ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Συνοικία ο εφιάλτης

 

Του ΘΑΝΑΣΗ ΝΙΑΡΧΟΥ

Είχε γυριστεί τη δεκαετία του ’60 μια ταινία που, έστω και αν δεν παίζεται συχνά στην τηλεόραση, η ανάμνησή της για όσους την είχαν δει παραμένει εντονότατη, ανεξίτηλη.  

«Συνοικία το όνειρο» ήταν ο τίτλος της. Σε σενάριο του μέγιστου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και του πεζογράφου Κώστα Κοτζιά, με τον Αλέκο Αλεξανδράκη να υπογράφει τη σκηνοθεσία και να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και με μια πλειάδα λαμπρών ηθοποιών, όπως η Αλίκη Γεωργούλη, η Αλέκα Παΐζη, ο Μάνος Κατράκης, ο Βάσος Ανδρονίδης, η Αθανασία Μουστάκα και η Σαπφώ Νοταρά. Αναμφισβήτητα εξίσου πρωταγωνιστικός υπήρξε ο ρόλος της μυθικής πια μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη.  

Η ταινία είχε γυριστεί εξ ολοκλήρου στην περιοχή του Ασυρμάτου (τα σημερινά Κάτω Πετράλωνα) και, παρά τον τίτλο της, έλαμπε χάρη σε έναν προβληματισμό που κάθε άλλο παρά συνοικιακού πνεύματος ήταν. 

Ο όρος «οικουμενικότητα» δεν ήταν ακόμα σε «κυκλοφορία» και έφτανε να τον χρησιμοποιήσει κανείς για να χαρακτηριστεί κομμουνιστής. Τι καιροί, Θεέ μου! Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα χρόνια όχι απλά για να νοσταλγήσουμε μια ταινία, όσο για να συνειδητοποιήσουμε με πόσο ανάποδο τρόπο εξελίχθηκαν τα πράγματα. Τόσο ανάποδο ώστε θα ήταν αδύνατον να τον υπολογίσει κανείς όταν οραματιζόταν ή, για να χαμηλώσουμε τους τόνους, πως για να ανθίζει στα 1962 ένα δυνατό ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει σε μια δοκιμαζόμενη περιοχή της πρωτεύουσας όπως η Αθήνα, εξήντα χρόνια αργότερα το ενδιαφέρον θα είχε εξελιχθεί σε μια πλήθουσα πραγματικότητα.

Δεν έχεις παρά να ρίξεις μια ματιά, ή έστω δειγματοληπτικά, στην πλειοψηφία των σίριαλ που προβάλλονται στην τηλεόραση. Σχεδόν σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο παρά οι διαπροσωπικές σχέσεις όπως εξελίσσονται μέσα σε ένα δωμάτιο διαμερίσματος, και μάλιστα σχέσεις που «εγγυώνται» τη σπουδαιότητα της σημασίας τους η ξεσυνέρια και η μιζέρια, η τριβή ανάμεσα σε νεαρά κυρίως ζευγάρια με την αποθέωση του «πού πήγες;», «τι έκανες;», «ποιον είδες;», «με ποιον ήσουν;», «γιατί άργησες;», «καλά, πάλι θα ξαναβγείς;». Χώρια μια κλειστή πόρτα που τη χτυπάει αιφνίδια κάποιος, ή κάποιος κρυφακούει πίσω της ώστε θα έλεγες πως τείνει να γίνει η sine qua non προϋπόθεση για την επιτυχία ενός σίριαλ. Ουδέποτε η ελληνική κοινωνία παραστάθηκε μάρτυρας μιας ακένωτης ασημαντολογίας που, επιπλέον, παρουσιάζεται ως προϋπόθεση ενός υψηλού επιπέδου, κοινωνική συνθήκη, και ενός αδιαμφισβήτητου πολιτικού αναβαθμού.

Το αδιέξοδο των αδιεξόδων. 

Το τίποτε αντικαθίσταται καθημερινά από το τίποτε, χωρίς να μπορεί επιπλέον να υπολογίζει κανείς σε έναν φυσιολογικό κορεσμό, όπως συμβαίνει πάντα όταν τα πράγματα γίνονται πομπωδώς και ακατασχέτως πανομοιότυπα και ίδια. Με το να δέχεσαι ως μάννα εξ ουρανού, ιδιαίτερα στην περιοχή της τέχνης, ό,τι συμβαίνει να το γνωρίζεις από πρώτο χέρι, κάτι δηλαδή που θα συμβεί έτσι κι αλλιώς σε όλες τις σχέσεις και σε όλα τα περιβάλλοντα, μεταφέρεσαι χωρίς να το συνειδητοποιείς βαθμιαία σε μια συνθήκη που οτιδήποτε άλλο διεκτραγωδείται στον ευρύτερο ορίζοντά σου χάνει την αιχμηρότητά του, γίνεται σχεδόν κάτι γραφικό.  

Ο υγιής κοσμοπολιτισμός που χαρακτήριζε ακόμα και πρωτόλειες μορφές τέχνης τη δεκαετία του ’60, έχει αντικατασταθεί με...

 

 μια σουσουδίστικη συνοικιακή νοοτροπία, έστω και αν την κρύβουν τα πολλά λιλιά και τα πολλά φώτα.  

Δηλαδή, αν η προστριβή δυο ανθρώπων μέσα σε ένα δωμάτιο γιατί διαφωνούν ως προς την αλλαγή της επίπλωσης του σπιτιού τους παρακολουθείται με τόσο ενδιαφέρον όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία, μάλλον δεν είναι η υπόθεση της Ουκρανίας που βγαίνει κερδισμένη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου