Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Θα ήθελα να συστήσω στον αναγνώστη ένα πρόσφατα εκδεδομένο βιβλίο, από τα θεμελιώδη, πιστεύω, για την οικοδόμηση της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας – ή για τον φωτισμό του κενού απουσίας της.
Τίτλος του βιβλίου: Η Αθήνα ξένη στον εαυτό της – Η γένεση μιας νεοκλασικής πρωτεύουσας.
Συγγραφέας, ο αρχιτέκτονας Γιάννης Τσιώμης (1944-2018), εκδότης οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Το βιβλίο σαφώς υπερβαίνει τον χαρακτήρα μελετημάτων αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, κεντρικό του θέμα είναι: πώς «κατασκευάζεται» μια κρατική «πρωτεύουσα», όχι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες και οι στόχοι ενός εθνικού (ή πολυεθνικού) πληθυσμού, αλλά για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις και σκοπιμότητες συγκεκριμένου ιδεολογήματος.
Στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα, η Αθήνα ήταν «μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη κωμόπολη», το όνομά της όμως παρέπεμπε, τους νεήλυδες στον πολιτισμό έποικους της Ευρώπης, στη μοναδική δυνατότητα να επινοήσουν μια πολιτισμική τους διαφοροποίηση.
«Η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα προτού καν γίνει πόλη», από τοπωνύμιο μεταποιήθηκε σε ιδεολόγημα. Ας διαβάζαμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι (από την πλήθουσα, έντιμη δυτική ιστοριογραφία, τουλάχιστον το ξεστραβωτικό βιβλίο του Jacques Le Goff, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον μεσαίωνα;): Θα συνειδητοποιούσαμε (φυσικά οι απροκατάληπτοι) ότι η ίδρυση του ελλαδικού κρατιδίου «επετράπη» από τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μόνο με την προϋπόθεση ότι η δομή, ο χαρακτήρας, οι θεσμοί και οι λειτουργίες του ελληνώνυμου σκευάσματος, θα απέκλειαν, με απροκάλυπτες, εξευτελιστικές εγγυήσεις, να ξανα-υπάρξει «Ελληνική Οικουμένη» (η χλευαστικά παρονομασμένη σε «Βυζάντιο»).
Από τα πρώτα βήματα της πλαστογραφίας –μεταποίησης ενός πολιτισμικού «παραδείγματος» σε θεμελιωδώς αλλοτριωμένο «εθνικό» κρατίδιο– ήταν να συνδεθεί η ελληνώνυμη συλλογικότητα απευθείας με την κλασική Αρχαιότητα, παρακάμπτοντας την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά».
Πρώτο βήμα: «Να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών πάνω σε μια πραγματική tabula rasa… Ξηλώθηκε η οργάνωση του χώρου που ίσχυε στην πρώην οθωμανική επαρχία… με σκοπό την ένταξή της σ’ έναν άλλο, ευρωπαϊκό, νεωτερικό, καπιταλιστικό» σχεδιασμό.
Ο Τσιώμης δείχνει, με διαυγέστατη κριτική οξύνοια και αφομοιωμένη γνώση του δυτικού «παραδείγματος» ότι ο «νεοκλασικισμός» που επελέγη, σαν αισθητική έκφραση της καθαρμένης από το «Βυζάντιο» Ελλάδας, ήταν «μια ανανεωμένη εκδοχή του Διαφωτισμού… παιδί του Διαφωτισμού… απότοκο και μια από τις νεωτερικές μετενσαρκώσεις του στην πολιτική του διάσταση».
Σε ένα κεφάλαιο, που ο συγγραφέας το επιγράφει «Βία κατά του χώρου», τίθεται το ερώτημα: «Μπορούμε άραγε να συλλάβουμε την τιτάνια προσπάθεια που απαιτήθηκε, ώστε ένας χώρος, που ώς τότε αποτελούσε απειροελάχιστο τμήμα μιας αυτοκρατορίας, να συγκροτηθεί σε κρατικό μόρφωμα;
Το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να οριοθετηθεί η επικράτεια μέσα σε νέα σύνορα, αλλά και να εδραιωθεί στη συνείδηση των κατοίκων της (στην εθνική συνείδηση) ως νέα γεωγραφική οντότητα, όπου θα ίσχυαν εφεξής νέοι νόμοι και νέοι κοινωνικοί συσχετισμοί. Και για να γίνει αυτό, έπρεπε να ξεριζωθούν οι προηγούμενοι, να δημιουργηθεί ένα κέντρο αναφοράς, μια πρωτεύουσα, να οικοδομηθεί ένα κράτος».
«Αυτό το τοπίο μετάλλαξε ο νομοθέτης (ο τάχα και πολιτικός), μετά την ανεξαρτησία της χώρας, φτάνοντας στο σημείο να παραχαράξει και να μεταλλάξει την ίδια τη γεωγραφία».
Από καταγωγής του το ελλαδικό κράτος, δέσμιο στον στείρο μιμητισμό της Δύσης, αγνοεί τη διαφορά (μοιάζει να την παραβλέπει) της ελληνικής κοινωνίας από την societas της Δύσης.
Η κοινωνία είναι ένα κατόρθωμα υπέρβασης των αναγκαιοτήτων που διέπουν την πρακτική της χρησιμότητας, για χάρη του αυτοσκοπού της υπαρκτικής ελευθερίας.
Societas είναι «ο εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι», η προτεραιότητα της ατομικής κατασφάλισης έναντι των διακινδυνεύσεων που συνεπάγεται η περιπέτεια της σχέσης, δηλαδή της αυθυπέρβασης.
Ο τίτλος «βία κατά του χώρου» είναι ένας εύστοχος εντοπισμός της αγεφύρωτης διαφοράς που διαστέλλει και διαφοροποιεί πολιτισμούς, όχι συμπτώματα, όχι μορφολογικά απλώς χαρακτηριστικά. Διαφοροποιεί «καισαρικά» τον Πύργο του Αϊφελ από τον Παρθενώνα, τη δημοκρατία από τη res publica, τα «ατομικά δικαιώματα» από την «ιερότητα» της πολιτικής, τη γνώση ως φωτισμό από τη γνώση ως χρηστική κατανόηση – και μύριες ανάλογες διαφορές. Η απόλυτη προτεραιότητα της ατομικής αυταρχίας έναντι του αθλήματος της συνύπαρξης είναι αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης και η αλλαγή αυτή συνεπάγεται όχι μορφολογικές μεταβολές, αλλά αληθινή κοσμογονία.
Το συναρπαστικό βιβλίο του Γιάννη Τσιώμη είναι μια ακόμα περίπτωση που ξαφνιάζει, συγκλονίζει, συναρπάζει, έστω κι αν το παιχνίδι μοιάζει οριστικά χαμένο. Εχουν αλλοτριωθεί οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του ελληνικού αθλήματος της συνύπαρξης και η επιστροφή – επανεύρεσή τους προϋποθέτει μετάλλαξη των νάνων σε γίγαντες.
Οποιος θεωρεί «απαισιόδοξο» το συμπέρασμα...
ας παρακολουθεί, όσο αντέχει, τον ευτελισμό του δημόσιου λόγου και της «πληροφόρησης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου