Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Ακούγονται σαν τίτλοι ταινιών ή σαν συνθηματικές φράσεις που περιγράφουν κάτι επίκαιρο και, πιθανόν, αβαθές. Η Μεγάλη Παραίτηση και η Σιωπηλή Παραίτηση, όμως (Great Resignation και Quiet Quitting, αντίστοιχα), είναι πολύ παραπάνω από τσιτάτα της εποχής. Είναι εργασιακά και κοινωνικά φαινόμενα που μπορεί να έγιναν εμφανή, να ονοματοδοτήθηκαν και να συζητήθηκαν συστηματικά μετά την πανδημία, αλλά έχουν γερές ρίζες σε ένα σύστημα που προηγείται της κρίσης. Οι κρίσεις άλλωστε δεν γεννούν απαραίτητα νέα προβλήματα, αλλά πολλές φορές δίνουν ευκαιρία σε ήδη υπάρχοντα να φανερωθούν: έτσι, οι μαζικές παραιτήσεις δεν προέκυψαν εν κενώ· η αλλαγή της νοοτροπίας των εργαζομένων δεν συντελέστηκε εν μια νυκτί· ο κόσμος είχε αλλάξει πριν καταλάβουμε ότι άλλαξε.
Η εξ αποστάσεως εργασία ή, σε περιπτώσεις που αυτή δεν κατέστη δυνατή, η εργασία σε διαφορετικό οργανωτικό πλαίσιο έριξαν φως στην υπαρξιακή συνθήκη της επαγγελματικής απασχόλησης. Η αλλαγή παραστάσεων και τρόπου λειτουργίας ταρακούνησε μια ρουτίνα εργασιακού συμβιβασμού και ακινησίας, με αποτέλεσμα το έμψυχο δυναμικό μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων να σκεφτεί τα πράγματα από την αρχή, πιο ψύχραιμα και κατασταλαγμένα απ’ ό,τι συνήθως· τα αποτελέσματα αυτής της περισυλλογής αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποκαλυπτικά: η δουλειά από το σπίτι ή με διαφορετικό πρόγραμμα είναι σε πολλές περιπτώσεις πιο παραγωγική και ξεκούραστη από τη συμβατική δουλειά στο γραφείο· η δουλειά στο γραφείο προξενεί δυσανάλογο και ασύμφορο στρες, χωρίς η απόδοση να συναντά κατ’ ανάγκην υποκειμενικούς και αντικειμενικούς στόχους· πολλές από τις πάγιες παραμέτρους της δουλειάς όπως τις γνωρίζαμε μέχρι πρότινος (ωράριο, οργανόγραμμα, κανόνες, εργασιακά ήθη) μοιάζουν εκ των πραγμάτων απαρχαιωμένες. Η γνωριμία με έναν κόσμο νέων δυνατοτήτων ενέπνευσε τους εργαζομένους να αναζητήσουν κάτι καλύτερο· κυρίως, όμως, τους έδειξε ότι το καλύτερο είναι δυνατό.
Ο εύκολος μονόδρομος
Η αλλαγή εργασίας σε μεγάλους αριθμούς, με αξιοθαύμαστο συγχρονισμό και έντονη συχνότητα είναι προϊόν μιας καινούργιας ιεράρχησης: η ποιοτική ζωή που δίνει έμφαση στη συναισθηματική και πνευματική πληρότητα, απαλλαγμένη από την καταπίεση των εξουσιαστικών σχέσεων, έχει τώρα αποκτήσει προτεραιότητα έναντι του βιοπορισμού με στενά τεχνικούς όρους.
Παράλληλα, η παραδοσιακή εργασία έχει χάσει ακόμη και το πρακτικό της γόητρο: δεν αποφέρει τις επιθυμητές και δίκαιες απολαβές, δεν δίνει καν το κίνητρο της λεγόμενης ασφάλειας. Είναι άλλο πράγμα να καταπιέζεσαι και να ανταμείβεσαι πλουσιοπάροχα ή έστω επαρκώς γι’ αυτό, και άλλο να φθείρεσαι χωρίς ανταλλάγματα που αξίζουν τον κόπο (αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει).
Η εποχή της εργασιακής εξερεύνησης και της διαρκούς κινητικότητας (job hopping), λοιπόν, χαρακτηρίζεται από ένα είδος ξεγνοιασιάς επειδή, παρ’ όλες τις δυσκολίες της, δεν εμπεριέχει τον παράγοντα της «θυσίας». Δεν υπάρχουν πια επαγγελματικοί «γάμοι» τους οποίους κάποιος διαλύει για να «ακολουθήσει το όνειρο». Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατάσταση είναι δυσχερής ό,τι και να επιλέξει ο εργαζόμενος, επομένως το να επιλέξει τη λιγότερο δυσάρεστη λύση είναι μονόδρομος.
Για τους δυσαρεστηµένους που αναγκάζονται να παραμείνουν στη δουλειά τους επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, η λεγόμενη Σιωπηλή Παραίτηση ερμηνεύεται και εφαρμόζεται είτε ως σκληρή δικαιοσύνη, είτε ως νόμιμο αντίδοτο, είτε και ως υπόγεια εκδίκηση προς τον κακό ή ανεπαρκή εργοδότη.
Απαντά σε δύο μορφές: από τη μία, έχουμε εργαζομένους απολύτως συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, οι οποίοι όμως δεν παρεκκλίνουν ούτε χιλιοστό από αυτές (ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι), και από την άλλη, εργαζομένους που ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους με τον πιο στοιχειώδη τρόπο – κάνοντας δηλαδή τα απολύτως αναγκαία.
Οι λόγοι έχουν να κάνουν κυρίως με την κουλτούρα της εργοδοσίας, η οποία, ειδικά στην Ελλάδα, είναι σε μεγάλο βαθμό στρεβλή και ακαλλιέργητη: οι εργαζόμενοι καλούνται να συνεργαστούν με εργοδότες οι οποίοι αντιλαμβάνονται την εξαρτημένη εργασία ως σχέση υποταγής, αδυνατώντας να διαχωρίσουν την προσωπική από την επαγγελματική τους φυσιογνωμία και να σεβαστούν νομικούς και ηθικούς κανόνες. Οι θέσεις εργασίας συχνά προσφέρονται υπό μορφή μιας κατά φαντασίαν χάρης, στο πλαίσιο της οποίας ο εργαζόμενος οφείλει να είναι ευγνώμων και μονίμως ικανοποιημένος, ενώ ο εργοδότης δικαιούται να είναι καλός, στρυφνός, διαχυτικός, απόμακρος, φιλικός ή τυραννικός κατά το δοκούν και πάντα «για το καλό της δουλειάς». Αυτή η δυναμική, όμως, έχει πια πτωχεύσει.
Η μοντέρνα εργασιακή πραγματικότητα βασίζεται...
στο δόγμα της «προσαρμοστικότητας» και αυτό δεν είναι καθόλου παράλογο. Οφείλουμε πράγματι να εναρμονιζόμαστε με την αλλαγή, να ακολουθούμε την εποχή μας, να μαθαίνουμε συνεχώς, να εξελίσσουμε τις δεξιότητές μας, να αναζητούμε την πρόοδο με κάθε δυνατό μέσο.
Αυτή όμως δεν μπορεί παρά να είναι μια αμφίδρομη διαδικασία έχει έρθει η ώρα να γίνει σαφές πως δεν οφείλουν μόνον οι απλοί εργαζόμενοι να προσαρμόζονται, αλλά και οι εργοδότες. Και όπως ακριβώς τα ζητούμενα μιας δουλειάς ορίζονται από αυτόν που την προσφέρει, έτσι κι εκείνος που προσφέρει την εργασία του προς εκπλήρωση της δουλειάς αυτής, ορίζει τις δικές του προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλές πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, αλλά υπάρχουν και κάμποσοι πορτοκαλεώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου