ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: To εμπόλεμο με την Αλβανία

 

Του Παντελή Σαββίδη

Με αφορμή την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αλβανία συζητείται και το θέμα της άρσης του εμπολέμου με τη γειτονική χώρα.  

Πως ακριβώς έχει η υπόθεση;

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1979 η ελληνική κυβέρνηση είχε δρομολογήσει σημαντική εξέλιξη στο θέμα των περιουσιών των τσάμηδων της Θεσπρωτίας.

Οι περιουσίες αυτές, κυρίως, μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, τέθηκαν υπο μεσεγγύηση για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό.

Νομοσχέδιο που κατέθεσαν στη βουλή οι Ράλλης και Μητσοτάκης στις 29 Δεκεμβρίου 1979 προέβλεπε την άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία.

Η αντιμετώπιση του θέματος της μεσεγγύησης των περιουσιών Αλβανών θα γινόταν με διμερείς διαπραγματεύσεις αφού εκκρεμούσαν και αιτήματα βορειοηπειρωτών για εθνικοποιήσεις των περιουσιών τους  από το καθεστώς του Χότζα.

Λόγω έντονων αντιδράσεων στο εσωτερικό και ενόψει της εκλογολογίας που πυροδοτούσε το ενδεχόμενο μεταπήδησης του Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε και το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα.

Τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν ότι η ελληνική διπλωματία προσανατολιζόταν προς την άρση του εμπολέμου και την αντιμετώπιση του ζητήματος των μεσεγγυήσεων των αλβανικών περιουσιών ώστε να μπορέσει και η Ελλάδα να θέσει το θέμα των εθνικοποιημένων περιουσιών της μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο.

Από την αρχή της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του ο Παπανδρέου επεδίωξε την ουσιαστική βελτίωση των διμερών ελληνοαλβανικών σχέσεων μέσω της άρσης της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία.

Δύο μήνες μετά τις εκλογές του 1985, έγιναν γνωστές πτυχές του νομοσχεδίου που επεξεργαζόταν το υπουργείο εξωτερικών για την άρση του εμπολέμου.

Με αυτές έπαυε ο χαρακτηρισμός της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους, αλλά, διατηρούνταν η μεσεγγύηση των αλβανικών περιουσιών στην Ελλάδα.

Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών υποστήριζε ότι η εμπόλεμη κατάσταση έληξε με την υπογραφή ελληνοϊταλικής συνθήκης ειρήνης το 1947, στην οποία η Αλβανία δεν αναφερόταν ως «εχθρική δύναμη» αλλά σαν «συνασπισμένη δύναμη ενάντια στην Ιταλία».

Επίσης, με βάση τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να συνδυαστεί η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με τη διατήρηση εμπόλεμης κατάστασης.

Η Νομική Υπηρεσία πρότεινε ως προσφορότερη ημερομηνία για την έναρξη της ισχύος της άρσης του εμπολέμου το 1971 προκειμένου να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής τα μέτρα μεσεγγύησης των αλβανικών περιουσιών από το 1947 έως το 1971.

Το ζήτημα παρέμεινε αδρανές εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων από τις ηπειρωτικές οργανώσεις.

Για να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό, η κυβέρνηση αποφάσισε τον Ιούνιο του 1986 την αναβολή της άρσης.

Ο Παπούλιας τόνισε ότι πρόκειται για προσωρινή αναβολή.  Στα μέσα Δεκεμβρίου τόνισε ότι η Ελλάδα σκόπευε να άρει το εμπόλεμο τους πρώτους μήνες του 1987.

Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας και μετά την έκδοση της πράξης του υπουργικού συμβουλίου για άρση του χαρακτηρισμού της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους ήταν έντονες.

Προκειμένου να προσβάλλουν την άρση του εμπολέμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, οι βορειοηπειρωτικές οργανώσεις επικαλέστηκαν το άρθρο 36 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος και συνομολογεί συνθήκες, τα νομοθετικά διατάγματα 423/1947 και 441/1947 για την κύρωση των συνθηκών ειρήνης των Συμμάχων με Ιταλία και Βουλγαρία αντίστοιχα, και τους νόμους 2013/1952 και 2110/1952 περί λήξης της εμπόλεμης κατάστασης με Γερμανία και Αυστρία αντίστοιχα.

Το Φεβρουάριο του 1987 διαφάνηκε ρήξη στις σχέσεις του προέδρου της Δημοκρατίας με την κυβέρνηση με αφορμή την άρση του εμπολέμου.

Σε δημόσιες ομιλίες ο Σαρτζετάκης συνήθιζε να αναφέρεται εκτενώς  στα εθνικά θέματα.

Έτσι άφησε να εννοηθεί ότι δεν υπέγραψε το διάταγμα για την άρση.


Ο Παπανδρέου δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Όμως, η άρση του εμπολέμου έπρεπε να γίνει μέσω προεδρικού διατάγματος , δεδομένου ότι είχε επιβληθεί με βασιλικό διάταγμα.

Η έκδοση υπουργικής απόφασης δεν αποτελούσε επιλογή, αφού θα ήταν νομικά διάτρητη και ευπρόσβλητη σε αίτηση ακύρωσης στα διοικητικά δικαστήρια.

Η άρση μέσω νόμου ήταν δυσχερής αφού θα έπρεπε να λάβει χώρα συζήτηση στη βουλή, όπου η αντιπολίτευση θα όξυνε την αντιπαράθεση.

Η κυβέρνηση προτίμησε να διαψεύσει τη διάσταση απόψεων Παπανδρέου- Σαρτζετάκη και έκανε λόγω για δυνατότητα άρσης του εμπολέμου με «μονομερή δήλωση του υπουργού εξωτερικών ή του υπουργικού συμβουλίου».

Η λύση που τελικά προκρίθηκε ήταν η πράξη του υπουργικού συμβουλίου η οποία εκδόθηκε την 28η Αυγούστου 1987.

Η δήλωση, απλώς, αποχαρακτήριζε την Αλβανία ως εχθρικό κράτος, δίχως να ρυθμίζει το θέμα των μεσεγγυήσεων.

Η άρση του εμπολέμου τη χρονική εκείνη στιγμή έγινε προκειμένου να μπορέσει ο υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας να επισκεφθεί την Ελλάδα. Ωστόσο, αποτελούσε πάγια επιδίωξη του Παπανδρέου.

Παρότι η δήλωση του υπουργικού συμβουλίου δεν πήρε τη μορφή πράξης και άρα δεν δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ, δεν αμφισβητήθηκε, τελικά, η εγκυρότητά της.

Τα πρακτικά του υπουργικού συμβουλίου κυρώθηκαν ένα μήνα μετά από τον Παπανδρέου και το γραμματέα του Συμβουλίου.

Ως έναρξη ισχύος της άρσης του εμπολέμου ορίστηκε η 28η Αυγούστου 1987, δηλαδή, η ημέρα σύγκλισης του υπουργικού συμβουλίου.

Η μη κύρωση της άρσης με νόμο δεν δημιουργούσε πρόβλημα, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 82 του Συντάγματος, η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας.

Η στάση της αλβανικής κυβέρνησης ήταν απόλυτα θετική. Στήριξε τον Παπανδρέου προσωπικά τον οποίο χαρακτήρισε ρεαλιστή.

Το γεγονός ότι ουδέποτε η άρση του εμπολέμου έγινε με νόμο, προεδρικό διάταγμα ή συνθήκη, έδωσε αφορμή για διαιώνιση του ζητήματος.

Η αλβανική πλευρά φοβόταν ότι η ύπαρξη μιας απλής δήλωσης δε διασφάλιζε, από νομικής άποψης, τη χώρα τους.

Ακόμη και ύστερα από χρόνια, η Αλβανία έθετε το θέμα και, ιδίως, παρά την υπογραφή, στις 21 Μαρτίου 1996, συμφώνου φιλίας, συνεργασίας, καλής γειτονίας και ασφάλειας.

Τον Ιούλιο του 2000 στα Τίρανα ο Αλβανός πρόεδρος Ρετζέπ Μεϊντάνι, ζήτησε από τον υπουργό εθνικής άμυνας  Άκη Τζοχατζόπουλο να αρθεί το εμπόλεμο με νόμο από την ελληνική βουλή.

Σε ομιλία του το Σεπτέμβριο του 2000 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, κατά τη σύνοδο της χιλιετίας, ο Μεϊντάνι έθεσε ξανά το θέμα κριτικάροντας έμμεσα και την επιλογή των κρατών μελών της ΕΟΚ το 1979 να δεχθούν την ένταξη της Ελλάδας παρά την ύπαρξη «εμπόλεμης κατάστασης» με ένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος.

Η με νόμο άρση του εμπολέμου εξακολουθούσε να αποτελεί αίτημα της Αλβανίας και τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα .

Στις 17 Ιανουαρίου 2013, η αλβανική κυβέρνηση, δια του υπουργού εξωτερικών Έντμοντ Παναρίτη κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον Έλληνα πρεσβευτή στα Τίρανα Λεωνίδα Ροκανά, έθεσε το ζήτημα.

Το ίδιο ζήτημα έθεσε ο διάδοχός του Ντίτμιρ Μπουσάτι στον ομόλογό του υπουργό εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο στα Τίρανα στις 17 Οκτωβρίου 2013.

Ο Έλληνας υπουργός απάντησε πως νομικά ισχύει και αρκεί η πράξη του υπουργικού συμβουλίου του 1987.

Ταυτόχρονα έκανε έμμεση αναφορά στο θέμα των αλβανικών περιουσιακών αιτημάτων καλώντας οποιονδήποτε θεωρεί πως έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει ατομικά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αντίστοιχα νομικά κενά υφίστανται όχι μόνο από ελληνικής πλευράς αλλά και από αλβανικής.

Στις 9 Απριλίου 1939 το αλβανικό κοινοβούλιο κήρυξε την ένωση των στεμμάτων Αλβανίας και Ιταλίας. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε χώρα ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, ήταν ταυτόχρονα και με την Αλβανία.

Αφού ανέλαβε την ηγεσία της  Αλβανίας ο Χότζα, το 1944, ακύρωσε όλες τις αποφάσεις και νόμους επι βασιλείας Αχμέτ Ζόγου.

Τον Ιούλιο του 1992 ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα ακύρωσε αντίστροφα τους νόμους του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανήλθαν σε ισχύ οι αντίστοιχες επι Ζόγου.

Έτσι, τυπικά, θα μπορούσε να γίνει λόγος για...

 

 διατήρηση του εμπολέμου με την Ελλάδα και από την Αλβανία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου