ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η ερήμωση της γλώσσας


 Του Βαγγέλη Στεργιόπουλου


[…] Το ίδιο αυτονόητο, νομίζω, είναι πως αυτή η αφυδάτωση κι αυτός ο εκβαρβαρισμός της γλώσσας και της παιδείας μας δεν είναι κατόρθωμα του τελευταίου καιρού μόνο. Πριν από 40 χρόνια (Αύγουστος 1946) ο Σεφέρης πικρολογούσε πως «όλα γίνουνται σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας» και πως δείχνουμε «σα να προτιμούμε (να γράφουμε όχι ελληνικά, αλλά) ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο». Δεκαπέντε χρόνια αργότερα διαπίστωνε πάλι πως «περνούμε στον τόπο μας – με τη νωχελική ευλογία της Παιδείας μας – μια περίοδο γλωσσικής αδιαφορίας, επιδερμικής γραφής και ασπόνδυλων σχημάτων». Κι άλλα τρία χρόνια υστερότερα προειδοποιούσε πως «αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη».

Όπως κι έγινε. Μόνο που η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ την ποιητική προφητεία…

[…]

Η «ταξική καραντίνα» όπου πασχίζουν να μας υποβάλουν μερικοί «γλωσσο-λαϊκιστές» δεν είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος – του γλωσσικού αυταρχισμού των παλιών «αρχαϊστών», της μονοκρατορίας της «ευγενούς γλώσσης» που μιλούσε (;) το «εκλεκτόν μέρος των Ελλήνων», και που ήθελαν να την επιβάλουν απο-φασιστικά οι «καθαρολόγοι» της «Αθηναϊκής Σχολής» του 1850;

[…]

Μέσα στη «λαομανία» τους, ξεχνάνε ακόμα και τον πρωτολάτη του Δημοτικισμού, τον Ψυχάρη, που τόνιζε:

«Όταν η δημοτική μας γλώσσα δεν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη απ’ την αρχαία και προσπαθώ, όσο είναι δυνατό, να την ταιριάξω με τη γραμματική του λαού».

Αλλά ο Ψυχάρης ήταν γλωσσολόγος, δεν ήταν γλωσσοκόπος (κατά το «ξυλοκόπος» κ.λπ.).

[…]

Λέγεται, ακόμα, πως στον αιώνα των τεράστιων τεχνολογικών κατακτήσεων, στην εποχή της βασιλείας των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της δυναστείας των διηπειρωτικών πυραύλων, οι «γλωσσο-λογίες» αποτελούν φιλολογίες και ματαιολογίες, ξτΟΥεπερασμένες και άχρηστες. Μας φτάνει – λένε – να ξέρουμε τη γλώσσα (δηλαδή, τους τεχνικούς όρους) που κατασκευάζει η καινούρια επιστήμη και η καινούρια σκέψη.

Χρειάζεται τάχα να πούμε το πασίγνωστο πια πως «η γλώσσα δεν εκφράζει μόνο τη σκέψη, αλλά και προωθεί τη σκέψη», πως ο πλούτος της μιας πλουτίζει την άλλη κι αντίστροφα; Χρειάζεται να μυριοπούμε πως, χωρίς γενικότερη, ουσιαστική παιδεία, η «ειδική» επιστήμη είναι ανάπηρη, άναρθρη, α-φάνταστη, άγονη; […] Χρειάζεται, τέλος, να ξαναθυμίσουμε πως οι κορυφαίοι της επιστήμης, απ’ τους Ίωνες ως τον Αϊνστάιν, ήταν περιπαθείς της φιλοσοφίας, της παιδείας, της μουσικής, μέτοχοι και κάτοχοι;

[…]

Όταν η γνώση της Γλώσσας, του Λόγου, περιορισθεί στο ελάχιστο, μοναδική συνεννόηση ηγετών και «λαού» θα είναι τα «συνθήματα». Τα συνθήματα που περιέχουν τα πάντα και δεν περιέχουν τίποτα, που παρέχουν τα πάντα και δεν παρέχουν τίποτα, επιτρέποντας έτσι στους «εκλεκτούς του λαού» να κατέχουν την εξουσία, να υπερέχουν των πάντων και να μην υπέχουν ευθύνη απέναντι σε κανένα…


Αποσπάσματα από άρθρο του αειμνήστου Μάριου Πλωρίτη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 14 Ιουλίου 1985 υπό τον τίτλο
«Πτωχαλαζονεία» Παιδείας και Γλώσσας.


Ανέτρεξα στο αρχείο του «Βήματος», στις θέσεις και την επιχειρηματολογία του αξεπέραστου αυτού μάστορα της ελληνικής γλώσσας, με αφορμή τον πρόσφατο εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας.

Με την εμπνευσμένη ανάλυσή του, με το μεστό νοημάτων κείμενό του, υπόδειγμα νεοελληνικού λόγου και πρότυπο σύγχρονου ελληνικού στοχασμού, ο Πλωρίτης αντιτάχθηκε με αποφασιστικότητα στην –κατά τη δική του και πάλι διατύπωση– «χωρίς περίσκεψιν και αιδώ ερήμωση της γλώσσας».

Εκείνος έγραψε το μακρινό πια 1985 για τη δυσοίωνη προφητεία του μεγάλου ποιητή, την οποία είχε ξεπεράσει κατά πολύ η τότε πραγματικότητα.

Δυστυχώς...

 

 η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα –γλωσσική και κοινωνικοπολιτική– έμελλε να ξεπεράσει κατά πολύ και τη δική του προφητεία…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου