ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΚΗΦΗΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: Ποιος τελικά δεν θέλει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών;

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Toυ ΝΙΚΟΥ ΣΑΛΤΕΡΗ*

Η είδηση περί νέας αναβολής της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών
(«Καθημερινή», 30 Νοε.) απογοήτευσε όσους τη θεωρούν αυτονόητη παιδαγωγικά και υπηρεσιακά υποχρέωση και καθήκον της Πολιτείας.  

Αντιθέτως, οι πολέμιοί της –κυρίως εκπαιδευτικοί– άρχισαν τους πανηγυρισμούς, υποστηρίζοντας ότι η αναβολή υποκρύπτει την οριστική ματαίωσή της και πως αυτή οφείλεται στους «αγώνες» τους. Την επομένη, βέβαια, του δημοσιεύματος, το υπουργείο Παιδείας με ανακοίνωσή του δήλωσε ότι δεν τίθεται θέμα ματαίωσης και ότι η ατομική αξιολόγηση «θα ξεκινήσει εντός της τρέχουσας σχολικής χρονιάς, όπως ήταν προγραμματισμένο, με την ολοκλήρωση της επιλογής των νέων Συμβούλων Εκπαίδευσης, η οποία είναι σε τελική φάση». Η διαβεβαίωση μένει να αποδειχθεί, αν και η μέχρι σήμερα εμπειρία μαρτυρά ότι η αναβολή και εν συνεχεία η ματαίωση υλοποίησης της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποτελεί κανόνα.  

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή είναι ενδεικτική

Μετά την αναστολή των ατομικών Εκθέσεων των Επιθεωρητών το 1980, με απόφαση του Βαγγέλη Κοντογιαννόπουλου, το 1985, το τότε πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ επιχείρησε την κατάθεση σχετικών νομοθετημάτων, ενέργεια που προκάλεσε τη βίαια αντίθεση της ΠΑΣΚ και οδήγησε στη διάσπασή της. Λίγο αργότερα, ο Απόστολος Κακλαμάνης επανήλθε με σειρά καλά επεξεργασμένων ΠΔ (1988), που και πάλι συνάντησαν αντιδράσεις. Εκτοτε σε όλα τα σημαντικά εκπαιδευτικά νομοθετήματα και των δύο κομμάτων εξουσίας υπήρξαν σχετικές προβλέψεις. Πάντα, όμως, έμεναν ανενεργές μέχρι την επόμενη νομοθέτησή τους.  

Από εκείνη την εποχή, υπάρχουν πολλά ανέκδοτα που παρουσιάζουν τις προσπάθειες στελεχών της εκπαίδευσης μας σε διεθνείς συναντήσεις να «μεταφράσουν» σε ξένους συναδέλφους τους τη φράση: «υπάρχει νόμος για την αξιολόγηση, αλλά δεν υλοποιείται στην πράξη», που προξενούσε τα ειρωνικά μειδιάματά τους.  

Μόνο κατά την περίοδο 2010-14, αρχικά από πρόθεση (της Αννας Διαμαντοπούλου) και στη συνέχεια υπό την πίεση των μνημονιακών υποχρεώσεων (Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος), οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας νομοθέτησαν ύστερα από συμβουλευτική έκθεση ομάδας ειδικών (2013) ένα συνεκτικό σύστημα Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση (αυτοαξιολόγηση σχολείων-δομών, ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, ανεξάρτητη εποπτεύουσα αρχή). Ομως και πάλι, στον πυκνό εκείνο πολιτικά χρόνο, η υλοποίηση της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της έδρας καθυστερούσε –και θα καθυστερούσε ακόμα περισσότερο όσο πλησίαζαν οι εκλογές (2015). Ολοκληρώθηκε, όμως, η αξιολόγηση των στελεχών πρώτης γραμμής (περίπου 1.000), ενώ αυτή των Διευθυντών Σχολείων, παρά το γεγονός ότι οι σχετικές εκθέσεις συντάχθηκαν, με εντολή της πολιτικής ηγεσίας δεν αναρτήθηκαν ποτέ στην ψηφιακή πλατφόρμα. 

Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, πιστή στις εξαγγελίες της, όχι μόνο πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τις ολοκληρωμένες αξιολογήσεις και κατήργησε διά λόγου και νόμου την ατομική αξιολόγηση («ο εκπαιδευτικός της έδρας δεν αξιολογείται»), αλλά στη συνέχεια με διάφορους «θεσμικούς» και μη τρόπους συμπεριφέρθηκε εκδικητικά στα στελέχη εκπαίδευσης που είχαν στηρίξει ενθέρμως τις αξιολογικές διαδικασίες. 

Το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών επανήλθε ως προεκλογική δέσμευση της παρούσας κυβέρνησης, που δήλωνε έτοιμη να προχωρήσει στην επανανομοθέτησή της αμέσως μετά τις εκλογές του 2019. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου το έπραξε. Με σημαντική καθυστέρηση και χωρίς να λάβει υπόψη το μερικώς δοκιμασμένο στην πράξη νομοθετικό πλαίσιο της περιόδου 2010-2014. Μάλιστα, υιοθέτησε το πάγιο συνδικαλιστικό αίτημα της «μη τιμωρητικής» αξιολόγησης. Ετσι, οι προβλεπόμενες αξιολογικές διαδικασίες αποτελούν πλέον επί της ουσίας «συμβουλές» προς το δάσκαλο της έδρας. Αυτός όχι μόνο δεν υποχρεώνεται να τις υλοποιήσει, αλλά και η όλη διαδικασία δεν έχει καμιά επίδραση στη μισθολογική και υπηρεσιακή του εξέλιξη, είτε κριθεί άριστος είτε ανεπαρκής. Με δυο λόγια, ακόμα κι αν η ανακοίνωση του υπουργείου επιβεβαιωθεί και η προβλεπόμενη πλέον ατομική αξιολόγηση ξεκινήσει τελικά εφέτος ή έστω του χρόνου, δεν θα αλλάξει τίποτα ως προς τη σημερινή κατάσταση για τους αξιολογούμενους εκπαιδευτικούς.  

Θα αποτελούσε, μάλιστα, έκπληξη, αν έστω κι ένας από τις 25.000 προς μονιμοποίηση και αξιολογούμενους κατά προτεραιότητα δόκιμους εκπαιδευτικούς κριθεί ακατάλληλος για δάσκαλος και, ως τούτου, δεν μονιμοποιηθεί.  

Ας υποθέσουμε, όμως, καλοπροαίρετα ότι θα ολοκληρωθούν οι κρίσεις εκείνων των στελεχών (Εκπαιδευτικοί Σύμβουλοι – Διευθυντές Σχολείων), που θα κληθούν να υλοποιήσουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών παρά τις καθυστερήσεις και ας υποθέσουμε επίσης πως αυτά τα στελέχη, μετά την τοποθέτησή τους, θα εκτελέσουν χωρίς αντιρρήσεις τα αξιολογικά τους καθήκοντα, γιατί οργανωμένη αντίδραση στελεχών κατά της αξιολόγησης υπήρξε κατά την περίοδο 2013-14. 

Από πού θα αντλήσουν το απαιτούμενο κύρος ως αξιολογητές των διδακτικών δεξιοτήτων των συναδέλφων τους και πώς πιστοποιείται ότι είναι κατάλληλοι για κάτι τέτοιο; 

Γνωρίζουμε θεσμικά, αν οι ίδιοι ως δάσκαλοι έδρας υπήρξαν έστω επαρκείς δάσκαλοι;  

Εδώ και τέσσερις δεκαετίες κατά τις επιλογές στελεχών δεν προβλέπεται ή δεν υλοποιείται κανένα είδος διαπίστωσης των δικών τους διδακτικών δεξιοτήτων.  

Επιπλέον, είναι γνωστό ότι μετά το 1980 κανένα στέλεχος εκπαίδευσης δεν έχει παρακολουθήσει, θεσμικά τουλάχιστον, έναν εκπαιδευτικό να διδάσκει και εν συνεχεία να τον καθοδηγήσει στη βελτίωση του έργου του. 

Συνεπώς...

 

 από το σύστημα απουσιάζει πλήρως ό,τι αποκαλούμε θεσμική μνήμη και εμπειρία.  

Επιπροσθέτως, τόσο τα Παιδαγωγικά Τμήματα όσο και οι λεγόμενες Καθηγητικές Σχολές που η πλειονότητα των πτυχιούχων τους εργάζονται ως εκπαιδευτικοί, δεν έχουν απασχολήσει η επεξεργαστεί πρότυπων μοντέλων διδασκαλίας στην πράξη. Σε αντίστιξη, ας σημειωθεί ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες πρότυπα μοντέλα διδασκαλίας επεξεργάζονται και ισχύουν και σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Σε εμάς, όμως, μοιάζει να αγνοήθηκε ακόμα και η σχετική εργασία του 2013 (είχε λάβει μορφή ΠΔ), όταν θα μπορούσαν εκείνες οι εσχάρες παρατήρησης διδασκαλίας είτε να εμπλουτιστούν (έλεγχος κατοχής διδακτικού αντικειμένου) είτε και να απλουστευθούν, ως προς τις απαιτήσεις κατοχής σύνθετων διδακτικών δεξιοτήτων εκ μέρους των διδασκόντων.  

Το πρόβλημα, λοιπόν, με τις συνεχείς αναβολές, ματαιώσεις και τελικά δυσφημίσεις της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δεν είναι απλά και μόνο το λεγόμενο «πολιτικό κόστος».  

Το πολιτικό κόστος διαβάζεται διπλά. Μπορεί η αξιολόγηση να μην είναι επιθυμητή από πολλούς εκπαιδευτικούς (αρκετοί την επιθυμούν) και αυτό είναι απολύτως αναμενόμενο, αλλά για εκατομμύρια ελλήνων πολιτών κρίνεται ως αυτονόητα αναγκαία. Ισως, λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τον πραγματικό λόγο για τις συνεχείς αναβολές και ματαιώσεις της. Ίσως στο γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν γνωρίζει τι να κάνει το «προϊόν» της αξιολόγησης, αλλά και δεν επιθυμεί να το έχει «μες τα πόδια του». 

Γιατί «αξιολογώ» σημαίνει «αποδίδω αξία ή όχι» σε κάποιον ή κάτι. Και η Πολιτεία μας δεν έχει επιδείξει καμιά πρόθεση απόδοσης αξίας στους έλληνες εκπαιδευτικούς. Ανεξάρτητα με το αν αυτοί, υποτίθεται στην πλειονότητά τους, απορρίπτουν την αξιολόγηση τείνοντας ευήκοον ους σε κάποιες «σειρήνες». Κι αυτό γιατί, αν υποθέσουμε ότι υλοποιηθεί ένα πραγματικό σύστημα ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών μας —με όποιο επιστημονικό τρόπο κι αν γίνει— η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού- υπαλλήλου πρέπει αυτόματα να έχει δυο απτά αποτελέσματα για τον ίδιο: την υπηρεσιακή και, συνεπώς, μισθολογική του ανέλιξη/στασιμότητα.  

Ομως, το πατρωνιακό μας πολιτικό σύστημα δεν επιθυμεί ούτε να αμείψει επιπλέον την εκπαιδευτική εργασία, που βρίσκει άφθονη σε εξευτελιστικές τιμές (ο πρωτοδιόριστος εκπαιδευτικός αμείβεται λιγότερο από το βασικό μισθό του ιδιωτικού τομέα), ούτε «να φορτωθεί» μια ομάδα άριστων και διακριτών εκπαιδευτικών που θα καταλάβουν στελεχικές θέσεις και δεν θα φοβούνται, μήπως στις επόμενες κρίσεις δεν λάβουν την ευαρέσκεια του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος ως «μπόνους» για την επανεκλογή τους. Οπότε, αποκτήσουν άποψη και φωνή. Ετσι, η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μας αναβάλλεται, ματαιώνεται ή «προσωρινά» αναστέλλεται και γενικά παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.  

Γιατί, το πρώτο και μεγαλύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντήσει οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης είναι «τι θα κάνει το προϊόν της».  

 

* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου