Toυ ΠΕΡΙΚΛΗ ΔΗΜΗΤΡΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους της νύχτας, ο Γιάννης Σκαφτούρος απέκτησε μια φήμη που ξεπέρασε εκείνη που διατηρούσε στην επικράτεια του οργανωμένου εγκλήματος την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή. Επρεπε να τον γαζώσουν οι σφαίρες των εκτελεστών του όχι μόνο για να θυμηθούμε οι περισσότεροι πως υπάρχει «ελληνική Μαφία» αλλά και πως στους κόλπους της δραστηριοποιούνταν κάποιος που τον έλεγαν «θείο Τζο». Καταλάβαμε ακόμη πως όσο και αν απέχουν τα Δερβενοχώρια από το Σικάγο και οι μοτοσυκλέτες από τα αυτοκίνητα με τις καμπύλες και τα στρογγυλά φανάρια, η μέθοδος δεν έχει αλλάξει. Ο «θείος Τζο» δολοφονήθηκε με τον ίδιο τρόπο που δολοφονούνταν οι σύγχρονοι του Αλ Καπόνε. Με ριπές που σκίζουν τον αέρα και με μια λάμψη που θα φώτιζε τη νύχτα, εάν ο «θείος Τζο» δεν έπεφτε νεκρός μέρα μεσημέρι.
Όχι, το περιβάλλον τoυ «θείου Τζο» και της Greek Mafia δεν είναι νουάρ. Είναι όμως μαύρο – σχεδόν όσο μαύρο είναι στο σκληρό φως της Σικελίας ή της Καλαβρίας όπου οι μαφιόζοι αλληλοεξοντώνονται επίσης μέρα μεσημέρι από εκτελεστές, πολλές φορές νεαρά παιδιά, που κρατούν το καλάζνικοφ στο ένα χέρι ενώ μαρσάρουν το γκάζι της μοτοσυκλέτας με το άλλο. Η εκτέλεση του «θείου Τζο» δεν είναι παρά μια βαλκανική κόπια των εκτελέσεων της Μαφίας, της Γκαμόρα και της Ντράγκετα. Ακόμη και το παρατσούκλι μοιάζει κλεμμένο από την ίδια μυθολογία. Στο βιβλίο «Γόμμορα», που του χάρισε παγκόσμια φήμη αλλά και του στοίχισε μια αιώνια προγραφή από τη Μαφία, ο Ρομπέρτο Σαβιάνο περιγράφει πώς οι ιταλοί νονοί εμπνέονται από το αμερικανικό σινεμά. Όπως φαίνεται, και οι Έλληνες. Μπάμπης ο Σουγιάς; Όχι, θείος Τζο.
Αν όμως ο «θείος Τζο» μπαινόβγαινε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στις ελληνικές φυλακές, θα πρέπει να τον δούμε και έτσι. Σαν ένα παιδί του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος που δεν σωφρονίστηκε ποτέ. Σαν, με άλλα λόγια, ακόμη ένα δείγμα μιας αποτυχίας – της αποτυχίας της ελληνικής Πολιτείας να δώσει στους ποινικούς μια άλλη προοπτική ζωής από εκείνη της εγκληματικής παραβατικότητας. Δεν δίνει. Το βαρύ έγκλημα μπαίνει στη φυλακή και βγαίνει βαρύτερο. Το κελί γίνεται η επαγγελματική του έδρα, τα συμβόλαια θανάτου κανονίζονται πίσω από τα σίδερα, οι δουλειές κλείνονται μεταξύ προαυλίου και κουζίνας. Τα σωφρονιστικά καταστήματα δεν μπορούν να προσφέρουν καν μια στοιχειώδη προστασία – ο «θείος Τζο» γλίτωσε από θαύμα, όσο ήταν στη φυλακή, το συμβόλαιο θανάτου που είχε υπογράψει γι’ αυτόν η αλβανική μαφία.
Πολλοί θα σταθούν στο γεγονός πως ο «θείος Τζο» είχε καταδικαστεί σε δις ισόβια αλλά παρόλα αυτά ήταν έξω. «Εσπασε», λέει το ρεπορτάζ, την ποινή του επειδή οι εφέτες αναγνώρισαν ελαφρυντικά που δεν αναγνώρισαν οι πρωτοδίκες του. Εάν δεν εννοούμε ισόβια - θα πει κανείς - όταν λέμε ισόβια για τους αρχιμαφιόζους, τότε για ποιους θα το εννοούμε; Η απάντηση είναι για κανέναν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει πως η δια βίου κράτηση στις φυλακές συνιστά πλέον βασανιστήριο. Και εδώ, στη Δύση, δεν βασανίζουμε κάποιον ό,τι και να έχει κάνει. Αλλά πώς τον σωφρονίζουμε; Τι κάνουμε για να μην γίνει ο κακός χειρότερος;
Τίποτε. Ενώ ο νομικός μας πολιτισμός εξελίσσεται και προοδεύει, το σωφρονιστικό μας σύστημα παραμένει εξαιρετικά απαρχαιωμένο. Οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές «δεν είναι ούτε για τους αρουραίους», όπως μου έλεγε συνάδελφος του δικαστικού ρεπορτάζ, οι φύλακες των 700 ευρώ έχουν χίλιους οικονομικούς λόγους να «εξυπηρετούν» το οργανωμένο έγκλημα. Εως πρόσφατα οι φυλακές του Κορυδαλλού δεν διέθεταν καν σχολείο για τους κρατούμενους, χρειάστηκε το πείσμα και ο μοναχικός αγώνας δυο ανθρώπων της εκπαίδευσης για να κινηθούν κάπως τα νήματα.
Θα έσωζε το σχολείο στην φυλακή τον «θείο Τζο»;
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους της νύχτας, ο Γιάννης Σκαφτούρος απέκτησε μια φήμη που ξεπέρασε εκείνη που διατηρούσε στην επικράτεια του οργανωμένου εγκλήματος την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή. Επρεπε να τον γαζώσουν οι σφαίρες των εκτελεστών του όχι μόνο για να θυμηθούμε οι περισσότεροι πως υπάρχει «ελληνική Μαφία» αλλά και πως στους κόλπους της δραστηριοποιούνταν κάποιος που τον έλεγαν «θείο Τζο». Καταλάβαμε ακόμη πως όσο και αν απέχουν τα Δερβενοχώρια από το Σικάγο και οι μοτοσυκλέτες από τα αυτοκίνητα με τις καμπύλες και τα στρογγυλά φανάρια, η μέθοδος δεν έχει αλλάξει. Ο «θείος Τζο» δολοφονήθηκε με τον ίδιο τρόπο που δολοφονούνταν οι σύγχρονοι του Αλ Καπόνε. Με ριπές που σκίζουν τον αέρα και με μια λάμψη που θα φώτιζε τη νύχτα, εάν ο «θείος Τζο» δεν έπεφτε νεκρός μέρα μεσημέρι.
Όχι, το περιβάλλον τoυ «θείου Τζο» και της Greek Mafia δεν είναι νουάρ. Είναι όμως μαύρο – σχεδόν όσο μαύρο είναι στο σκληρό φως της Σικελίας ή της Καλαβρίας όπου οι μαφιόζοι αλληλοεξοντώνονται επίσης μέρα μεσημέρι από εκτελεστές, πολλές φορές νεαρά παιδιά, που κρατούν το καλάζνικοφ στο ένα χέρι ενώ μαρσάρουν το γκάζι της μοτοσυκλέτας με το άλλο. Η εκτέλεση του «θείου Τζο» δεν είναι παρά μια βαλκανική κόπια των εκτελέσεων της Μαφίας, της Γκαμόρα και της Ντράγκετα. Ακόμη και το παρατσούκλι μοιάζει κλεμμένο από την ίδια μυθολογία. Στο βιβλίο «Γόμμορα», που του χάρισε παγκόσμια φήμη αλλά και του στοίχισε μια αιώνια προγραφή από τη Μαφία, ο Ρομπέρτο Σαβιάνο περιγράφει πώς οι ιταλοί νονοί εμπνέονται από το αμερικανικό σινεμά. Όπως φαίνεται, και οι Έλληνες. Μπάμπης ο Σουγιάς; Όχι, θείος Τζο.
Αν όμως ο «θείος Τζο» μπαινόβγαινε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στις ελληνικές φυλακές, θα πρέπει να τον δούμε και έτσι. Σαν ένα παιδί του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος που δεν σωφρονίστηκε ποτέ. Σαν, με άλλα λόγια, ακόμη ένα δείγμα μιας αποτυχίας – της αποτυχίας της ελληνικής Πολιτείας να δώσει στους ποινικούς μια άλλη προοπτική ζωής από εκείνη της εγκληματικής παραβατικότητας. Δεν δίνει. Το βαρύ έγκλημα μπαίνει στη φυλακή και βγαίνει βαρύτερο. Το κελί γίνεται η επαγγελματική του έδρα, τα συμβόλαια θανάτου κανονίζονται πίσω από τα σίδερα, οι δουλειές κλείνονται μεταξύ προαυλίου και κουζίνας. Τα σωφρονιστικά καταστήματα δεν μπορούν να προσφέρουν καν μια στοιχειώδη προστασία – ο «θείος Τζο» γλίτωσε από θαύμα, όσο ήταν στη φυλακή, το συμβόλαιο θανάτου που είχε υπογράψει γι’ αυτόν η αλβανική μαφία.
Πολλοί θα σταθούν στο γεγονός πως ο «θείος Τζο» είχε καταδικαστεί σε δις ισόβια αλλά παρόλα αυτά ήταν έξω. «Εσπασε», λέει το ρεπορτάζ, την ποινή του επειδή οι εφέτες αναγνώρισαν ελαφρυντικά που δεν αναγνώρισαν οι πρωτοδίκες του. Εάν δεν εννοούμε ισόβια - θα πει κανείς - όταν λέμε ισόβια για τους αρχιμαφιόζους, τότε για ποιους θα το εννοούμε; Η απάντηση είναι για κανέναν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει πως η δια βίου κράτηση στις φυλακές συνιστά πλέον βασανιστήριο. Και εδώ, στη Δύση, δεν βασανίζουμε κάποιον ό,τι και να έχει κάνει. Αλλά πώς τον σωφρονίζουμε; Τι κάνουμε για να μην γίνει ο κακός χειρότερος;
Τίποτε. Ενώ ο νομικός μας πολιτισμός εξελίσσεται και προοδεύει, το σωφρονιστικό μας σύστημα παραμένει εξαιρετικά απαρχαιωμένο. Οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές «δεν είναι ούτε για τους αρουραίους», όπως μου έλεγε συνάδελφος του δικαστικού ρεπορτάζ, οι φύλακες των 700 ευρώ έχουν χίλιους οικονομικούς λόγους να «εξυπηρετούν» το οργανωμένο έγκλημα. Εως πρόσφατα οι φυλακές του Κορυδαλλού δεν διέθεταν καν σχολείο για τους κρατούμενους, χρειάστηκε το πείσμα και ο μοναχικός αγώνας δυο ανθρώπων της εκπαίδευσης για να κινηθούν κάπως τα νήματα.
Θα έσωζε το σχολείο στην φυλακή τον «θείο Τζο»;
Θα του έδιναν μια άλλη προοπτική προγράμματα ένταξης στον κοινωνικό ιστό;
Μπορεί και όχι. Αυτή όμως...
δεν είναι η ιστορία του «θείου Τζο».
Είναι η ιστορία ενός κόσμου λούμπεν που μπορεί να μην φυλακίζεται πια ισόβια, αλλά τιμωρείται απάνθρωπα σαν να του πρέπει να στοιβάζεται με άλλους είκοσι στο ίδιο κελί και να χρησιμοποιεί την ίδια τουαλέτα. Κυρίως όμως καταδικάζεται να μένει λούμπεν. Καταδικάζεται να μένει ένας κουτσαβάκης «Μπάμπης» κι ας καμώνεται τον σκληρό «Τζο» του αμερικανικού σινεμά και του νουάρ.
Και στο τέλος σκοτώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου