ΕΘΝΙΚΕΣ ΨΩΝΑΡΕΣ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΣΟΥΡΓΕΛΟΨΩΝΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Φόδρες


Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ

Συμβαίνει με τις φιγούρες που εγκαθίστανται για χρόνια και χρόνια στο οπτικό μας πεδίο – είτε τους παρακολουθούμε είτε απλώς δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε· είτε μας αρέσουν είτε όχι: αποκτούν status «δημοσίου προσώπου», ακόμη κι όταν οφείλουν την αειφόρο δημοσιότητά τους αποκλειστικά στη διασκέδαση. Ακόμη κι αν έχουν δοξαστεί μόνο σαν άφωνη εικόνα, ο χρόνος της έκθεσής τους δημιουργεί μια ψευδαίσθηση βάθους.

Ετσι και με τον «ώριμο» Σάκη. Το πορτρέτο της «ωριμότητάς» του –βερνικωμένο σε φιλανθρωπικά γκαλά, φεστιβαλικά ωδεία και πόζες ευφρόσυνης οικοκυρικής– απέκτησε με τα χρόνια μιαν αόρατη φόδρα βαθύτητας. 

Μόλις όμως το πορτρέτο αξίωσε φωνή, η φόδρα σκίστηκε. Ο σταρ προσπάθησε να μιλήσει για ένα θέμα που αποδείχθηκε ασήκωτο για τη γλώσσα του.  

Πού είναι η είδηση;

Περίμενε κανείς από τον Ρουβά καθοδήγηση για το πώς πρέπει να σκεφτεί την εκκρεμή ποινική υπόθεση;  

Του είχε δώσει κανείς περιωπή «δημοσίου προσώπου» για να περιμένει από εκείνον ετυμηγορία – ή έστω κάποια μορφή έναρθρης ενσυναίσθησης; 

Και αντιστρόφως: Μπορεί ο Σάκης να «ξεπλύνει» έγκλημα; Από πότε; Σε ποια γλώσσα;

Ο βρασμός που ακολούθησε τις δηλώσεις φιλικής συμπάθειας του Ρουβά προς τον Λιγνάδη επιβεβαίωσε τον κανόνα: η ψηφιακή δημόσια σφαίρα δεν υπάρχει για να γεννάει συζητήσεις, αλλά για να τις σκοτώνει. Ούτε το έγκλημα (ξανα)συζητήθηκε. Ούτε το θεμιτό ερώτημα για την αντιφατική προσωπικότητα του κατηγορουμένου – την οποία λιβάνιζαν πολλοί από τους τωρινούς διώκτες του. Ούτε οι αρρυθμίες στην απονομή της Δικαιοσύνης.

  Αντιθέτως. Οπως στους κανονικούς εμφυλίους, έτσι και στους εικονικούς: άσχετοι ιδεασμοί στοιχίζονται πίσω από το κανιβαλικό λάβαρο της ημέρας. Αλλος θυμάται το δημοψήφισμα του 2015 και τη φωτογενή, πλην άσφαιρη, στήριξη του Σάκη στο «Ναι». Αλλος τη δεκαεπτάλεπτη συναυλία της πρωτοχρονιάτικης καραντίνας. Αλλος την ελίτ και τον νεοφιλελευθερισμό. Και πάντα η ίδια ομολογημένη ορμή: όχι να απαντηθεί ή, έστω, να αποδομηθεί αυτό που ειπώθηκε. Αλλά να «ακυρωθεί» αυτός που το είπε. Λες και χρειάζεται να επιστρατευθούν τόσοι ποταμοί όξινου λόγου για να σκιστεί ένα πρόσωπο – αφίσα. Ενα πλαστικό προφίλ.

Και τα θύματα; 

Δεν πρέπει κάποιος να μιλήσει γι’ αυτά – δηλαδή αντ’ αυτών; 

Η αγωνία για τα θύματα παρουσιάζεται ως απρόσβλητη νομιμοποίηση της οργής. Ομως, οι χιλιάδες αφορισμοί που εξαπολύονται στο όνομα των θυμάτων, τι πετυχαίνουν υπέρ τους; Απαλύνουν τον πόνο τους; Βοηθούν τη δικαίωσή τους; Ή, τελικά, μαρτυρούν μόνο την ανάγκη των οργισμένων να νιώσουν ηθική υπεροχή;      

Στον αγελαίο συνωστισμό δεν ξεχωρίζουν οι φωνές. Ούτε τα κίνητρα. 

Η αγέλη...

 

 πονάει, λέει, για τον ξένο πόνο, αλλά έχει ορμήξει προτού τον νιώσει. Προτού νοιαστεί.

Κι αύριο ξημερώνει πάντα μια νέα πείνα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου