ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: To τέλος του παλιού κόσμου...

 

ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ...

 Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ

1.-Ο κόσμος που αναδύθηκε μετά την βιομηχανική επανάσταση και κορυφώθηκε ως προς τις πολιτικές και γεωπολιτικές αλλαγές του με τους δύο παγκοσμίους πολέμους τελειώνει με όσα μας δείχνουν οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν
. Ήταν ο κόσμος της βιομηχανικής επανάστασης, της νεωτερικότητας, φιλοσοφικά, και της αγγλοσαξωνικής κυριαρχίας. 

Γεωπολιτικά ο κόσμος αυτός βασίστηκε στην περίφημη Rimland η οποία διεσπάσθη. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η Rimland δεν έπρεπε να ξεπεραστεί από Ρωσία, Κίνα και τις συμμάχους τους. Ξεπεράστηκε, όμως, όπως δείχνει σωρεία γεγονότων.

Η Rimland, σύμφωνα με τον Νίκολας Σπάϊκμαν, τον αμερικανό καθηγητή του πανεπιστημίο Γέιλ που ήταν ο εμπνευστής της, είναι ο αναχωματικός δακτύλιος που ξεκινά από την Βρετανία, περνά από την Ευρώπη, την Τουρκία, το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την ΝΑ Ασία και καταλήγει στην Ιαπωνία.

Αυτός ο αναχωματικός δακτύλιος κρατά περιορισμένες από την θάλασσα τις χερσαίες δυνάμεις, Ρωσία και Κίνα που αποτελούν την Heartland. 

Στα όρια αυτού του δακτυλίου συνέβησαν όλες οι γεωπολιτικές αστάθειες.

Τα δύο ευαίσθητα σημεία του δακτυλίου υπήρξαν το ένα ο άξονας που αρχίζει από τις χώρες τις Κεντρικής Ασίας, παραδοσιακών συμμάχων της Ρωσίας και ενεργοφόρων περιοχών και καταλήγει στο λιμάνι του Bundal και ο άλλος, ο άξονας που βγαίνει στη Μεσόγειο από τα Δαρδανέλια.  

Τόσο η Ρωσία (με την έξοδό της από τα Δαρδανέλια και την εγκατάστασή της στη Συρία)  όσο και η Κίνα με την πρωτοβουλία Belt and road (τον νέο δρόμο του μεταξιού) έχουν διασπάσει τον δακτύλιο. Η αγγλοσαξωνική ηγεσία του παλιού κόσμου δεν μπόρεσε να κρατήσει περιορισμένες τις δυνάμεις αυτές που αναδύονται με αξιώσεις κυριαρχίας στον διαμορφούμενο νέο κόσμο.

Η παρουσία στη Μεσόγειο και για τις δύο δυνάμεις (Κίνα και Ρωσία) είναι δεδομένη εδώ και αρκετά χρόνια. Τώρα, με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν σπάει και το άλλο ασθενές σημείο της Rimland. Η περιοχή γύρω από το λιμάνι τoυ Bundal.

Αμέσως μετά τον Β!ΠΠ η Βρετανία εξουθενωμένη απο τους συνεχείς πολέμους της αποικιοκρατίας  παραδίδει την ηγεσία στις ΗΠΑ. Αν όχι η πρώτη, μια από τις πρώτες διεθνείς παρεμβάσεις της νέας υπερδύναμης είναι ο ελληνικός εμφύλιος στον οποίο η συμμετοχή των ΗΠΑ βάρυνε αποφασιστικά υπέρ των μη κομμουνιστικών δυνάμεων. Τόσο η Βρετανία όσο και οι ΗΠΑ, ως ναυτικές δυνάμεις, δεν επρόκειτο να αφήσουν την Ελλάδα, μια ναυτική, επίσης, χώρα και σε κρίσιμο σημείο στη Rimland να πέσει στα χέρια της Σοβιετικής Ένωσης. Η γεωπολιτική θεωρία του Σπάικμαν και του Μακίντερ εν δράσει.

Ένας συνδυασμός καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, φιλελεύθερης ιδεολογίας και αστικού πολιτικού καθεστώτος χαρακτήρισαν τα χρόνια από το 1945 ως την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού με αρκετές αντιφάσεις. Η διεθνής τάξη, βασίζεται θεωρητικά στην ύπαρξη ισότιμων κρατών αλλά στην ουσία, στο διεθνές σύστημα, κυριαρχεί ο ισχυρός και επικυριαρχεί μια υπερδύναμη. Οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν τον ρόλο της υπερδύναμης μέχρι τα τελευταία χρόνια. Ο ρόλος τους, πλέον αμφισβητείται, διότι δεν φρόντισαν ή δεν είχαν τα αποθέματα να ανανεωθούν.  Η διεθνής ισορροπία βαίνει προς ένα πολυπολικό σύστημα το οποίο θα ήταν λάθος των ΗΠΑ να μην το αποδεχθούν και να οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε έναν νέο πόλεμο.

Υπάρχουν λόγοι να μην αποδεχθούν οι ΗΠΑ τον νέο πολυπολικό κόσμο; 

Ναι. Από την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του δολαρίου ως μέσου άσκησης εξωτερικής πολιτικής ως την αδυναμία, λόγω δυνατότητας ύπαρξης εναλλακτικών λύσεων, να επιβάλλουν τον εξαναγκασμό σε κράτη με τις κυρώσεις. Διότι οι πολεμικές αναμετρήσεις έρχονται, πλέον, σε δεύτερη επιλογή.

Οι αρχές στις οποίες βασίστηκαν οι ΗΠΑ, και η Δύση στην οποία ηγεμόνευαν, όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ελευθερία, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ανεξαρτησία των κρατών. Όλες τις υπονόμευσαν.

Όπως γράφηκε στο Project Syndicate:

Τη δεκαετία του 1960 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, οι ΗΠΑ πολέμησαν στην Ινδοκίνα – Βιετνάμ, Λάος και Καμπότζη – τελικά αποσύρθηκαν με ήττα μετά από μια δεκαετία γκροτέσκας σφαγής. Ο πρόεδρος Lyndon B. Johnson, ένας Δημοκρατικός, και ο διάδοχός του, ο Ρεπουμπλικανός Richard Nixon, μοιράζονται την ευθύνη.

Τα ίδια περίπου χρόνια, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν δικτάτορες σε όλη τη Λατινική Αμερική και σε μέρη της Αφρικής, με καταστροφικές συνέπειες που κράτησαν δεκαετίες. Σκεφτείτε τη δικτατορία Mobutu στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό μετά τη δολοφονία του Patrice Lumumba που υποστηρίχθηκε από τη CIA στις αρχές του 1961, ή τη δολοφονική στρατιωτική χούντα του στρατηγού Augusto Pinochet στη Χιλή μετά την ανατροπή του Salvador Allende που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ το 1973.

Στη δεκαετία του 1980, οι ΗΠΑ υπό τον Ρόναλντ Ρέιγκαν ρήμαξαν την Κεντρική Αμερική σε πολέμους μεσολάβησης για να αποτρέψουν ή να ανατρέψουν αριστερές κυβερνήσεις. Τα τραύματα της περιοχής δεν έχουν ακόμη επουλωθεί.

Από το 1979, η Μέση Ανατολή και η Δυτική Ασία αισθάνονται το μεγαλύτερο βάρος της ανοησίας και της σκληρότητας της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ξεκίνησε πριν από 42 χρόνια, το 1979, όταν η κυβέρνηση του προέδρου Τζίμι Κάρτερ υποστήριξε κρυφά τους ισλαμιστές τζιχαντιστές για να πολεμήσουν ένα καθεστώς υποστηριζόμενο από τη Σοβιετική Ένωση. Σύντομα, οι μουτζαχεντίν που υποστηρίζονταν από τη CIA βοήθησαν στην πρόκληση μιας σοβιετικής εισβολής, παγιδεύοντας τη Σοβιετική Ένωση σε μια εξουθενωτική σύγκρουση, ενώ έσπρωξαν το Αφγανιστάν σε αυτό που έγινε σαράντα χρόνια αργότερα, μια σπειροειδής κίνηση προς τα κάτω, βίας και αιματοχυσίας.

Σε ολόκληρη την περιοχή, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προκάλεσε αυξανόμενο χάος. Ως απάντηση στην ανατροπή του Σάχη του Ιράν, το 1979, (άλλος δικτάτορας εγκατεστημένος απο τις ΗΠΑ), η κυβέρνηση Ρέιγκαν όπλισε τον Ιρακινό δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμό του με την νεοσύστατη Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Ακολούθησε μαζική αιματοχυσία και χημικός πόλεμος με την υποστήριξη των ΗΠΑ. 

Αυτό το αιματηρό επεισόδιο ακολουθήθηκε απο την εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ και στη συνέχεια δύο πολέμους του Κόλπου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, το 1990 και το 2003.

Ο τελευταίος γύρος της τραγωδίας στο Αφγανιστάν ξεκίνησε το 2001. Μόλις ένα μήνα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους διέταξε μια εισβολή υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για την ανατροπή των ισλαμιστών τζιχαντιστών που είχαν υποστηρίξει οι ΗΠΑ προηγουμένως. 

Ο διάδοχος του, πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, όχι μόνο συνέχισε τον πόλεμο και πρόσθεσε περισσότερα στρατεύματα, αλλά διέταξε τη CIA να συνεργαστεί με τη Σαουδική Αραβία για την ανατροπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, οδηγώντας σε έναν φαύλο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Ομπάμα διέταξε το ΝΑΤΟ να εκδιώξει τον Λίβυο ηγέτη Μουαμάρ ελ Καντάφι, προκαλώντας μια δεκαετία αστάθειας στη χώρα αυτή και στους γείτονές της (συμπεριλαμβανομένου του Μάλι, το οποίο έχει αποσταθεροποιηθεί από εισροές μαχητών και όπλων από τη Λιβύη).

Το κοινό στοιχείο αυτών των περιπτώσεων δεν είναι μόνο η αποτυχία πολιτικής. Στη βάση όλων αυτών βρίσκεται η πεποίθηση του αμερικανικού κατεστημένου διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής ότι η λύση σε κάθε πολιτική πρόκληση είναι η στρατιωτική επέμβαση ή η αποσταθεροποίηση που υποστηρίζεται από τη CIA.

Αυτή η πεποίθηση μιλά για την απόλυτη αδιαφορία της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για την επιθυμία άλλων χωρών να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Οι περισσότερες αμερικανικές στρατιωτικές παρεμβάσεις και παρεμβάσεις της CIA έχουν συμβεί σε χώρες που αγωνίζονται να ξεπεράσουν τη σοβαρή οικονομική στέρηση. Ωστόσο, αντί να ανακουφίσουν τα βάσανα και να κερδίσουν τη δημόσια υποστήριξη, οι ΗΠΑ συνήθως ανατινάσσουν την μικρή υποδομή που διαθέτει η χώρα, προκαλώντας παράλληλα τους μορφωμένους επαγγελματίες να φύγουν για να σώσουν τη ζωή τους”.


Με τέτοιες προϋποθέσεις ηγεμονία δεν διατηρείται, ιδιαιτέρως, σε κρίσιμες μεταβατικές περιόδους.

2.-Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;  

Διότι η βιομηχανική κοινωνία δίνει την θέση της στην ψηφιακή κοινωνία. Είναι μια άλλη κοινωνία.

Η ψηφιακή κοινωνία αποτέλεσε προϊόν των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια η Αμερική δείχνει μια αδυναμία να την διαχειριστεί. 

Η ψηφιακή κοινωνία έχει δύο μεγάλες απαιτήσεις. Την καινοτομία και τα υλικά που θα αναπτύξουν τα προϊόντα της.

Ως προς την καινοτομία οι ΗΠΑ κυριάρχησαν στην αρχή. Αλλά εδώ και μερικά χρόνια δείχνουν μια κόπωση. Χαρακτηριστικό της αμερικανικής κυριαρχίας στην καινοτομία ήταν ότι αναζητούσαν σε όλον τον κόσμο τα «καλύτερα μυαλά» στα οποία έδιναν τα μέσα να αναπτύξουν τις ιδέες τους. Εδώ και μερικά χρόνια οι ΗΠΑ γίνονται μια κλειστή, φοβική κοινωνία. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο στοιχείο για μια επικίνδυνη εσωστρέφεια.

Ενδεικτικό της κόπωσης και της απουσίας φαντασίας στη διαχείριση καινοτόμων πρωτοβουλιών είναι ο τρόπος που οι ΗΠΑ διαχειρίστηκαν την υπόθεση Άσανζ και Σνόουντεν. Αντί να τους αξιοποιήσουν, τον μεν έναν τον έστειλαν στη Ρωσία, τον δε άλλο στη φυλακή. Οι φοβικές κοινωνίες δεν έχουν μέλλον. Και ο ΗΠΑ είναι μια φοβική, εσωστρεφής κοινωνία.

Η δεύτερη απαίτηση της ψηφιακής κοινωνίας είναι οι σπάνιες γαίες. Η Αμερική τις στερείται και όπου τις εντόπισε και επεδίωξε να τις διαχειριστεί το έκανε με αμερικανικό τρόπο. Αντί να βοηθήσει τις τοπικές κοινωνίες, βοήθησε τον εαυτό της , και μόνο, την άρχουσα τάξη των χωρών για να μπορούν να καταπιέζουν και να ελέγχουν τις κοινωνίες τους και αδιαφόρησε για την ζωή των ανθρώπων.

Το Αφγανιστάν είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν και είναι κατά των Ταλιμπάν. Αλλά οι ΗΠΑ δεν έκαναν τίποτε για την Αφγανική κοινωνία ώστε να την πάρουν με το μέρος τους.

Όπως γράφηκε στο αμερικανικό Project Syndicate «από τα 946 δισεκατομμύρια δολάρια που διέθεσαν τα 20 χρόνια οι αμερικανοί στο Αφγανιστάν, τα 816 δισεκατομμύρια δολάρια, ή το 86%, πήγαν σε στρατιωτικές δαπάνες για τα αμερικανικά στρατεύματα. Και ο αφγανικός λαός είδε ελάχιστα από τα υπόλοιπα 130 δισεκατομμύρια δολάρια, με 83 δισεκατομμύρια δολάρια να πηγαίνουν στις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας. Περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν για επιχειρήσεις περιορισμού των ναρκωτικών, ενώ 15 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν για αμερικανικές υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται στο Αφγανιστάν. Αυτό άφησε πενιχρή χρηματοδότηση “οικονομικής στήριξης” 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, ακόμη και ένα μεγάλο μέρος αυτών των δαπανών άφησε ελάχιστα επί τόπου, επειδή τα προγράμματα στην πραγματικότητα «υποστηρίζουν την αντιτρομοκρατία, ενίσχυση των εθνικών οικονομιών και βοηθούν στην ανάπτυξη αποτελεσματικών, προσβάσιμων και ανεξάρτητων νομικών συστημάτων ».

Εν ολίγοις, λιγότερο από το 2% των αμερικανικών δαπανών για το Αφγανιστάν, και πιθανώς πολύ λιγότερο από το 2%, έφτασε στον Αφγανικό λαό με τη μορφή βασικών υποδομών ή υπηρεσιών μείωσης της φτώχειας. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να έχουν επενδύσει σε καθαρό νερό και αποχέτευση, σχολικά κτίρια, κλινικές, ψηφιακή συνδεσιμότητα, γεωργικό εξοπλισμό, προγράμματα διατροφής και πολλά άλλα για να βγάλουν τη χώρα από την οικονομική στέρηση. Αντίθετα, αφήνουν πίσω μια χώρα με προσδόκιμο ζωής 63 έτη, ποσοστό μητρικής θνησιμότητας 638 ανά 100.000 γεννήσεις και ποσοστό παιδικής καθυστέρησης 38%.

Η Κίνα, η οποία με διάφορους τρόπους προσεγγίζει τους Ταλιμπάν, κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά των σπάνιων γαιών -οι οποίες είναι αναγκαίες για την κατασκευή όλων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επίπεδες οθόνες και αεροσκάφη-  και κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, το 2019, απείλησε να «κόψει» τις προμήθειες.

Μόνο οι σπάνιες γαίες του Αφγανιστάν υπολογίζεται ότι αξίζουν από 1 έως 3 τρισ. δολάρια, όπως έγραφε το 2020 το περιοδικό The Diplomat, επικαλούμενο τον Ahmad Shah Katawazai, έναν πρώην διπλωμάτη στην πρεσβεία του Αφγανιστάν στην Ουάσιγκτον. Η έκδοση The Hill υπολόγιζε την αξία τους φέτος στα 3 τρισ. δολάρια.

Ήδη, η Κίνα στην παγκόσμια αγορά των σπάνιων γαιών, ελέγχει το 35% των κοιτασμάτων διεθνώς. Μόνο το 2018, ήλεγχε το 70% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών, καθώς παρήγαγε 120.000 μετρικούς τόνους, σε μία χρονιά που οι ΗΠΑ παρήγαγαν 15.000 μετρικούς τόνους.

Το Πεκίνο χρησιμοποίησε τις σπάνιες γαίες σαν διαπραγματευτικό χαρτί στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι η αμερικανική βιομηχανία καλύπτει το 80% των σχετικών αναγκών της μέσω εισαγωγών από την Κίνα.

 

3.-Όσοι δεν έβγαζαν σπυράκια ακούγοντας το όνομα του Μαρξ θα γνωρίζουν πως όταν αλλάζουν τα μέσα παραγωγής (από τα κλασικά μέσα της βιομηχανικής κοινωνίας στα νέα μέσα της ψηφιακής κοινωνίας) αλλάζουν και οι σχέσεις παραγωγής (οι σχέσεις εργασίας και οι σχέσεις των ανθρώπων γενικότερα).

Αλλαγή στις σχέσεις εργασίας συνεπάγεται ευρύτερες αλλαγές. Από την κυρίαρχη φιλοσοφική αντίληψη, τον τρόπο παραγωγής (κάτι πολύ σημαντικό που κατά την μαρξιστική θεωρία προδικάζει την μορφή και του πολιτικού συστήματος) ως τα πολιτικά συστήματα και τους ορισμούς τους.

Ο νέος κόσμος με τα νέα μέσα παραγωγής θα θέσει το ερώτημα: τις δυνατότητες που παρέχει ο αναδυόμενος νέος κόσμος θα τις αξιοποιήσουν τα αυταρχικά κράτη για να ελέγξουν τις κοινωνίες ως νέος Μεγάλος Αδελφός, ή θα αξιοποιηθούν από τους λαούς για την διεύρυνση της δημοκρατίας και της ευημερίας.

Και εδώ είναι που παίζεται το παγκόσμιο παιχνίδι. Τα υπόλοιπα είναι δεδομένα. Η αμερικανική υποχώρηση και η νέα ανακατάταξη δεν παίζονται. Παίζεται το σημείο της νέα ισορροπίας.

Οι ΗΠΑ δεν φαίνεται- και δεν μπορούν- να αλλάξουν πολιτική φιλοσοφία. Θα μιλούν υποκριτικά για ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα, για την διεθνή έννομη τάξη αλλά τίποτε δεν θα σέβονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πως αντιμετωπίζουν την Τουρκία. Υποχωρούν σε όλα όσα κάνει ο Ερντογάν σε βάρος του λαού του, ελπίζοντας σε μια βελτίωση της σχέσης τους μαζί του. Χάνουν, όμως, έτσι την διεθνή νομιμοποίηση ως δημοκρατικής δύναμης που σέβεται την βούληση και την κυριαρχία των λαών καθώς και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.

Απέναντι στις ΗΠΑ αναδύονται δύο αυταρχικές δυνάμεις: Η Κίνα με ένα κομμουνιστικό καθεστώς και η Ρωσία με μια αυταρχική, κατ επίφασιν δημοκρατία.

Η επικράτηση μιας από τις δύο αυτές δυνάμεις δεν θα δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Αντιθέτως, μπορεί να τον επιδεινώσει. Αλλά...

 

 τα εκβιαστικά διλήμματα του είδους δημοκρατία τύπου Αμερικής ή αυταρχισμός τύπου Κίνας ή Ρωσίας δεν είναι οι λύσεις στον νέο κόσμο.  Αν επικρατήσουν οδηγούμαστε σε έναν κόσμο ανελευθερίας με δυνατότητα ενίσχυσης του Μεγάλου Αδελφού. Κάτι που οι νέες τεχνολογίες δίνουν την δυνατότητα να αναπτυχθεί.

Οι ίδιες τεχνολογίες, όμως, δίνουν την δυνατότητα ανάπτυξης ενός δημοκρατικού διεθνούς συστήματος που θα βασίζεται στην αποκέντρωση, τον σεβασμό των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την βούληση των λαών.

Η νέα μάχη θα δοθεί γύρω από αυτά: απο τη μια από την δύναμη που θα κυριαρχήσει παγκοσμίως και την πολιτική που θα ακολουθήσει και απο την άλλη από τον ρόλο και τις δυνατότητες των λαών να ζήσουν ειρηνικά, δημοκρατικά και να ευημερήσουν. Δυστυχώς, στην μάχη αυτή ο πόλεμος δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πρέπει, όμως, να βρούμε τις ασφαλιστικές δικλείδες περιορισμού των πιθανοτήτων του.

 

4.- Κατά μία, μαρξιστική, μάλλον, ανάλυση η ανάδυση του καπιταλισμού προϋπέθετε την ανάπτυξη   γύρω από  βιομηχανικές μονάδες , πόλεων όπου θα συγκεντρώνονταν το εργατικό δυναμικό (προλεταριάτο) και την διαμόρφωση εθνικών κρατών ώστε μέσα σ αυτά να προστατεύεται η βιομηχανική παραγωγή.

Τα εθνικά κράτη προϋπέθεταν ομοιογενείς κοινωνίες με αίσθηση κοινών χαρακτηριστικών. Δηλαδή, ταυτότητας. Χωρίς να μπορώ να υπεισέλθω, λεπτομερώς, στην έννοια της ταυτότητας στον χώρο αυτό, η ύπαρξή της διαμόρφωσε συνεκτικές κοινωνίες που αλληλοϋποστηρίζονταν.

Η προχωρημένη φάση του καπιταλισμού, όμως, ο ιμπεριαλισμός ασφυκτιούσε στα εθνικά όρια. Και έπρεπε να τα αποδομήσει.

Η αποδόμηση των εθνικών ορίων προϋπέθετε αποδόμηση της ταυτότητας της κοινωνίας που συγκροτούσε το έθνος. Και έτσι εισερχόμαστε σε μια νέα φάση όπου εν ονόματι της παγκοσμιοποίησης έπρεπε οι κοινωνίες να γίνουν πλάσμα (με την φυσική έννοια του όρου) χωρίς μορφή, σχήμα, άποψη, ή αίσθηση κοινής πορείας.

Η αναγκαστική, όμως, συνύπαρξη εθνικών κρατών, μέχρι να διαλυθούν και αποδομημένων, από άποψη ταυτότητας, κοινωνιών διέλυσε την εθνική συνοχή και κατέστησε τα εθνικά κράτη άνευ σκοπού. Δεν κυριαρχεί το συμφέρον του εθνικού κράτους αλλά των εταιρειών που ελέγχουν τις ηγετικές ομάδες αυτών των κοινωνιών. Πολλές φορές, μάλιστα, το συμφέρον των εταιρειών μπορεί να βρίσκεται σε αντίθεση με το συμφέρον του εθνικού κράτους.

Αυτό πήρε πιο διαλυτική μορφή σε κοινωνίες όπως οι ΗΠΑ που συγκροτήθηκαν, ούτως ή άλλως, με συνείδηση της εθνικής διαφορετικότητας των πολιτών τους. Οι επιπτώσεις στην συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας υπήρξαν καταλυτικές και διεφάνησαν, κυρίως, με την προεδρία Τράμπ. Το χάσμα αυτό όχι, μόνο, δεν καλύπτεται αλλά δημιουργεί τεράστιες εντάσεις και διχασμούς που αποδιοργανώνουν τον κρατικό εθνικό στόχο.

Για παράδειγμα τι ήθελαν οι ΗΠΑ από το Αφγανιστάν; Τι θέλουν από τη Συρία, τη Μέση Ανατολή ή όπου αλλού στον κόσμο;  

Δεν είναι σαφές. Ίσως να μην το γνωρίζει και η ηγέτιδα τάξη τους.

Ο μόνος στόχος τους είναι, μέσω της αντιπαράθεσης με την Κίνα, να ανακτήσουν την παγκόσμια  ηγεμονία ως primus inter pares.

Αλλά γι αυτό δεν χρειάζεται ούτε η παραμονή στο Αφγανιστάν, όπου η Κίνα «παίζει» με οικονομικούς όρους, ούτε στη Συρία, ούτε οπουδήποτε αλλού. Χρειάζεται, μόνο η επικέντρωση των δυνάμεων εκεί που η Κίνα είναι διατεθειμένη να κλιμακώσει στρατιωτικά. Και ο χώρος αυτός είναι η θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Στην Ουάσιγκτον πιστεύουν πως την ηγεμονία δεν θα μπορέσουν να την ανακτήσουν στον οικονομικό τομέα αλλά στον στρατιωτικό. Πουλώντας ασφάλεια στον κόσμο. Αλλά είναι πολλοί εκείνοι που δεν θέλουν, πλέον, να αγοράσουν την αμερικανική ασφάλεια.

Μία από αυτές τις χώρες αυτές είναι η Τουρκία. Η Τουρκία προσπαθεί να αυτονομηθεί από τις αμερικανικές δαγκάνες. Χτυπώντας μια στο σφυρί και μια στο πέταλο και επιδεικνύοντας μια πολιτική αποφασιστικότητα σε κάποιο βαθμό το κατάφερε. Συνεχίζει και αναζητά διεθνείς εκδουλεύσεις εν ονόματι των οποίων θα της αναγνωρισθούν κάποια δικαιώματα.

Το Αφγανιστάν είναι μια από αυτές τις εκδουλεύσεις.

Ορισμένοι περιμένουν να έρθει η σειρά της Τουρκίας να ηττηθεί στο Αφγανιστάν
. Η Τουρκία, όμως, δεν πήγε στο Αφγανιστάν για να πολεμήσει. Πήγε για να συνεργασθεί ως μεσολαβούσα με την βοήθεια και του Πακιστάν. Δεν είναι ένα εύκολο παιχνίδι. Είναι, όμως, ένα παιχνίδι το οποίο η Τουρκία είναι διατεθειμένη να παίξει.  Με ρίσκο, ναι. Αλλά χωρίς ρίσκο δεν γίνεται τίποτε. Η Τουρκία δεν πολεμά εκεί που δεν έχει διασφαλίσει τη νίκη. Η Τουρκία μπορεί ευκολότερα να συνεργαστεί με τους Αφγανούς διότι, ως αντίληψη, βρίσκονται και οι δύο χώρες σε μια προνεωτερική προς νεωτερική φάση.

Η Τουρκία μπορεί να καταλάβει το Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ όχι.

Ορισμένοι θα αναρωτηθούν για τον ρόλο της Ελλάδας.

 Δεν υπάρχει τέτοιος ρόλος, πουθενά. Η Ελλάδα είναι μια κατάσταση που διαμορφώνεται, ακόμη, από το 1821.  Η Επανάσταση του 1821 δε τελείωσε, συνεχίζεται. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εθνικό κράτος και δεν τα καταφέρνει. Μόλις διαμόρφωσε ορισμένα χαρακτηριστικά του εμφανίστηκαν ορισμένοι πρόθυμοι να το αποδομήσουν. Διότι αυτό ήταν το παράγγελμα από την Εσπερία.

Σήμερα είναι μια διχασμένη κοινωνία με μια μέτρια ηγεσία, με απουσία εθνικής αστικής τάξης και με έναν λαό κατακερματισμένο και συγκεντρωμένο γύρω από την πρωτεύουσά του έτοιμο να διαχειριστεί την λοιπή εθνική έκταση ως ενδοχώρα.

Είναι αφημένη στις ΗΠΑ, κυρίως, και στην Ε.Ε. και πορεύεται όπως της παραγγείλουν. Η οικονομική κρίση και η αδυναμία της να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της Τουρκίας την έκαναν ακόμη πιο ευάλωτη.

Οι εξελίξεις στο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες της ηγεσίας της να τις διαχειριστούν. Είναι ένα ακυβέρνητο καράβι σε μια τρικυμισμένη θάλασσα.

Το τραγικό είναι ότι δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να θέλει να συμμαζέψει, κάπως, τα πράγματα. Ίσως και να μην μπορεί. Δεν μπορεί να αναδυθεί τίποτε ως εναλλακτική λύση χωρίς να το θέλουν όσοι από το εξωτερικό κατευθύνουν τις τύχες της.

Με όλα αυτά, η Ελλάδα δεν έχει καταλάβει καν τι συντελείται.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου