ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΛΑΜΟΓΙΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Οχι και ανελεύθεροι


Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ


Η πρόσφατη έρευνα για την ελευθερία του Τύπου που κατέταξε την Ελλάδα στην 108η θέση μεταξύ 180 χωρών (πιο χαμηλά ακόμη κι από δικτατορικά καθεστώτα) είχε κάτι από τη βολική αφέλεια, την υπερβολή και την κωμική αυτοπεποίθηση ενός περισπούδαστου status update στο Facebook· ήταν ένα μήνυμα με μεγάλη ένταση αλλά ελάχιστο βάθος

Με ποιο κριτήριο άραγε αξιολογείται η ελευθεροτυπία μιας χώρας, ποιος είναι ο αξιολογητής, ποια μεθοδολογία χρησιμοποιεί, τι σχέση έχει με τον Τύπο, πώς διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά του και τι είναι αυτό που φέρνει μια χώρα ψηλότερα στη λίστα από μια άλλη;  

Υπάρχει και κάτι ακόμα: η εννοιολόγηση της ελευθεροτυπίας ανά χώρα, ανάλογα με τους θεσμούς και το δημοκρατικό υπόβαθρό της. Η σύγκριση χωρών με διαφορετικά καθεστώτα είναι μια αδόκιμη διαδικασία καταδικασμένη να οδηγήσει σε λογικές πλάνες. Η δυσλειτουργική ελευθεροτυπία μιας δημοκρατικής χώρας μπορεί να είναι πιο ηχηρή από την ανύπαρκτη ελευθεροτυπία μιας αυταρχικής. Πώς μεταφράζεται αυτό σε μια λίστα που αγαπά το τσουβάλιασμα;

Ο Τύπος στην Ελλάδα έχει πράγματι πολλά προβλήματα ως προς την ελευθερία έκφρασης, τα οποία δεν είναι κατ’ ανάγκην πολιτικά, όπως φαντάζονται οι περισσότεροι. Η διαφήμιση είναι περιορισμένη, οι «παίκτες» και τα «μαγαζιά» συγκεκριμένα (όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους), τα συμφέροντα διαπλεκόμενα και αλληλοσυγκρουόμενα με έναν απελπιστικά οριακό τρόπο: η μάχη για την πρώτη θέση δεν είναι θέμα γοήτρου –όπως είναι, ίσως, στα αμερικανικά και στα βρετανικά Μέσα που μπορούν να αρκεστούν και σε «ειδικά» (niche) κοινά– αλλά επιβίωσης· η αγορά δεν χωράει πολλές συμμετοχές πέραν εκείνων που βρίσκονται στην κορυφή και το κοινό δεν είναι αρκετό για να συντηρήσει ήρεμες δυνάμεις. Αυτό σημαίνει πως οι δημοσιογράφοι δεν έχουν πολλά περιθώρια να γίνουν ενοχλητικοί, δυσάρεστοι ή έστω κριτικοί, από τη στιγμή που ο μισθός τους με κάποιον τρόπο (ακόμα και έμμεσο) πάντα συνδέεται με το αντικείμενο της κριτικής τους.  

Είμαστε, χωρίς ειρωνεία, ένα μικρό χωριό με στενές εξαρτήσεις. Η κατάσταση μπορεί να ιδωθεί και αντιστρόφως: δεν είναι μόνο ότι ο εγχώριος Τύπος «φοβάται» την έχθρα με τους πιθανούς χρηματοδότες του· είναι ότι έχει ανάγκη τη φιλία τους για να υπάρξει, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων.

Παρ’ όλα αυτά, αν παρατηρήσει κανείς τον ελληνικό Τύπο χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ιδεολογικής πώρωσης, θα διαπιστώσει πως το μόνο πράγμα που δεν του λείπει είναι το θάρρος και το θράσος. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν, μεταξύ άλλων, έντυπα που σε καθημερινή βάση διασύρουν επώνυμα και ανώνυμα πρόσωπα με τους πιο ευφάνταστα χυδαίους τρόπους, κομματικά φύλλα που περνιούνται ως πυλώνες δημοσιογραφικής δικαιοσύνης ενώ απλώς προπαγανδίζουν τις θέσεις του κόμματος, και τηλεοπτικές εκπομπές που καταπιάνονται με ό,τι θέλουν, όποια ώρα θέλουν, αγνοώντας τη δεοντολογία ή ακόμη και τον νόμο.  

Την εβδομάδα που μας πέρασε, μία εφημερίδα από εκείνες που ηδονίζονται στη σκέψη τού πόσο αντισυμβατικά εναλλακτικές και ακέραιες είναι μέσα σε έναν κυκλώνα αναξίων, φιλοξένησε άρθρο γνώμης του καταδικασμένου τρομοκράτη Κουφοντίνα. Πόσο πειστική μπορεί να είναι η άποψη περί φίμωσης του ελληνικού Τύπου όταν σ’ αυτόν φιγουράρουν μέχρι και οι γεωπολιτικές φλυαρίες δολοφόνων;

Φαινόμενα όπως η νέα καριέρα του Κουφοντίνα ως αρθρογράφου δεν είναι απλώς ενδεικτικά της σαθρότητας των καταγγελιών περί ανελευθερίας στον εγχώριο Τύπο, αλλά και της πολυφωνικής παραφωνίας που τον χαρακτηρίζει γενικώς: τα ελληνικά μίντια δεν είναι τόσο ανελεύθερα, όσο...

 

 αρρύθμιστα και διακατεχόμενα από ηθικές αγκυλώσεις. 

 Ο,τι το κοινό και οι σχετικές έρευνες αντιλαμβάνονται συνωμοσιολογικά ως οργανωμένη προπαγάνδα και άνωθεν επιβολή είναι συχνά αποτέλεσμα μιας εμπεδωμένης κουλτούρας την οποία οι εργαζόμενοι στον Τύπο ασπάζονται ασμένως. Εμμονικά φιλοκυβερνητικές ή αντικυβερνητικές θέσεις, λεκτικές θωπείες ή επιθέσεις και συστηματική ανάδειξη συγκεκριμένων θεμάτων εις βάρος άλλων προκύπτουν συχνά ως προσωπική επιλογή ή αποτέλεσμα της διαλεκτικής σχέσης ζήτησης και προσφοράς στην ελληνική αγορά. Με άλλα λόγια, ο Τύπος ως πομπός είναι όσο ελεύθερος θέλουν οι δέκτες του να είναι. Δεν είναι τυχαίο πως οι τελευταίοι, πλην ακραίων περιστατικών, αγανακτούν κυρίως όταν δεν ακούνε αυτό που θέλουν και ικανοποιούνται μόνο με ό,τι συμφωνεί με τις προκαταλήψεις τους. Η ποιότητα του Τύπου δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη ελευθερίας, αλλά και στον τρόπο χρήσης της όταν αυτή υπάρχει.

Για τους κινδύνους που διατρέχει η ελευθεροτυπία υπάρχουν διάφορες λύσεις – ας πούμε ότι η διαλεύκανση μαφιόζικων φόνων με θύματα δημοσιογράφους είναι μία εξ αυτών (αρκετά βασική, θα έλεγε κανείς). Σε ό,τι αφορά όμως την καθημερινή δημοσιογραφική εμπειρία και το αίτημα της ελευθεροστομίας, της ανεξαρτησίας και της πληρέστερης κάλυψης των γεγονότων, είναι αξιοθαύμαστο που η μέθοδος του συνδρομητικού περιεχομένου έχει διαφύγει τόσο εντέχνως την προσοχή των διαρκώς παραπονούμενων για όλα τα παραπάνω.  

Αραγε πόσες ανεξάρτητες δημοσιογραφικές φωνές στηρίζουν αυτοί από την τσέπη τους; Τι κάνουν για την ποιοτική πληροφορία που απαιτούν;  

Καιρός να καταλάβουν ότι τίποτα δεν είναι τζάμπα, ούτε καν η ελευθερία του Τύπου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου