιλεκτική όσο ήταν στη μεγαλύτερη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφικό με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Υπάρχει κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση (Σύνταγμα άρ. 16 παρ. 4). Πάντως, ακόμη και όσοι δεν θεωρούν το αγαθό της μόρφωσης πρωτεύον δημόσιο αγαθό που θα πρέπει να διανέμεται δίκαια, θα παραδέχονταν ότι χωρίς πολύ περισσότερο από το υπάρχον και εξειδικευμένο, άρα στοχευμένα μορφωμένο, ανθρώπινο δυναμικό, η περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας δεν είναι δυνατή.

Για να επιτευχθούν, όμως, οι παραπάνω στόχοι, θα πρέπει το επίπεδο των εισερχόμενων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι τέτοιο, ώστε αυτοί να μπορούν να παρακολουθήσουν τα εισαγωγικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και να αποδώσουν στοιχειωδώς σε αυτά. Παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει πρόσφατα στο λύκειο, το χάσμα μεταξύ του συνήθους επιπέδου των αποφοίτων λυκείου και των απαιτήσεων του πρώτου έτους πανεπιστημίου διατηρείται βαθύ. Με εξαίρεση τις πιο ανταγωνιστικές σχολές με υψηλές βάσεις εισαγωγής, στις υπόλοιπες οι νεοεισερχόμενοι φοιτητές μεσαίων και χαμηλών δυνατοτήτων βρίσκονται αντιμέτωποι με απαιτήσεις που τους ξεπερνούν. Γι’ αυτούς, όμως, κυρίως, έπρεπε να μεριμνούν η δημόσια πολιτική για την εκπαίδευση και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί (καθηγητές λυκείων και ΑΕΙ). Οι υπόλοιποι φοιτητές, εφόσον προέρχονται από περιβάλλον με υψηλό μορφωτικό και κατά τεκμήριο οικονομικό κεφάλαιο, δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα. Με πόρους των οικογενειών τους μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της λυκειακής εκπαίδευσής τους.

Συνολικά το λύκειο, όντας θύμα της στενής σύνδεσής του με τις εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, παραμένει η «μαύρη τρύπα» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οσες γνώσεις είναι χρήσιμες για τις εισαγωγικές εξετάσεις διδάσκονται εν μέρει στο λύκειο και κυρίως στα φροντιστήρια. Οι υπόλοιπες γνώσεις, αλλά και δεξιότητες, οι οποίες μάλιστα είναι αυτές που η φοίτηση στο πανεπιστήμιο απαιτεί (π.χ. ικανότητα σύνθεσης και αξιολόγησης της διδασκόμενης ύλης), ούτε διδάσκονται ούτε ζητούνται από τους μαθητές λυκείου.

Αυτό αντανακλάται στο επίπεδο των νεοεισερχόμενων στα ΑΕΙ φοιτητών, το οποίο είναι χαμηλότερο από ό,τι συχνά νομίζεται. Φοιτητές και φοιτήτριες όχι μόνο δεν ορθογραφούν, αλλά έχουν και δυσκολία να εκφραστούν στα ελληνικά. Διαβάζοντας γραπτά εξετάσεων στο πρώτο έτος σπουδών, έχει κανείς την εντύπωση ότι προέρχονται από ελληνομαθείς, δηλαδή ξένους υπηκόους που έχουν μάθει τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Υπάρχει πλήθος λαθών στο συντακτικό και αστοχιών στην επιλογή των λέξεων.  

Οι αδυναμίες στο συντακτικό και στη γραμματική επισημάνθηκαν ήδη πέρυσι, τον Μάιο του 2021, κατά την πρώτη εφαρμογή των Εθνικών Εξετάσεων Διαγνωστικού Χαρακτήρα (η λεγόμενη «Ελληνική PISA», ν. 4823/2021), όπου, παρά τα μάλλον ενθαρρυντικά αποτελέσματα, τα ποσοστά αποτυχίας των εξεταζόμενων ως προς τη γραμματική και το συντακτικό ήταν υψηλότερα από ό,τι ως προς το λεξιλόγιο. Το ζήτημα είναι ότι με την «Ελληνική PISA» εξετάστηκαν τελειόφοιτοι δημοτικού και γυμνασίου. Δεν εξετάστηκαν τελειόφοιτοι λυκείου, όσοι δηλαδή βρίσκονταν ένα σκαλοπάτι πριν από το πανεπιστήμιο.

Στις ίδιες εξετάσεις τα επίπεδα αποτυχίας ως προς τα μαθηματικά ήταν ακόμα υψηλότερα. Και αυτό έχει παρατηρηθεί σε πρωτοετείς φοιτητές, πολλοί από τους οποίους δεν είναι αριθμητικώς εγγράμματοι (numerate). Σε σχολές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών δυσκολεύονται να κατανοήσουν ακόμη και απλούς περιγραφικούς στατιστικούς πίνακες ή γραφήματα.

Χάσμα υπάρχει, ως γνωστόν, επίσης ανάμεσα...

 

 στις γνώσεις και δεξιότητες που έχουν απόφοιτοι λυκείων και πανεπιστημίων και σε εκείνες που «ζητάει η αγορά».  

Το 2023, για πρώτη φορά, τέτοιες θα ζητήσει και το Δημόσιο. Τον προσεχή Μάρτιο, ο μεγάλος εισαγωγικός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για αποφοίτους ΑΕΙ και ΤΕΙ (πρώτη εφαρμογή του ν. 4765/2021) δεν θα περιλαμβάνει μόνο τεστ γνώσεων, αλλά και βασικών γλωσσικών και αριθμητικών δεξιοτήτων, καθώς και δεξιοτήτων ανάλυσης, επίλυσης προβλημάτων και ιεράρχησης προτεραιοτήτων στον χώρο εργασίας. Αυτή είναι μια επαινετή πρωτοβουλία του ΑΣΕΠ. 

Πόσες φορές, ως εξυπηρετούμενοι πολίτες, δεν έχουμε συναντήσει στα γκισέ των δημοσίων υπηρεσιών υπαλλήλους που καταφανώς δεν έχουν στοιχειώδεις δεξιότητες; 

Πόσοι, όμως, από τις 107.000 που δήλωσαν συμμετοχή στον διαγωνισμό του Μαρτίου για τις περίπου 5.000 νέες θέσεις στο Δημόσιο θα πάρουν τη βάση στα τεστ δεξιοτήτων; 

Είναι αβέβαιο, ενώ βέβαιο είναι ότι, εδώ και δεκαετίες, καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης δεν τους έχει προετοιμάσει για να εργαστούν ούτε στον ιδιωτικό ούτε πλέον στον δημόσιο τομέα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου