ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Χρονικό του Αφγανιστάν (Μια ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ από τη Σώτη Τριανταφύλλου)


ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Tης ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Το επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία: η αμερικανική πολιτική έχει πολλά μυστικά, αλλά δεν έχει κανένα μυστήριο. Είναι ευκαιριακή, μυωπική, ανορθολογική και συχνά αυτεπιβούλευτη ―φέρνει στο μυαλό μια πολυχρησιμοποιημένη φράση του Φ.Σ. Φιτζέραλντ από τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ»: «Ήταν απρόσεκτοι άνθρωποι, ο Τομ και η Ντέιζυ· έσπαζαν πράγματα κι ανθρώπους κι ύστερα αποσύρονταν στα λεφτά τους ή στην απέραντη απροσεξία τους ή σε οτιδήποτε ήταν εκείνο που τους κρατούσε μαζί, κι άφηναν τους άλλους να μαζεύουν τα σπασμένα.» Πράγματι, μπορούμε να απεικονίσουμε έτσι στην αμερικανική πολιτική: η τελευταία της επιτυχία ήταν, νομίζω, στον πόλεμο της Κορέας. Από τότε έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια.

Το ερώτημα που μπαίνει αυτές τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από το Αφγανιστάν είναι γιατί, ενώ οι Ταλιμπάν κατελάμβαναν τη χώρα και πλησίαζαν στην Καμπούλ, οι ΗΠΑ αντί να αλλάξουν σχέδια, να ενισχύσουν τα εναπομείναντα νατοϊκά στρατεύματα και να τους αναχαιτίσουν, είπαν see you later alligator και έφυγαν με ελαφρά πηδηματάκια. Οι Αμερικανοί, οι δυτικοί γενικά, βρίσκονταν στο Αφγανιστάν για να εμποδίσουν την επικράτηση του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, όχι για να το καλωσορίσουν στην Καμπούλ ― και όντως, για λίγα χρόνια, είχαν πετύχει κουτσά-στραβά ένα είδος containment· αργότερα όμως, ενώ οι ακραίοι ισλαμιστές κέρδιζαν δημοτικότητα και εδάφη, αντί να εντατικοποιηθεί η πολεμική προσπάθεια και κυρίως η προσπάθεια οικοδόμησης κράτους, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να παρατήσουν το Αφγανιστάν και να προχωρήσουν σε νέες περιπέτειες. Να λοιπόν πώς έχει πάνω-κάτω η ιστορία:

Η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν άρχισε στα σοβαρά το 1981 (είχε προηγηθεί μια φάση όπου δεν ήξεραν πώς να φερθούν) με τον λεγόμενο «πόλεμο του Τσάρλι Γουίλσον» ο οποίος, μαζί με τον πράκτορα της CIA Γκαστ Αβρακότος (Gust Avrakotos) έπεισαν την επιτροπή χρηματοδότησης των covert affairs να αυξήσει τον προϋπολογισμό στρατιωτικής βοήθειας στο Αφγανιστάν. Όχι μόνο την αμερικανική επιτροπή, αλλά και την ισραηλινή: το Ισραήλ χρηματοδότησε τους μουτζαχεντίν εναντίον των Ρώσων ―το βρίσκω πάρα πολύ νόστιμο: προώθησε στους μουτζαχεντίν τα όπλα σοβιετικής κατασκευής που είχε βουτήξει από τους Άραβες στον πόλεμο του 1967.  Το βιβλίο του Τζορτζ Κράιλ "Charlie Wilson’s War" και η ομώνυμη ταινία του Μάικ Νίκολς δίνουν μια εικόνα για γέλια και για κλάματα γύρω από το πώς πήρε τερατώδεις διαστάσεις η Επιχείρηση Κυκλώνας· πώς οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Αφγανιστάν επειδή έτσι έκριναν ο Τσάρλι Γουίλσον (μέλος του Κογκρέσου από το ανατολικό Τέξας) και ο Γκαστ Αβράκωτος, ο οποίος, σημειώνω en passant, ήταν ένας από τους τότε κατώτερους αξιωματικούς της CIA που είχε κρίνει απαραίτητο το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Απορώ πώς γλίτωσε από τη 17η Νοέμβρη· το 1975, η συμμορία επέλεξε να εκτελέσει το αφεντικό του Αβράκωτου, Ρίτσαρντ Γουέλτς. Άλλο θέμα αυτό, επιστρέφω στην υπόθεση Αφγανιστάν.  

Τι έκανε τις ΗΠΑ να πεισθούν να επέμβουν τελικά; 

Ο φόβος του κομμουνισμού, η έμμονη ιδέα του. Και παρότι της σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν το 1979 είχαν προηγηθεί πολυαίμακτα πραξικοπήματα, δολοφονίες, συγκρούσεις μεταξύ φυλάρχων, ανιψιών και κουμπάρων, θα ξεκινήσω την αφήγηση από αυτή τη μοιραία πολεμική επιχείρηση που είχε στόχο την οικοδόμηση σοσιαλιστικού, τρόπον τινά, κράτους· μια ρωσική χίμαιρα.


Οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 1979 για να στηρίξουν το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα Μαρξιστών του Λαού που είχε, ας πούμε, καλές προθέσεις αλλά ασθενικά λαϊκά ερείσματα. Οι μαρξιστές-λενινιστές είχαν αρπάξει την εξουσία όπως συνηθιζόταν στο Αφγανιστάν (και στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου) σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αντίπαλοί τους ήταν οι μουτζαχεντίν, υπερπατριώτες ισλαμιστές, τους οποίους στήριζαν οι ΗΠΑ (διστακτικά: μέχρι να κηρυχθεί ο «πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον» με μόνο 5 εκ. δολάρια ετησίως) και, βεβαίως, όπως θα περίμενε κανείς, η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν και άλλα μουσουλμανικά κράτη. 

Υπενθυμίζω ότι το 1979 βρισκόμασταν ακόμα σε περιβάλλον Ψυχρού Πολέμου κι ότι στο Ιράν εκτυλισσόταν η Ισλαμική Επανάσταση η οποία είχε θαμπώσει όλο τον μουσουλμανικό κόσμο και μαζί, περιέργως, την αριστερά στη Δύση. Το δόγμα που εφάρμοζαν τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά ήταν «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»: έτσι, η δεξιά στήριζε το φονταμενταλιστικό Ισλάμ στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν για να μπει στη μύτη των άθεων και πραγματιστών Ρώσων, ενώ η αριστερά ήταν χαμένη στη γνωστή της σύγχυση με τους φιλοσοβιετικούς να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη σοβιετική εισβολή ως ανθρωπιστική και προοδευτική ενώ ταυτοχρόνως χειροκροτούσαν την ισλαμική ιρανική επανάσταση που ανέτρεψε τον αμερικανόδουλο Σάχη ως ήττα του ιμπεριαλισμού. Οι ΗΠΑ, για να εκδικηθούν τους μουλάδες για την εκδίωξη του Σάχη, έστειλαν είκοσι πλοία και δύο αεροπλανοφόρα στον Περσικό Κόλπο και στην Αραβική Θάλασσα ―τα οποία έκαναν απλώς μια βολτίτσα.

Ό,τι να ’ναι δηλαδή. 

Η ρωσική εισβολή κατάφερε πάντως να μετατρέψει σε γεράκι ακόμα και τον ειρηνόφιλο Τζίμι Κάρτερ: ο πρόεδρος Κάρτερ είδε κυριολεκτικά κόκκινο. Αλλά η στρατιωτική εμπλοκή των Ρώσων στο Αφγανιστάν χρονολογούνταν από τον 19ο αιώνα όταν οι τσάροι ήθελαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους στην κεντρική Ασία ―δεν ήταν κάτι καινούργιο. Παρότι το Αφγανιστάν per se δεν είχε ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον, τότε η Βρετανία ανέκοψε τις ρωσικές φιλοδοξίες επινοώντας το λεγόμενο Μεγάλο Παιχνίδι ―που δεν ήταν και τόσο μεγάλο τελικά. Αφορμή του ρωσοβρετανικού ανταγωνισμού ήταν η Υπόθεση Παντζάχ, μια αψιμαχία που ακολούθησε μια επιχείρηση των ρωσικών δυνάμεων κοντά στην όαση Παντζάχ το 1885. Έγινε φασαρία για το τίποτα. Έναν αιώνα αργότερα, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΣΣΔ προσπαθούσε να κρατήσει στη σφαίρα επιρροής της το Αφγανιστάν, στο οποίο από το 1955 έστελνε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.  

Εν πάση περιπτώσει, το 1979-1980, όταν οι Ρώσοι έσπευσαν να βοηθήσουν τους φίλους τους τους μαρξιστές η διεθνής κατάσταση ήταν εκρηκτική: στις 14 Φεβρουαρίου 1979 ο Αμερικανός πρέσβης στο Αφγανιστάν Άντολφ Νταμπς απήχθη από ενόπλους και σκοτώθηκε κατά την επιχείρηση απελευθέρωσής του· οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τους Ρώσους (κατά τη γνώμη μου, κι από τις αναγνώσεις που έχω κάνει, τον έφαγαν οι μουτζαχεντίν), ενώ λίγο αργότερα έστειλαν 5.000 στρατιώτες στη… Σαουδική Αραβία για να ενισχύσουν την αντίστασή της έναντι της τάχα επεκτατικής Σοβιετικής Ένωσης. Όταν έχεις τέτοιους φίλους (σαν τη Σαουδική Αραβία), τι τους θέλεις τους εχθρούς. Όσο για την ευφυΐα της CIA, αν και οι αμφιβολίες μας εντάθηκαν μετά την 9/11, ανέκαθεν, η αμερικανική αντικατασκοπεία ήταν επιρρεπής σε γκάφες.

Το κόμμα των μαρξιστών-λενινιστών του Αφγανιστάν (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα) πέρασε μια περίοδο στην παρανομία αλλά απέκτησε κάποια δημοτικότητα στη διάρκεια της βασιλείας του Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ (1933-1973) και της πρωθυπουργίας του εξαδέλφου του Σαχ, Μοχάμεντ Νταούντ Χαν (1954-1963). Στο κόμμα υπήρχαν δύο πτέρυγες, η Χαλκ (Λαός) και η Παρτσάμ (Σημαία), οι οποίες συνενώθηκαν το 1965 για να διασπαστούν πάλι το 1967, καθώς απευθύνονταν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα: η Παρτσάμ αντιπροσώπευε την ολιγομελή εθνική αστική τάξη, τους διανοουμένους και τους στρατιωτικούς που επιθυμούσαν μια μετριοπαθή αλλαγή της κοινωνίας προς το σοσιαλιστικότερο ―δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου― χωρίς να θιγούν όμως τα βαθιά ριζωμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της αφγανικής κοινωνίας· η Χαλκ ήταν μια συμμαχία αγροτών και εργατών με πιο ριζοσπαστικό κομμουνιστικό πρόγραμμα. Επικεφαλής της Χαλκ ήταν ο Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι, ενώ επικεφαλής της Παρτσάμ ήταν ο Μπαμπράκ Καρμάλ τον οποίον οι περισσότεροι Αφγανοί θεωρούσαν μαριονέτα των Ρώσων (ακόμα και προτού εισβάλλουν οι Ρώσοι).

Το 1973, ο Μοχάμεντ Νταούντ Χαν κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας το διεφθαρμένο και οικονομικά άπορο βασιλικό καθεστώς, πλην όμως οι προσπάθειές του για οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη απέτυχαν. Τον Νταούντ σαμπόταραν οι ίδιοι οι Αφγανοί. Ταυτοχρόνως, το μαρξιστικό κόμμα διχάστηκε ακόμα πιο πικρά όταν δολοφονήθηκε μυστηριωδώς από «δικούς του» ένα επιφανές μέλος του, ο Μιρ Ακμπάρ Χαϊμπέρ. Στις 27 Απριλίου 1978, ο αφγανικός στρατός, που έβλεπε ευνοϊκά το μαρξιστικό κόμμα, ανέτρεψε και εκτέλεσε τον πρωθυπουργό Νταούντ Χαν και μέλη της οικογένειάς του. Με λίγα λόγια φαγώθηκαν μεταξύ τους, με τους μεν να ονομάζουν την κίνηση του στρατού πραξικόπημα και με τους δε να την ονομάζουν λαϊκή εξέγερση. Πρόεδρος του επαναστατικού συμβουλίου και πρωθυπουργός της νεοσύστατης «Δημοκρατίας του Αφγανιστάν» έγινε ο γενικός γραμματέας του μαρξιστικού κόμματος Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι.

Πάμε παρακάτω.

Μετά το πραξικόπημα-εξέγερση, ο Ταράκι προχώρησε σε διώξεις, εξορίσεις και διαγραφές των μελών της αντίπαλης φράξιας σύμφωνα  τόσο με την αφγανική όσο και με τη σοβιετική παράδοση.
Κατά τους πρώτους 18 μήνες της θητείας του, εφάρμοσε πρόγραμμα διακυβέρνησης σοβιετικού τύπου με δωρεάν παιδεία για όλους, ισότητα των φύλων και ελευθερίες κατοχυρωμένες ήδη από το Σύνταγμα του 1964. Ο λαός όμως, καθώς ήταν αφοσιωμένος στο Ισλάμ, αντέδρασε βιαίως στις νομικές αλλαγές, απαιτώντας την αυστηρή εφαρμογή της Σαρία. Έτσι, προτού τελειώσει το 1978, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Τον Σεπτέμβριο του 1979, την εξουσία κατέλαβε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Χαφιζουλάχ Αμίν: μια ανταλλαγή πυροβολισμών στο προεδρικό μέγαρο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Ταράκι. Ακολούθησαν δυο μήνες αστάθειας: το καθεστώς του Χαφιζουλάχ Αμίν, που είχε κινηθεί εναντίον των εχθρών του στο Κόμμα των Μαρξιστών και ταυτοχρόνως της ισλαμικής εξέγερσης, κατέρρευσε. Η ιστορία του Αμίν αντανακλά όλα τα δεινά του Αφγανιστάν, αλλά δεν έχω χώρο να την αφηγηθώ: τον δολοφόνησαν οι φίλοι του οι Σοβιετικοί την πρώτη μέρα της εισβολής, στις 27 Δεκεμβρίου 1979, ενώ εκείνος πίστευε μέχρι το τέλος ότι δεν θα τον εγκατέλειπαν.

Η εισβολή του σοβιετικού στρατού μπορεί να ιδωθεί από τη πλευρά των Ρώσων ως αμυντική ενέργεια έναντι της επέκτασης της Ιρανικής Επανάστασης κι από την πλευρά των ΗΠΑ ως επίθεση στα δήθεν αμερικανικά συμφέροντα· στα μάτια των Αμερικανών, οι Ρώσοι πλησίαζαν ανησυχητικά τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια εποχή όπου οι πετρελαΐκές κρίσεις αποκάλυπταν την εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο της περιοχής. 

Οι Αμερικανοί φρίκαραν τελείως με η σοβιετική εισβολή: ήταν η πρώτη επιχείρηση του Κόκκινου Στρατού εκτός των συνόρων του σοβιετικού συνασπισμού.  

Για τους Σοβιετικούς πάντως, που δεν είχαν μισθοφόρους όπως οι ΗΠΑ αλλά επιστρατευμένους πολίτες, το Αφγανιστάν εξελίχθηκε σε μια απελπισμένη εκστρατεία με τεράστιες οικονομικές και ανθρώπινες απώλειες που εξάντλησε τη Σοβιετική Ένωση. Οι μουτζαχεντίν κυριολεκτικά λιάνισαν τους Ρώσους ―και οι Αμερικανοί φάνηκαν κατενθουσιασμένοι μπροστά σ’ αυτούς τους τρομερούς μαχητές της ελευθερίας που δεν δίσταζαν να κόβουν κεφάλια. Εδώ, καθώς μπήκαν στη σκηνή ο Τσάρλι Γουίλσον και ο Γκαστ Αβράκωτος μαζί με μια Τεξανή ακροδεξιά εκατομμυριούχο ονόματι Τζόαν Χέρινγκ, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν εξελίχθηκε στον έσχατο proxy war του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ αγκάλιασαν με πάθος τους μουτζαχεντίν ―ο γερουσιαστής Κλάρενς Λονγκ από το Μαίρυλαντ εθεάθη να κραυγάζει Αλλάχου Αχμπάρ σε αφγανικό ξέφωτο― και καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1980 μάς περίμεναν κάμποσες εκπλήξεις.  

Τι συνέβη στο Αφγανιστάν στη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990

 Από το 1980, οι Σοβιετικοί στήριζαν την κυβέρνηση του Μπαμπράκ Καρμάλ, ενώ αντάρτες μουτζαχεντίν ―«ιεροί μαχητές»― πολεμούσαν τον Καρμάλ και τις σοβιετικές δυνάμεις με την άλλοτε σιωπηρή, άλλοτε ενεργή, συμμετοχή της πλειοψηφίας των Αφγανών. Ο εμφύλιος πόλεμος που συνεχίστηκε μέχρι την αποχώρηση των Ρώσων το 1989 είχε ως αποτέλεσμα ένα εκατομμύριο νεκρούς Αφγανούς και 15.000 Σοβιετικούς (οι αμερικανικές πηγές αναφέρουν 28.000 αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), ενώ πάνω από τρία εκατομμύρια Αφγανοί κατέφυγαν στο γειτονικό Πακιστάν, το οποίο εξόπλιζε τους ισλαμιστές αντάρτες μαζί με τις ΗΠΑ. Θέλω να πω ότι οι πρόσφυγες δεν ήταν απαραιτήτως εχθροί ή θύματα των Ταλιμπάν· πολλοί κατέφυγαν σε άλλες μουσουλμανικές χώρες επειδή η ζωή στο Αφγανιστάν ήταν αβίωτη: πόλεμος, φτώχεια κτλ.

Το 1983 ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν καλωσόρισε πολέμαρχους μουτζαχεντίν στον Λευκό Οίκο: λίγα χρόνια αργότερα, το 1987, ο ηγέτης τους, ο Γιουνές Χαλίς (Μοχάμεντ κι αυτός όπως οι περισσότεροι), φωτογραφήθηκε μαζί με τον Ρέιγκαν στο Oval Office με πλατιά χαμόγελα: Πάρε τα λεφτά (απ’ τα ηλίθια αμερικανάκια) και τρέχα. Το άλμπουμ των φωτογραφιών των μουτζαχεντίν με Αμερικανούς αξιωματούχους φαίνεται σήμερα εντελώς ασυνάρτητο· σαν αποτέλεσμα μοντάζ και photoshop ― ασυνάρτητο ήταν εξαρχής αλλά κανείς στις ΗΠΑ δεν μιλούσε ανοιχτά: οι Αμερικανοί ήταν και είναι ικανοί να συμμαχήσουν με τον χειρότερο εχθρό τους για να στριμώξουν τη Ρωσία, ενώ συγκινούνται μέχρι δακρύων από τον θρησκευτικό πυρετό· θεωρούν τη «θρησκευτική ελευθερία» ιερό δικαίωμα. Οι άθεοι είναι εκείνοι που τους εκνευρίζουν περισσότερο και έναντι των οποίων είναι πιο καχύποπτοι. Κάνω αναπόφευκτα συγκρίσεις, πράγμα όχι τόσο ευγενικό αλλά απαραίτητο σε οποιαδήποτε ανάλυση.

Έτσι κι αλλιώς, η αμερικανική πολιτική σε όλη τη δεκαετία του 1980 ήταν μια σειρά εξωφρενικών συμμαχιών με απατεώνες και καθάρματα, από τους Κόντρας της Νικαράγουα μέχρι τους Σαουδάραβες και τους Πακιστανούς οι οποίοι είχαν, φυσικά, τη δική τους ισλαμιστική ατζέντα.  

Το 1986, αναβάθμισαν το στρατιωτικό υλικό που έστελναν στους μουτζαχεντίν οι οποίοι στο εξής, χρησιμοποιώντας αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger, άρχισαν να κατατροπώνουν τις σοβιετικές εναέριες δυνάμεις: στο έδαφος οι Ρώσοι δεν είχαν καμιά ελπίδα, δεν γνώριζαν επαρκώς τη γεωγραφία και σε μάχες σώμα με σώμα ―τρόπος του λέγειν― ήταν χαμένοι από χέρι· οι μουτζαχεντίν τους έγδερναν ζωντανούς. 

Εκείνη την εποχή...

 

 ο Καρμάλ πάσχιζε να δημιουργήσει λαϊκή βάση για το μαρξιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα εισάγοντας αρκετές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων ήταν οι Θεμελιώδεις Αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν μέσω των οποίων παραχωρούσε αμνηστία σε όσους είχαν φυλακιστεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νουρ Μουχάμαντ Ταράκι και του Αμίν. Επίσης, η κυβέρνηση Καρμάλ, για να κατευνάσει τα πλήθη, αντικατέστησε την κόκκινη σημαία της πτέρυγας Χαλκ με μια πιο παραδοσιακή: παρ’ όλ’ αυτά, στα μάτια του αφγανικού λαού και των ανταρτών μουτζαχεντίν, το μαρξιστικό κόμμα παρέμενε εχθρικό και ξένο «προς τις παραδόσεις».

Το 1985, οι αποτυχίες της πολιτικής του Καρμάλ και το αδιέξοδο που ακολούθησε οδήγησαν τη σοβιετική ηγεσία ―τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ― να αποφασίσει την απομάκρυνσή του Καρμάλ και την αντικατάστασή του από τον Μοχάμαντ Νατζιμπουλάχ. Αλλά, ούτε ο Νατζιμπουλάχ κατάφερε τίποτα: οι Αφγανοί μισούσαν εγκάρδια τους Ρώσους και τους ρωσόφιλους, όπως μισούσαν τους Αμερικανούς και τους αμερικανόφιλους παρότι οι Αμερικανοί τούς βοηθούσαν εναντίον των Ρώσων. 

Το 1988, μετά από μια συμφωνία στη Γενεύη, η ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ και το Πακιστάν δέχτηκαν να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν. Οι Ρώσοι είχαν απογοητευτεί: τι λαός ήταν αυτός που δεν ήθελε σχολεία και βιομηχανίες; Και που άλλη δουλειά δεν είχε από το να προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα με το βλέμμα στραμμένο στη Μέκκα; Τι ήταν αυτή η Μέκκα επιτέλους;; Εξάλλου, το 1989-1991 η Σοβιετική Ένωση είχε άλλες δουλειές: το θωρηκτό βούλιαζε. Μαζί της βούλιαζε το φιλοκομμουνιστικό καθεστώς του Νατζιμπουλάχ. Τελικά, ο Νατζιμπουλάχ κατέφυγε στο κτίριο του ΟΗΕ στην Καμπούλ απ’ όπου δεν ξεμύτισε επί τέσσερα χρόνια. Όταν ξεμύτισε βρήκε φρικτό θάνατο.

Το 1991 οι μουτζαχεντίν είχαν φτάσει στην περιοχή της πρωτεύουσας. Και παρότι το Πακιστάν τούς είχε εξοπλίσει, συνέχισε να δέχεται πρόσφυγες που, όπως είπα, ήταν, υποτίθεται, εχθροί τους. Όσο για τους σιίτες, προτίμησαν όπως ήταν φυσικό να ζητήσουν άσυλο στο Ιράν αν και η θέση τους ως μειονότητα στο Πακιστάν δεν θεωρείται προβληματική: παρά κάποια βίαια επεισόδια που σημειώνονται κατά καιρούς, στο Πακιστάν οι σουνίτες συνυπάρχουν ειρηνικά με τους σιίτες. Παραλλήλως, οι μουτζαχεντίν βάλθηκαν να τσακώνονται μεταξύ τους: στη διάρκεια των μαχών στα περίχωρα της Καμπούλ το 1991, σκοτώθηκαν 50.000 άνθρωποι και η πόλη μισοκαταστράφηκε. Οι μουτζαχεντίν που ήταν αφοσιωμένοι στον Γκουλμπουντίν Χακματγιάρ ―που ήταν γνωστό ότι εισέπραττε μεγάλα ποσά από την Πακιστανική Υπηρεσία Πληροφοριών και ότι οργάνωνε επιθέσεις με βιτριόλι εναντίον ακάλυπτων γυναικών― επετέθησαν ακόμα και στο μουσείο της πόλης βανδαλίζοντας και λεηλατώντας το. Από αυτούς τους μουτζαχεντίν προέκυψαν οι Ταλιμπάν, νεαροί που είχαν σπουδάσει σε ισλαμικές σχολές στο Πακιστάν και σε επαρχιακές αφγανικές πόλεις, οι οποίοι κατέλαβαν για πάρτη τους την Κανταχάρ υποσχόμενοι στους κατοίκους τάξη, θρησκεία και ασφάλεια. Με λίγα λόγια, τη σοβιετόφιλη κεντρική διοίκηση αντικατέστησαν οι πιο εξτρεμιστικές φράξιες των μουτζαχεντίν: δεν μιλάμε ακριβώς για κυβέρνηση· μιλάμε μάλλον για τοπικές εξουσίες φυλάρχων οι οποίοι είχαν οικειοποιηθεί τα χωράφια με τις παπαρούνες. Με τα χρήματα από το όπιο αγόραζαν όπλα από οποιαδήποτε πηγή τους συνέφερε.

Μια από τις διαφορές μεταξύ των φατριών ήταν ―και είναι― το ζήτημα της πρόθεσης εξισλαμισμού και κατάκτησης της Δύσης: μια μερίδα φονταμενταλιστών ενδιαφερόταν για τη δημιουργία περίκλειστης ισλαμικής κοινωνίας, ενώ μια άλλη επιθυμούσε την εξαγωγή ισλαμισμού στη Δύση με σκοπό την εκδίκηση και την ταπείνωσή της. Το φαινομενικά παράδοξο ήταν ότι οι Ταλιμπάν, παρότι τους είχαν εξοπλίσει οι ΗΠΑ, στράφηκαν εναντίον των Αμερικανών όχι εναντίον των Ρώσων οι οποίοι τους είχαν πολεμήσει επί εννέα χρόνια. Υπήρχε βεβαίως η πρόθεση αλλά έλειπε η ευκαιρία.  

Στο μεταξύ, εμφανίστηκε δημοσίως η Αλ-Κάιντα ως διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο στο οποίο συμμετείχαν πολλές τρομοκρατικές οργανώσεις Αράβων και Αφγανών. Τα μέλη της Αλ-Κάιντα εκπαιδεύονταν σε στρατόπεδα στο Αφγανιστάν στρατολογώντας όσους μουτζαχεντίν ήταν πρόθυμοι να συμμετέχουν να τρομοκρατικές ενέργειες και αποστολές αυτοκτονίας. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έφτασε στο Αφγανιστάν το ανώτερο στέλεχος της Αλ-Κάιντα Οσάμα μπιν Λάντεν, ο οποίος είχε απελαθεί από το Σουδάν: στο Αφγανιστάν, ο Μπιν Λάντεν συνάντησε τον μονόφθαλμο (το αναφέρω ως εξωτική λεπτομέρεια) ηγέτη Μουλάχ Μοχάμαντ Ομάρ· η συνάντηση πυροδότησε καινούργια φάση τζιχάντ εναντίον της Δύσης. 

Σ’ αυτή τη φάση συμμετείχε όλος ο ισλαμικός κόσμος συμπεριλαμβανομένων των χωρών που διατηρούσαν εμπορικές και φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ όπως η Τουρκία, το Πακιστάν ―το οποίο, υπογραμμίζω, έχει πληθυσμό πάνω από 220 εκατομμύρια, συν πυρηνικό οπλοστάσιο: δεν μπορείς εύκολα να το αγνοήσεις― το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία.  

Ο Μπιν Λάντεν, που είχε στηρίξει τους Αφγανούς μουτζαχεντίν στη διάρκεια των αφγανο-σοβιετικού πολέμου, πήγε στο Αφγανιστάν για να βοηθήσει στην ολοκληρωτική κατάληψη της Καμπούλ και στη δολοφονία του Νατζιμπουλάχ, τον οποίον οι Ταλιμπάν κρέμασαν δημοσίως το φθινόπωρο του 1996.

Το 1997-1998 οι ζηλωτές επικράτησαν σε ολόκληρη τη χώρα επιβάλλοντας τη θεοκρατία όπως την αντιλαμβάνονταν: κλείνοντας τα σχολεία, απαγορεύοντας την ιατρική περίθαλψη των γυναικών (μιας και, αποκλείοντας τις γυναίκες από την εργασία, δεν υπήρχε γυναικείο υγειονομικό προσωπικό), τιμωρώντας με ακρωτηριασμούς, εκτελέσεις και τα τοιαύτα. Μόνο τρεις χώρες αναγνώρισαν τη νομιμότητά τους: το Πακιστάν (όπου μόλις είχε απομακρυνθεί η Μπεναζίρ Μπούτο, κόρη του πρωθυπουργού τον οποίον το 1979 είχε καθαρίσει ο δικτάτορας Ζία, ο κολλητός του Τσάρλι Γουίλσον, του Αβράκωτου και της Τζόαν Χέριγκ), η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.  

Και ενώ μέχρι πρότινος οι ΗΠΑ είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους με αυτές τις χώρες   ―grosso modo με το σουνιτικό Ισλάμ και εναντίον του Ιράν― είπαν γράψε λάθος: μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ-Κάιντα στις αμερικανικές πρεσβείες στην Κένυα και στην Τανζανία, το καλοκαίρι του 1998, έπληξαν με πυραύλους την πόλη Χοστ στο ανατολικό Αφγανιστάν και ένα χρόνο αργότερα το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε κυρώσεις στους Ταλιμπάν και στην Αλ-Κάιντα. (Είχαν μια σκασίλα για τις «κυρώσεις»…) Με λίγα λόγια, οι Αμερικανοί άλλαξαν στρατόπεδο, ή μάλλον έγιναν το αντίπαλο στρατόπεδο. Στο μεταξύ αναρωτιούνταν απορημένοι: Μα, γιατί μας μισούν;

Η απάντηση χάνεται στα βάθη του παρελθόντος και στην αντιδυτική παράδοση του Ισλάμ. Αλλά στο μίσος εναντίον των απίστων Αμερικανών έπαιζε ρόλο, εκτός από τη θρησκεία, ο εθνικισμός: μετά την αποχώρηση των Ρώσων εισήλθαν οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις παρέμειναν στο αφγανικό έδαφος διευκολύνοντας τις «ξένες» επιχειρήσεις στην κατασκευή δρόμων και αρδευτικών έργων. Η επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας απάλλαξε τις ισλαμιστικές ομάδες από την «υποχρέωση» που ένιωθαν έναντι των ΗΠΑ και μπορούσαν πια να στραφούν εναντίον τους ―την αρχηγία αυτής της καινούργιας εκστρατείας φέρεται να ανέλαβε, μεταξύ άλλων, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.  

Για να στρατολογήσουν τρομοκράτες εναντίον των ΗΠΑ, οι φονταμενταλιστές χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα τη συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ ―το Ισραήλ ήταν ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός― και τον δυτικό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό ο οποίος διέβρωνε τις συνειδήσεις των μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο. 

H απάντηση στον εκδυτισμό ήταν ο εξισλαμισμός της Δύσης και η επιστροφή της Ανατολής στο καθαρό από προσμίξεις Ισλάμ. 

Πώς θα γινόταν αυτό;  

Με δίκτυο σαλαφιστικών και γενικά φονταμενταλιστιών τζαμιών παντού στον κόσμο: όπως οι ισλαμιστές είχαν εκμεταλλευτεί την αντισοβιετική μανία των Αμερικανών, εκμεταλλεύτηκαν τη δυτική δημοκρατία με τη θρησκευτική της ελευθερία και προπάντων με μια άλλη μανία, τη μανία της εθνικής, φυλετικής και θρησκευτικής πολυμορφίας. [συνεχίζεται]

Ποια είναι η κατάσταση που επικρατούσε πριν και μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001

Η Αλ-Κάιντα είχε εντείνει την τρομοκρατικές της ενέργειες σε όλο τον κόσμο από το 1993 με τη βομβιστική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου: εκείνη η πρόβα τζενεράλε προκάλεσε τον θάνατο έξι ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων, χωρίς να αφυπνίσει τις ΗΠΑ για τους κινδύνους του ισλαμικού φονταμενταλισμού, τον οποίον είχαν ενισχύει από το 1980.  

Όλες οι δυτικές χώρες ξέχασαν το γεγονός και συνέχισαν εύθυμα την πορεία τους. Χαρακτηρίζοντας ένα πρόβλημα ως «τρομοκρατία», ενοχοποιούνται μερικοί «τρελοί», στην προκειμένη περίπτωση «τρελοί του Αλλάχ»: με το να βλέπουν το πολιτικό Ισλάμ κατακερματισμένο με τον εν λόγω «τρελό» κροσσό των τρομοκρατών στην άκρη, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είδαν τη μεγάλη εικόνα της επίθεσης της Ανατολής εναντίον της Δύσης με όλα τα μέσα και τα εργαλεία που διέθετε. Η οπτική του Σάμιουελ Χάντιγκτον θεωρήθηκε υπεραπλουστευτική και οριενταλιστική: οι «προοδευτικές» δυνάμεις την πέταξαν στα σκουπίδια και η προσοχή όλων επικεντρώθηκε στα βίαια επεισόδια, όχι στα ιδεολογικά και θρησκευτικά ρεύματα.

Τα βίαια επεισόδια ερεθίζουν ευκολότερα τον εγκέφαλο. Το 1995 παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας μπροστά από κτίριο της Εθνικής Φρουράς όπου εργάζονταν Αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε Αμερικανοί στρατιώτες και δύο Ινδοί και να τραυματιστούν καμιά εξηνταριά. Την ίδια χρονιά, ένα φορτηγό γεμάτο εκρηκτικά ανατινάχτηκε στην πύλη της αμερικανικής βάσης στο Χόμπαρ, στην ανατολική Σαουδική Αραβία, σκοτώνοντας 19 Αμερικανούς και τραυματίζοντας άλλα 386 άτομα. Το 1998 έγινε η επίθεση στην Κένυα και στην Τανζανία που άρχισε να ανησυχεί τις ΗΠΑ: δύο παγιδευμένα αυτοκίνητα ανατινάχτηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως κοντά στις αμερικανικές πρεσβείες του Ναϊρόμπι και του Νταρ ες Σαλάμ. Απολογισμός: 224 νεκροί, ανάμεσά τους 12 Αμερικανοί, και χιλιάδες τραυματίες. Τέλος, το 2000, στην Υεμένη, 17 Αμερικανοί πεζοναύτες σκοτώθηκαν στο λιμάνι του Άντεν σε επίθεση κατά του αμερικανικού πολεμικού σκάφους USS Cole. Εξυπακούεται ότι η Αλ-Κάιντα επέλεγε μέχρι τότε στόχους σε μουσουλμανικά εδάφη κυρίως, έχοντας εξασφαλίσει κάλυψη από τις τοπικές ισλαμιστικές κυβερνήσεις και ομάδες. Το 2001 όμως, και μετά την προαναφερθείσα πρόβα τζενεράλε, η Αλ-Κάιντα ταξίδεψε στις ΗΠΑ.

Το 1999 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είχε χαρακτηρίσει τρομοκρατικές οντότητες την Αλ Κάιντα, τους Ταλιμπάν και τον ίδιον τον Μπιν Λάντεν, ο οποίος είχε ως ορμητήριο το Αφγανιστάν. Εναντίον αυτών των τρομοκρατικών ομάδων κινούνταν ο Αχμάντ Σαχ Μασούντ, επικεφαλής μιας ομάδας με το όνομα Βόρεια Συμμαχία, τον οποίον η Αλ Κάιντα δολοφόνησε λίγες μέρες πριν από την 11 Σεπτεμβρίου. 

Η 9/11 ήταν το πιο πολύνεκρο και εντυπωσιακά σκηνοθετημένο τρομοκρατικό χτύπημα με τρεις χιλιάδες νεκρούς και τη ρητή δήλωση «This is the end of the world as you know it, motherfuckers». Αλλά, παρά το παγκόσμιο σοκ, δεν κατανοήσαμε τι ακριβώς συνέβαινε στις διεθνείς σχέσεις.

Αν και το Αφγανιστάν ήταν η βάση της Αλ Κάιντα, κανείς από τους δεκαεννέα αεροπειρατές δεν ήταν Αφγανός: ο Μοχάμεντ Άτα, ο αρχηγός της επιχείρησης, ήταν Αιγύπτιος και δεκαπέντε από τους αεροπειρατές ήταν Σαουδάραβες. Το Ισλάμ είναι ανώτερη και ισχυρότερη αρχή από την εθνικότητα: οι ισλαμιστές δεν επιμένουν στα εθνικά και γεωγραφικά σύνορα· η ταυτότητά τους είναι θρησκευτική, όχι εθνική, αν και πράγματι παίζει κάποιο ρόλο η φυλή (tribe, όχι race). Έτσι, με μια μηχανιστική λογική, αμέσως μετά την 9/11 ο Τζορτζ Μπους κήρυξε «τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και κάλεσε, αφελώς, τους Ταλιμπάν να παραδώσουν στις αμερικανικές αρχές τα στελέχη της Αλ Κάιντα που κρύβονταν στο Αφγανιστάν. Παραλλήλως, με την Patriot Act, διευκόλυνε την παρακολούθηση Αμερικανών πολιτών χωρίς δικαστική εντολή και έστησε του στρατόπεδο στο Γκουαντάναμο. 

To λάθος να θεωρηθεί το Ισλάμ τρομοκρατική και όχι πολιτική-πολιτιστική απειλή οδήγησε σε πολλά λάθη μεταξύ των οποίων ήταν αυτή η Patriot Act που αποτελεί υποχώρηση της δημοκρατίας, χατίρι στο Ισλάμ ―απόδειξη του πώς το Ισλάμ διαμορφώνει τα τελευταία είκοσι χρόνια τις δυτικές δημοκρατίες.

Στο πλαίσιο λοιπόν του War on terror ήδη από το τέλος του 2001, και με την. υποστήριξη των Βρετανών, εκτυλίχθηκε η στρατιωτική επιχείρηση Enduring Freedom, στην πρώιμη φάση της οποίας συμμετείχαν μέλη της Βόρειας Συμμαχίας που είχαν το πλεονέκτημα να γνωρίζουν το έδαφος. Ένα-ένα τα προπύργια των Ταλιμπάν κατέρρευσαν και τα Ηνωμένα Έθνη έκαναν έκκληση για δημιουργία μεταβατικής διοίκησης και για αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων με στόχο τη σταθερότητα και την ανοικοδόμηση. Αλλά οι μάχες συνεχίζονταν στις σπηλιές Τόρα Μπόρα και προτού τελειώσει εκείνη η τρελή χρονιά, ο Μπιν Λάντεν κατέφυγε στο Πακιστάν καβάλα σε άλογο. Πολλοί ήταν εκείνοι που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν ρομαντικό ήρωα του Αλλάχ: ο αραβισμός είναι, παραδοσιακά, ένα ρομάντζο των δυτικών ελίτ.

Μετά την πτώση της Καμπούλ στις αντι-ταλιμπανικές δυνάμεις τον Νοέμβριο του 2001, τα Ηνωμένα Έθνη προσκάλεσαν τις μεγάλες αφγανικές φατρίες, με κυριότερη τη Βόρεια Συμμαχία και μια ομάδα με επικεφαλής τον πρώην βασιλιά (αλλά όχι τους Ταλιμπάν), σε διάσκεψη στη Βόννη. Προέκυψε μια συμφωνία που εγκατέστησε τον Χαμίντ Καρζάι επικεφαλής προσωρινής διοίκησης, δημιουργώντας ταυτοχρόνως διεθνή ειρηνευτική δύναμη για τη διατήρηση της ασφάλειας στην Καμπούλ. 

 Παρά την επίσημη πτώση των Ταλιμπάν, οι ηγέτες της Αλ-Κάιντα παρέμεναν κρυμμένοι στα βουνά και οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν έπαψαν ―πλην όμως, με τους Αμερικανούς να αλληθωρίζουν προς τον Σαντάμ Χουσεΐν και το Ιράκ, το οποίο άρχισε να αναφέρεται όλο και περισσότερο ως η μείζων απειλή εναντίον των ΗΠΑ: η CIA παρείχε σχετικές πληροφορίες, αρκετά συγκεχυμένες, διαπράττοντας ένα ακόμα σφάλμα: υπό κανονικές συνθήκες, η CIA δεν χαράζει πολιτική· συλλέγει πληροφορίες τις οποίεw επεξεργάζονται οι διοικήσεις προκειμένου να χαράξουν πολιτική ―στα ζητήματα του Ισλάμ (όπως είχε συμβεί και στο ζήτημα της Ελλάδας το 1967: το αναφέρω παρεμπιπτόντως επειδή σε προηγούμενο άρθρο έκανα λόγο για τον ρόλο του Γκαστ Αβράκωτου στο απριλιανό πραξικόπημα) η CIA όρισε την αμερικανική πολιτική.  

Κι όπως πάντοτε, δεν ήταν ολόκληρη η CIA που επενέβαινε στην πολιτική, ήταν τα σκοτεινότερα πρόσωπα, όπως ήταν ο Μάικλ Σόιερ: αυτός μάλιστα· ήταν τρελός για δέσιμο.

Στο μεταξύ, το Κογκρέσο ψήφισε πάνω από 38 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανθρωπιστική βοήθεια για την ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν από το 2001 έως το 2009. Πάρα πολλά λεφτά έκαναν φτερά. Όπως είπα, μετά την αμερικανική επέμβαση του Αφγανιστάν, πρόεδρος της χώρας διορίστηκε ο Χαμίντ Καρζάι, από τη φυλή των Ποπαλζάι, ο οποίος πέτυχε κάποια σταθερότητα με τη βοήθεια των νατοϊκών στρατευμάτων μέχρι το 2004 τουλάχιστον. Αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να γίνουν εκλογές, να ψηφιστεί καινούργιο σύνταγμα κι αυτό το σύνταγμα να εφαρμοστεί. Το 2004 μια συνέλευση 502 Αφγανών αντιπροσώπων από διάφορες φυλές συμφώνησε πράγματι για ένα σύνταγμα που εξασφάλιζε προεδρικό σύστημα και υποσχόταν να συνενώσει τις διάφορες εθνοτικές ομάδες. Ο Καρζάι έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος επικεφαλής του Αφγανιστάν με 55% των ψήφων. Εκείνες τις μέρες, παρότι η κατάσταση ήταν εύθραυστη, υπήρχαν ελπίδες εκδημοκρατισμού, ειρήνης και προόδου: για παράδειγμα, στις εκλογές, στις 68 από τις 249 έδρες αναδείχτηκαν γυναίκες βουλευτές.

Έτσι όμως κλιμακώθηκε η βία: οι ισλαμιστικές ομάδες επιδόθηκαν σε ένα όργιο επιθέσεων αυτοκτονίας και βομβιστικών ενεργειών, ενώ το ΝΑΤΟ σκεφτόταν πως η επίσκεψη στο Αφγανιστάν είχε παρατραβήξει κι ότι οι Αφγανοί έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Τη στιγμή που ο Καρζάι και οι αντι-ταλιμπανικές δυνάμεις χρειάζονταν ενίσχυση, το ΝΑΤΟ άρχισε να δείχνει αφηρημάδα και να ανησυχεί για την απώλεια πόρων, χρόνου και ενέργειας.  

Το 2009 ο νεοεκλεγείς Μπαράκ Ομπάμα έπιασε το υπονοούμενο, ενίσχυσε τα στρατεύματα στην εμπόλεμη ζώνη και έθεσε χρονοδιάγραμμα. Αλλά τι να σου κάνουν 37.000 νατοϊκοί μπροστά σε θηριώδεις Ταλιμπάν εξοπλισμένους με αμερικανικά όπλα υψηλής τεχνολογίας μέσω των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν; 

Ο Ομπάμα υπαινίχθηκε ότι το Πακιστάν χρειαζόταν «έλεγχο» αλλά βεβαίως δεν είχε κανέναν τρόπο να το ελέγξει ―εκτός αν προχωρούσε σε ανοιχτή ρήξη με την πακιστανική κυβέρνηση η οποία μόλις είχε βάλει το χεράκι της στη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο.  

Εν πάση περιπτώσει, ο Ομπάμα έκανε κάποιες αλλαγές στο ανώτερο στρατιωτικό προσωπικό προκειμένου να ανανεώσει το βλέμμα των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και να επιταχύνει τη διαδικασία της σταθεροποίησης: χρειαζόταν στρατηγική και τακτική απάντησης σε ανταρτοπόλεμο και σε άτακτες εξεγέρσεις, αλλά, στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί φέρονταν ως δύναμη κατοχής. Στις νότιες επαρχίες, ιδιαίτερα στη Χελμάντ, οι Ταλιμπάν πέτυχαν την πλύση εγκεφάλου των χωρικών και παρότι το καλοκαίρι του 2009 ο Καρζάι επανεξελέγη, οι εκλογές θεωρήθηκαν φάρσα ―ήταν η αρχή του τέλους για τον εκδημοκρατισμό της χώρας.

Ο Ομπάμα κλιμάκωσε την αμερικανική αποστολή στο Αφγανιστάν (’’to get it over with’’) ορίζοντας ως προθεσμία για την αποχώρηση τον Ιούλιο του 2011. Όμως, στη διάρκεια της προεδρίας του, αφού oι αμερικανική αποστολή εντόπισε και σκότωσε τον Μπιν Λάντεν στο Πακιστάν, ο Αμερικανός πρόεδρος δέχτηκε πιέσεις να αποσύρει τα στρατεύματα, τα οποία, το υπογραμμίζω, δεν φαίνεται να άκουγαν τους Αφγανούς σε ζητήματα στρατηγικής ―στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί έκαναν κάτι παράλογο: προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία σε αφγανικά χωριά και σπίτια ―αντί στα σύνορα με το Πακιστάν. Η καχυποψία τους έναντι των χωρικών τούς κατέστησε ακόμα πιο αντιπαθητικούς: οι Αφγανοί ―εκτός από όσους απειλούνταν άμεσα από τους Ταλιμπάν― ανυπομονούσαν να τους ξεφορτωθούν.  

Στο μεταξύ, οι πιέσεις στον Ομπάμα είχαν καταστροφικό αποτέλεσμα τόσο στην τύχη του Αφγανιστάν, όσο και της Δύσης γενικότερα: η αποστολή του ΝΑΤΟ δεν ολοκληρώθηκε παρά τη δαπάνη 444 δις μέχρι το 2011 ―μια δεκαετία μετά τη 9/11.  

Το 2011 ήταν δύσκολη εποχή: παγκόσμια οικονομική ύφεση, ποσοστό ανεργίας 9,1% στις ΗΠΑ και ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ― πολλοί Αμερικανοί διπλωμάτες και στελέχη της CIA πρότειναν τότε συνομιλίες με τους Ταλιμπάν ―μια ακόμα αμερικανική αυταπάτη. Αλλά, οι Ταλιμπάν δολοφονούσαν, έλεγαν ψέματα και υπονόμευαν μαζί με το Πακιστάν κάθε πολυμερή διαβούλευση. Ώσπου, έσκασε μύτη, επισήμως, το Κατάρ, δηλώνοντας ότι θα μεσολαβούσε για την πολιτική διευθέτηση και την ειρήνευση με τους Ταλιμπάν. Αλλά, γκαντεμιά: εκείνες τις μέρες φήμες ότι κάποιος Αμερικανός έβγαλε κατά λάθος φωτιά σε κοράνια προκάλεσαν αδιέξοδο και ο Ομπάμα ανέβαλε για το τέλος του 2016 την απόσυρση των «περισσότερων» αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Σαν μην έφταναν οι Ταλιμπάν, οι αντίπαλοί τους τρώγονταν μεταξύ τους:ο Άσραφ Γκανί, ως νεοεκλεγείς πρόεδρος, υπέγραψε συμφωνία κατανομής εξουσίας με τον κύριο αντίπαλό του, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ, ο οποίος είχε κινητοποιήσει χιλιάδες διαδηλωτές αμφισβητώντας το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Η συμφωνία επετεύχθη μετά από εντατική διπλωματική μεσολάβηση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι, αλλά ο Γκανί και ο Αμπντουλάχ τσακώνονταν ενώ οι Ταλιμπάν κέρδιζαν έδαφος στην ύπαιθρο και επανεμφανιζόταν το ISIS, μια άλλη εκδοχή ισλαμιστικής συμμορίας, την οποία χρηματοδοτεί το Κατάρ.

Το χονδροειδές λάθος της αμερικανικής πολιτικής ήταν ότι κήρυξε τον πόλεμο στην τρομοκρατία διατηρώντας τις συμμαχίες με τις χώρες που ευνοούν και χρηματοδοτούν τις ισλαμιστικές οργανώσεις.  

Η τρομοκρατία είναι ωστόσο ήσσον και παράπλευρο πρόβλημα με λιγοστά θύματα· ο ισλαμικός εισοδισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο, μαζικό, με πολλά θύματα και τεράστιες γεωπολιτικές επιπτώσεις.  

Υπάρχει κι ένα θεμελιώδες λάθος που δεν μπορεί να διορθωθεί: οι Αμερικανοί είναι απομονωτικοί σε νοοτροπία· είναι ένας λαός που καλείται ξανά και ξανά να υπερβεί την ίδια του τη φύση, να ενδιαφερθεί και να εμπλακεί σε υπερπόντιες υποθέσεις τις οποίες ελάχιστα κατανοεί. Επίσης, είναι ένας θεοσεβούμενος λαός παγιδευμένος σε κοσμικούς θεσμούς, δημοκρατικός σε παράδοση αλλά σε διαρκή πειρασμό τυραννίας. Η αμηχανία, η ύβρις, η κωλυσιεργία, η ηττοπάθεια, το συχνά πολεμοχαρές πνεύμα προκύπτουν από αυτές τις αντιφάσεις: δεν μπορείς να νικήσεις σε πολέμους που νιώθεις ότι αφορούν αλλόκοτους ανθρώπους που περιπλανιούνται με σανδάλια μέσα στην έρημο. Τα σανδάλια, οι Αμερικανοί τα βλέπουν σαν σαγιονάρες.

Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί από το 2010 ως το 2021

Το 2009 ο Μπαράκ Ομπάμα κληρονόμησε έναν αφγανικό πόλεμο από τον οποίο δεν είχε τίποτα να κερδίσει· τον στήριξε για να εξισορροπήσει την αντίθεσή του στον εντελώς παράλογο και καταστροφικό πόλεμο στο Ιράκ.  

Ο Ομπάμα δεν αποκόμισε σχεδόν κανένα όφελος ούτε από τη θανάτωση του Μπιν Λάντεν τον Μάιο του 2011: το ποσοστό της δημοτικότητάς του αυξήθηκε μόνο για ένα μήνα κι ύστερα κατρακύλησε. 

Ο Ομπάμα κατανοούσε τη σπουδαιότητα της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν και στην πραγματικότητα ήθελε να την εντατικοποιήσει ώστε να συντρίψει τους Ταλιμπάν ―όμως, όλοι, δεξιοί κι αριστεροί, ήταν εναντίον του. Γι’ αυτό, προσπάθησε να κρατήσει το Αφγανιστάν μακριά από τα μέσα ενημέρωσης αναζητώντας αλλού λαμπρές νίκες: στη Λιβύη, τη Συρία και την Ουκρανία. Τίποτα δεν του βγήκε σε καλό και η πρόσληψή του για την Αραβική Άνοιξη δεν θα μπορούσε να είναι πιο λανθασμένη.  

Αλλά δεν ήταν ο μόνος που δεν καταλάβαινε ότι η «Άνοιξη» ήταν ευσεβής πόθος των liberals.  

Προπάντων, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Ομπάπα δεν συνέβαλε καθόλου στη συνειδητοποίηση του τι και ποιος ήταν η απειλή και ο κίνδυνος: από την 11η Σεπτεμβρίου, ο κύριος στόχος των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ήταν να αποτρέψει τρομοκρατικές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες (θεωρητικά και στους συμμάχους τους) και να διασφαλίσει ότι το αφγανικό έδαφος δεν θα χρησιμοποιούνταν για εξαγωγή τρομοκρατίας. Ο στόχος αυτός δεν επαρκούσε για δικαιολογήσει αποστολή στρατευμάτων και τόσο μεγάλες δαπάνες οι οποίες επιπλέον δεν διοχετεύονταν στην οικοδόμηση κράτους· διοχετεύονταν σε πόλεμο φθοράς: αυτό που χρειαζόταν ήταν η επίγνωση της μεγαλύτερης εικόνας που, όπως είπα, είναι το διεθνές πολιτικό Ισλάμ, και στη συνέχεια μια στρατηγική διάσπασής του.

Ένα άλλο συμφέρον των ΗΠΑ ήταν να μην επεκταθεί στο Πακιστάν η αστάθεια του Αφγανιστάν: υπενθυμίζω ότι το Πακιστάν διαθέτει πυρηνικά όπλα κι ότι, προς το παρόν, τα έχει στραμμένα εναντίον της Ινδίας. Αλλά οι ΗΠΑ διακατέχονται από παράνοια πυρηνικής απειλής: ο Dr Strangelove κυριαρχεί στους εφιάλτες τους πατώντας κόκκινα κουμπιά. Όσο για το σύνολο των δευτερογενών και τριτογενών αμερικανικών συμφερόντων προϋπέθεταν μια αφγανική κυβέρνηση που 

1) να μην ορίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως στρατηγικό εχθρό 

2) να μην επηρεάζεται από κάποια εξωτερική δύναμη που να επιδιώκει ηγεμονία, όπως, πιθανώς, το Ιράν, η Κίνα ή η Ρωσία και 

3) να ελαχιστοποιεί τα δεινά από πολέμους, ασθένειες ή πείνα προκειμένου να μειωθεί ή να μηδενιστεί η οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια που παρέχουν οι ΗΠΑ ανεξαρτήτως της στρατιωτικής τους παρουσίας στο πεδίο. 

 Για να τα επιτύχουν αυτά, χρειάζονταν κάποια συναίνεση από τους ίδιους τους Αφγανούς την οποία απέτυχαν να αποσπάσουν.

Ο Ομπάμα είδε το Αφγανιστάν από μια θέση ελίτ, ψηλά από την κορυφή της Πόλης στον Λόφο: αν και κατανόησε τα αμερικανικά συμφέροντα σε μεγαλύτερο βάθος από τον Τζορτζ Μπους, δεν κατανόησε τους Αφγανούς και τον κεντρικό, τον συντριπτικό, ρόλο που παίζει το Ισλάμ στη ζωή τους. Το Αφγανιστάν δεν είναι ο τάφος των αυτοκρατοριών, είναι ο τάφος του εαυτού του. Έτσι, κάτω από την πίεση των πολιτικών του αντιπάλων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο Ομπάμα έθεσε ένα χρονοδιάγραμμα και μια προθεσμία την οποία οικειοποιήθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ για να εφαρμόσει, λανθασμένα, το παλιό σύνθημα America First.

Ο Τραμπ έκανε ξανά και ξανά ένα πράγμα και το αντίθετό του. Ήταν, υπενθυμίζω, ο  άνθρωπος που νόμιζε ότι η Φιλανδία είναι ρωσική επαρχία, που δεν ήξερε ότι η Βρετανία είναι πυρηνική δύναμη και παρεμπιπτόντως θαύμαζε τον Πούτιν και τον Ερντογάν. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του πάντως, ίσως τυχαία, στο Αφγανιστάν αυξήθηκαν οι απώλειες αμάχων από αεροπορικές επιθέσεις, καθώς και οι τρομοκρατικές ενέργειες των Ταλιμπάν ―εκείνον τον καιρό, ο Ασράφ Γκάνι φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους οικογενειακούς και κυβερνητικούς καβγάδες παρά για τους Ταλιμπάν που πλησίαζαν. Οι δε διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ταλιμπάν στην Ντόχα ―σαν να κάνεις σεξ με κάποιον που σιχαίνεσαι― κατέληξαν, τρόπος του λέγειν δηλαδή, στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται ενδοαφγανικός διάλογος. Εκπρόσωπος των ΗΠΑ ήταν ο Ζαλμάι Χαλιλζάντ (αυτόν τον τον υποπτεύομαι για φονταμενταλιστή) και εκπρόσωπος των Ταλιμπάν ο Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ: πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλον· μα, αν μπορούσε να γίνει «ενδοαφγανικός» διάλογος δεν θα είχε διαλυθεί ολόκληρη η χώρα από τις εμφύλιες συγκρούσεις! 

Ο Ντόναλντ Τραμπ διέκοψε τις συνομιλίες και μας το ανακοίνωσε με tweet· αποτέλεσμα λιγότερο από μηδέν.  

Αλλά ο Χαλιλζάντ δήλωσε κατευχαριστημένος ότι εξασφάλισε εγγυήσεις από τους Ταλιμπάν ότι η χώρα δεν θα χρησιμοποιηθεί για τρομοκρατικές δραστηριότητες.  

Τι σημαίνει αυτό; 

Τίποτα δεν σημαίνει: οι Ταλιμπάν δεν πιστεύουν ότι ενεργούν ως τρομοκράτες, πιστεύουν ότι κάνουν ιερό πόλεμο. Και βέβαια, οι μαχητές των Ταλιμπάν συνέχισαν τις επιθέσεις τους κατά των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες έχασαν το θάρρος τους και άρχισαν να διασκορπίζονται. Λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν η αποχώρηση των Αμερικανών βρισκόταν σε εξέλιξη ενώ οι Ταλιμπάν προέλαυναν από τον βορρά προς το νότο και υπήρχαν πληροφορίες ότι το Ισλαμικό Κράτος είχε αναζωογονηθεί. Ο Τζο Μπάιντεν δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να εφαρμόσει όσα είχαν αποφασιστεί τονίζοντας ότι η αποχώρηση ήταν ανεξάρτητη από το αν θα σημειωνόταν πρόοδος στις ενδοαφγανικές ειρηνευτικές συνομιλίες κι από το αν οι Ταλιμπάν θα σταματούσαν τις επιθέσεις τους στις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας. 

Ενώ οι Αμερικανοί στρατιώτες αδημονούσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, οι μαχητές των Ταλιμπάν εισέβαλαν την Καμπούλ και κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο λίγες ώρες μετά τη φυγή του προέδρου Γκάνι από τη χώρα. Μένει να δούμε αν οι Ταλιμπάν θα καταστρέψουν τα πάντα ή αν θα αξιοποιήσουν τις υποδομές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Μένει επίσης να δούμε αν οι Ταλιμπάν και το Ισλαμικό Κράτος μαζί με όλες του τις παραλλαγές θα προσπαθήσουν να εξαγάγουν το τρομοκρατικό Ισλάμ στη Δύση με τις γνωστές μεθόδους που χρηματοδοτεί η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ κτλ: τζαμιά, πολιτιστικά κέντρα, μετανάστες ―να μη λέμε τα ίδια και τα ίδια.

Η προθεσμία συνέπεσε λοιπόν με τη βάρδια της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν

Το πρόβλημα είναι ότι από τη στιγμή που ο Ομπάμα αποφάσισε την απόσυρση το 2016 μέχρι τη στιγμή που αυτή πραγματοποιήθηκε οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει σχεδόν το σύνολο της χώρας. Ό,τι ίσχυε το 2016 δεν ίσχυε πια το 2021. Γιατί επικράτησαν οι Ταλιμπάν; Για πολλούς λόγους που σχετίζονται με την αφγανική διοίκηση των τελευταίων χρόνων αλλά κυρίως διότι τους στηρίζουν ιδεολογικά και υλικοτεχνικά πολλές ισλαμικές χώρες. Η υπόθεση ήταν χαμένη από την αρχή και το μήνυμα του ΝΑΤΟ «ήρθαμε να σας σώσουμε από τον εαυτό σας» (και, ταυτοχρόνως, να σας εκδικηθούμε) ήταν λάθος από την αρχή.

Αν δούμε τα πράγματα από την οπτική των ΗΠΑ, θα παραδεχτούμε ότι ξεκόλλησαν από ένα τέλμα, ότι ξεφορτώθηκαν μια ακόμα basket case. Έτσι όμως επιβαρύνουν τους συμμάχους τους στην Ευρώπη στους οποίους θα εξαχθεί η ισλαμική τρομοκρατία και ένα πλήθος προσφύγων με άγνωστες προθέσεις. 

Το να θέλουν να σταματήσουν μια οικονομική αιμορραγία με ανθρώπινες απώλειες είναι απολύτως λογικό ιδιαίτερα όταν αποδεικνύεται ότι πρόκειται για Mission Impossible: τα 10 δις που δαπανούσαν ετησίως για τη διατήρηση της μικρής δύναμης (2.500 στρατιώτες) στο Αφγανιστάν ίσως πρέπει να διατεθούν για την επίλυση σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων, τόσο θεμελιωδών όσο είναι η αποκατάσταση της παραγωγικής μεσαίας τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αποστρατικοποίηση της οικονομίας και η επανόρθωση των βλαβών που προκάλεσε η Patriot Act στην αμερικανική δημοκρατία. 

 Αν δούμε τα πράγματα από την οπτική των Ευρωπαίων, μοιάζουν με το τοπίο του Β’ παγκοσμίου πολέμου: τότε, ο φασισμός και ο ναζισμός κατέστρεψαν την ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά οι ΗΠΑ παρέμειναν αλώβητες, προστατευμένες από τη γεωγραφία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου