ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: Η βαθύτερη αιτία της οικονομικής κρίσης

 


Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ

Ξόδεψε πολλά το κράτος στα δύο χρόνια της πανδημίας. Αυξήθηκε το κόστος δανεισμού. Θυμηθήκαμε και τη δημοσιονομική σπατάλη πριν από την κρίση χρέους του 2010, με αφορμή κάποια επιδόματα του 2007. Ολα αυτά οδήγησαν πρόσφατα πολλούς σοβαρούς αναλυτές να τονίσουν ότι πρέπει να μειωθούν γρήγορα τα ελλείμματα του προϋπολογισμού.

Οι αναλυτές έχουν δίκιο. Αλλά με ανησυχεί αυτή η τροπή του δημόσιου λόγου, γιατί για μια ακόμα φορά εστιάζουμε στο επιφανειακό πρόβλημα και αγνοούμε το βαθύτερο. Θυμίζω ότι το 2010, εκτός από την Ελλάδα βρέθηκαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και λίγο αργότερα η Κύπρος. Οι χώρες αυτές δεν είχαν σπάταλες κυβερνήσεις. Το κοινό μας στοιχείο ήταν ότι η εγχώρια κατανάλωση στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικό δανεισμό, που σε εμάς ερχόταν μέσω του κράτους, ενώ αλλού μέσω των τραπεζών και των κατασκευών.

Μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για να αποφύγουμε την εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό: ή να περιορίσουμε την κατανάλωση, όπως έγινε την περασμένη δεκαετία (που θα σημαίνει μόνιμη φτώχεια για πολλούς και χωρίς επαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες) ή να αυξήσουμε την παραγωγή μας και ιδίως τις εξαγωγές. 

Αν θέλουμε η Ελλάδα να ξαναγίνει και να παραμείνει πλούσια χώρα, πρέπει η κύρια προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, σε βάθος χρόνου, να είναι περισσότερες και διαφορετικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.

Μέχρι το 2019 δεν είχαμε συγκροτημένη πολιτική για την εξωστρέφεια της οικονομίας. Το φορολογικό σύστημα ευνοούσε την αυτοαπασχόληση και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν εξάγουν. Η άκαμπτη εργατική νομοθεσία ταίριαζε μόνο σε εταιρείες που είχαν σταθερή πελατεία σε μια προστατευμένη αγορά. Το ρίσκο μιας επέκτασης σε ξένη αγορά μπορούσε να καταλήξει σε προσωπική τιμωρία για τον επιχειρηματία. Στην εκπαίδευση προτιμούσαμε τα πτυχία χωρίς αντίκρισμα από τις δεξιότητες της παραγωγής. Οποιος πρότεινε να αλλάξουν αυτά έπαιρνε τη ρετσινιά του νεοφιλελεύθερου.

Οταν προσπαθούσαν να κάνουν κάτι για τις εξαγωγές, οι υπουργοί έδιναν επιχορηγήσεις κυρίως σε μονάδες που αξιοποιούσαν εγχώρια πρώτη ύλη: αγροτικά προϊόντα ή δομικά υλικά. Αλλά αυτοί οι κλάδοι έχουν πολύ έντονο διεθνή ανταγωνισμό και χαμηλή κερδοφορία. Συνήθως οι εταιρείες έμεναν στάσιμες, χωρίς μεγάλες αλλαγές στην τεχνολογία ή το είδος των προϊόντων. Και όταν μερικές πολυεθνικές έρχονταν στη χώρα, ήταν για να εξυπηρετήσουν την εγχώρια ζήτηση, π.χ. στις τηλεπικοινωνίες.

Στην εποχή μας οι πιο δυναμικές εξαγωγικές μονάδες έχουν δύο χαρακτηριστικά:  

Εντάσσονται σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας ως προμηθευτές, συνεργάτες ή υπεργολάβοι πολλών άλλων μονάδων και ενσωματώνουν πολλή νέα γνώση στο προϊόν τους. Για να αναπτυχθούν χρειάζονται γύρω τους το κατάλληλο «οικοσύστημα», που περιλαμβάνει από παραγωγικά τμήματα πολυεθνικών (όχι μόνο εμπορικά) μέχρι τριτοβάθμιες σχολές που στέλνουν τους φοιτητές για πρακτική άσκηση.

Τα τελευταία δύο χρόνια, επιτέλους, μια κυβέρνηση κινήθηκε για να προσελκύσει εγκαταστάσεις υπολογιστικού νέφους της Amazon και της Microsoft και ομάδες ανάπτυξης προϊόντων παγκόσμιων φαρμακευτικών και συμβουλευτικών εταιρειών. Νομοθέτησε σωστά τα stock options για υπαλλήλους, και φοροαπαλλαγές για το brain gain. Κινείται για να ενισχύσει τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με τη βιομηχανία. Αυτά θα είναι πιο σημαντικά μεσοπρόθεσμα από τις επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ.

Ελπίζω στον δημόσιο λόγο να αρχίσουμε να παρακολουθούμε τα στοιχεία των εξαγωγών με την ίδια προσοχή που κοιτάμε τα δημοσιονομικά. 

Ενας χρήσιμος δείκτης είναι το Economic Complexity Index, που μετράει πόσο «σύνθετα» είναι τα προϊόντα μας. Η Ελλάδα είναι εδώ και πολλά χρόνια σε χειρότερη θέση από όλη σχεδόν την Ευρώπη, πάνω μόνο από Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία και Μολδαβία.  

Δεν θα βελτιωθεί σε ένα ή δύο χρόνια.

Καθήκον όλων των πολιτικών δυνάμεων πρέπει να είναι, όμως...

 

 να βελτιωθεί πολύ μέχρι το 2030

Μέχρι τότε, ας ξεχάσουμε τις αγωνίες για τα κακά του «νεοφιλελευθερισμού».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου