ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: All inclusive


 Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Κάθε χρόνο τα ίδια: το ενιαύσιο βάσανο των διακοπών – αυτής της προαποφασισμένης ολιγοήμερης ευτυχίας με το στανιό, απ’ την οποία συχνά δεν γυρνάς ξεκούραστος, αλλά μάλλον έξαλλος, μιας και το μοντέλο έχει παλιώσει και γενικά όπου μαζεύεται πολύς κόσμος το πράγμα συνήθως καταλήγει στην παραφροσύνη.

Θα πεις το χειρότερο είναι ότι γερνούμε και γινόμαστε ξινοί, και ιδιότροποι – κάποτε, νέοι, δεν μας ένοιαζε πού θα κοιμηθούμε, πού θα ξημερώσουμε, αν υπάρχουν σεντόνια και ζεστό νερό, αν τα μυρμήγκια μέσα στο αντίσκηνο κυκλοφορούσαν πάνω μας άφοβα, αν ξαπλώναμε πάνω σε πέτρες και ανώμαλο χώμα, και αν ο άλλος στη διπλανή σκηνή ερχότανε στις δύο το πρωί μεθυσμένος κι έβαζε αίφνης στο μαγνητόφωνο Καζαντζίδη.

Κάθε ταλαιπωρία και κάθε φρίκη μας ενέπνεε, δεν καταλαβαίναμε γρι, το ελεύθερο κάμπινγκ ήταν αυτονόητο, ο ήλιος που μας έκανε φλαμπέ δεν μας πείραζε (υπήρχε και γιαουρτάκι Δορκάδος για τα εγκαύματα), και το να περπατάμε χιλιόμετρα στο καρκαήλι χωρίς καπέλο για να φτάσουμε σε μια άθλια ακτή το θεωρούσαμε συναρπαστική, έως δροσιστική περιπέτεια.

Υπήρχε ακόμα η μικροαστική μυθολογία του μπάνιου στη θάλασσα. Ακόμα και ακτές και νερά αμφίβολης υγιεινής, όπως το Καραμπουρνάκι, ήταν τιγκαρισμένες από λαϊκό κόσμο που ήθελε ντε και καλά να νιώσει ευτυχισμένος, έτσι πίστευε, να πλατσουρίσει στα κύματα ουρλιάζοντας, να φάει λουκουμά απ’ το ταβά, και να κάνει μπανιστήρι τις όμορφες, που τότε συνήθως υπερέβαιναν τα σημερινά κιλά μιας ευτραφούς. Ηταν άλλο το μοντέλο.

Το χαιρόμασταν αλλόφρονες το μπάνιο, οπουδήποτε, χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια, λες και μας είχανε είκοσι χρόνια φυλακισμένους – μάλλον επαληθεύαμε μιαν ιδέα, παρά απολαμβάναμε μια πραγματικότητα, κρεμαστόβρακοι, με τα τεράστια μαγιό μας και με τα μαυριδερά, αδύνατα ποδαράκια της φτώχειας.

Θυμάμαι, ότι κάποια καλοκαίρια του ’60 και του ’70, έρχονταν στη γειτονιά πούλμαν που έπαιρναν τις οικογένειες να τις πάνε για ολοήμερη μπάνιου στο Λιτόχωρο, στην Επανομή, στου Καραγκιόζη το Κτήμα, στον Σταυρό – μεγάλη υπόθεση, λες και θα πηγαίναμε στην Κυανή Ακτή. Τρελή χαρά μέσα στο πούλμαν, ο οδηγός έβαζε Ζαγοραίο στο μαγνητόφωνο, οι θέσεις είχαν ακόμα στην πλάτη σταχτοδοχεία, οι άντρες κάπνιζαν άφιλτρα, οι πεθερές φορούσαν καπέλα φλοράλ και κομπινεζόν, τα παιδιά τσίριζαν και οι μανάδες δεν ήξεραν πώς να μας συμμαζέψουν. Τέτοιο κλίμα έξαλλης χαράς δεν μπορώ να ξαναθυμηθώ από τότε.

Και τη χαρά εκείνη την εξήγησα μετά, πολύ αργά, συνειδητοποιώντας πως δύο κατηγορίες ανθρώπων μπορούν, ακόμα, πραγματικά, να γλεντήσουν: οι πολύ νέοι, φτωχοί ή όχι, και οι γέροι που είναι φτωχοί: έχετε δει συνταξιούχους που πηγαίνουνε με το ΚΑΠΗ, εκδρομή με πούλμαν, για μπάνιο, τι γλέντια κάνουν; Τι χορούς; Τι ξέσπασμα;  

Ξεχνούν και γηρατειά, και καθωσπρεπισμό, και ιδιοτροπίες του τύπου «δεν είναι πολύ νόστιμα τα καλαμαράκια». Ολα τους φαίνονται φωτεινά, πλούσια και υπέροχα. Ανεπανάληπτα.

Ισως γιατί η απόλαυση είναι συνάρτηση της στέρησης. Κι όταν η στέρηση υποχωρεί και αρχίζει σιγά σιγά να έρχεται η αφθονία και η επάρκεια, το πράγμα αρχίζει και νοθεύεται. Αργά, υποδόρια, σιωπηλά, ύπουλα, αρχίζει να μη σου αρέσει τίποτε πραγματικά, γίνεσαι ιδιότροπος, μη μου άπτου. Δεν αντέχεις, πλέον, τα κάμπινγκ και τον ύπνο καταγής, δεν αντέχεις το ντους με το λάστιχο, τις τσιρίδες των παιδιών, τις άγριες μουσικές, την μπαναλιτέ των λουκουμάδων, την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα, τις ηλίθιες ξαπλώστρες, τη μυρωδιά των αντηλιακών, τη γριά που μπήκε ως τα γόνατα στο νερό, στέκεται ακίνητη, και καταλαβαίνεις ότι κατουράει.

Δεν τα αντέχεις, πια. 

Διότι μαζί με την όποια επάρκεια, την όποια στοιχειωδώς οικονομική ευχέρεια, έρχεται μαζί, ανεπαίσθητα, και η ηλικία, τα χρόνια – ξυπνάς ένα πρωί και όλα έχουν αλλάξει. 

Οπότε μεταβάλλεται εντός σου και το μοντέλο, πολύ περισσότερο τώρα που οι διακοπές έχουν εξελιχθεί σε μαζική, παγκόσμια υστερία και σε βαριά βιομηχανία – μέχρι και σε προκάτ εβδομαδιαία ευτυχία με βραχιολάκι, all inclusive. Πακέτο.

Στα βασικά νησιά επικρατεί η κατάσταση «πάρε το πόδι σου απ’ το στόμα μου». Και χάος και οδυρμός σε όλες τις ακτές που παλιότερα πηγαίναμε και ήμασταν σχεδόν μόνοι μας. Τώρα τα πάντα έχουν πλημμυρίσει από λεφούσια της καταναγκαστικής ευτυχίας σε βαθμό που όχι μόνο δεν είναι για να πηγαίνεις, αλλά ούτε να περνάς από πάνω με αεροπλάνο. Συρρέει το σύμπαν σε όλα τα καλά μέρη – κι όσο για να φτιάξεις δικό σου εξοχικό, άσ’ το, το έχουμε δοκιμάσει. Χειρότερη δουλεία δεν υπάρχει – έπειτα από δυο χρόνια που κάπως το χαίρεσαι, καταντάει κι αυτό βραχνάς. Ιδιος χώρος, ίδια θάλασσα, επισκέψεις (καθάριζε και κέρνα νυχθημερόν), ο κόσμος γύρω να πολλαπλασιάζεται και πλήρωνε αβέρτα πάγια.

Οπότε και οι διακοπές έχουν καταντήσει ένα βάσανο. Κάθε χρόνο, πια, είναι σαν να δίνεις Πανελλήνιες. Και πού θα πάμε φέτος; Πάλι εκεί; Μα, στο άλλο γίνεται χαμός. Εχει μέδουσες. Να πάμε εκεί; Αεροπλάνο, καράβι, αυτοκίνητο, θα μας φάνε τα νιάτα. (Ποια νιάτα, καημένε;) Κι αρχίζει το άγχος. Πού στο διάβολο να πάμε; Πού να κατασταλάξουμε;  

Πρέπει να πάμε κάπου να γίνουμε ευτυχισμένοι. Μα, δεν είμαστε; 

Ναι, αλλά εκεί θα γίνουμε πιο πολύ. Πόσο; Εχει καμιά καλή ταβέρνα δίπλα; Θα ρωτήσω. Και πόσο απέχει η θάλασσα απ’ το δωμάτιο (εννοείται, πλέον, η σουίτα, διότι με ένα δωμάτιο δεν γίνεται – θέλω ένα μέρος να διαβάζω τη νύχτα). Η θάλασσα απέχει δέκα μέτρα. Τόσο πολύ;

Το ξέρω ότι με τα χρόνια έχουμε γίνει απαράδεκτοι. (Μόνο;). Πάντως ένα είναι σίγουρο: ότι όσο και να περάσουμε και φέτος την ίδια δοκιμασία, πάντως...

 

 δεν θα πάμε στη Μύκονο, να φάμε καβουροπόδαρα.  

Παρότι εκεί, θα είχαμε το μεγάλο προνόμιο να δούμε (τουλάχιστον) την Τούνη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου