ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ξέρουμε τι αθλητισμό θέλουμε;

 


Tου ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΠΕΤΟΠΟΥΛΟΥ

Κάθε φορά που οι Ολυμπιακοί Αγώνες ολοκληρώνονται θα ήταν καλό να ξεκινούσε ένας διάλογος με κείμενα προβληματισμού για το τι είδους αθλητισμό θέλουμε.  

Το 2016, μετά τους Ολυμπιακούς του Ρίο, είχε γίνει ένας τέτοιος – με αρκετό ενδιαφέρον. Είχε ξεκινήσει με ένα εξαιρετικό κείμενο του σημερινού ΓΓΑ Γιώργου Μαυρωτά στην «Athens Voice», μετά είχαν τοποθετηθεί σε εφημερίδες και sites κι άλλοι – όπως ο αθλητής Περικλής Ιακωβάκης, ή η σημερινή πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Σοφία Σακοράφα π.χ. Τα θυμάμαι τα κείμενα. Επηρέασαν τη συνέχεια;  

Φυσικά: ο Μαυρωτάς π.χ. έγινε ΓΓΑ δείχνοντας ότι μπορεί και προβληματίζεται. Σε μια χώρα όπου αυτό δεν συνηθίζεται είναι χρήσιμο.

Τα μετάλλια που οι αθλητές μας κέρδισαν στο Τόκιο δεν είναι ούτε πολλά ούτε λίγα: είναι όλα ηρωικά.  

Ανάλογα ήταν και τα μετάλλια του Ρίο: η διαφορά είναι ότι κάποια από εκείνα ήταν κομμάτι ανέλπιστα ενώ αυτή τη φορά οι αθλητές που κατάφεραν να ανεβούν στο βάθρο είχαν ελπίδες επιτυχίας βάσιμες. Οπως ακριβώς είχε συμβεί και στο Ρίο, μιλάμε όμως για επιτυχίες κυρίως προσωπικές: επιτυχίες που δίνουν λάμψη στον αθλητισμό μας που δεν ξέρω πραγματικά αν την αξίζει.

Στην αθλητική ιστορία της Ελλάδας το ορόσημο θα είναι πάντα οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας – σημείο εκτόξευσης και σημείο μηδέν του αθλητισμού μας ταυτόχρονα.  

Το 2004 συνέβη κάτι που δεν έχει καταφέρει καμία διοργανώτρια Ολυμπιακών Αγώνων: από τη μια η χώρα πανηγύρισε του κόσμου τα μετάλλια κι από την άλλη δεν έμεινε από αυτά παρά μόνο χρυσόσκονη.  

Ενας από τους βασικούς λόγους που δεν έμεινε σχεδόν τίποτα στην Ελλάδα μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 ήταν ακριβώς αυτή η απουσία προβληματισμού για το τι αθλητισμό θέλουμε.  

Διοργανώνοντας αγώνες χωρίς στόχο – ή αν προτιμάτε με μοναδικό στόχο κάποια μετάλλια και κάποια μπράβο από αγχωμένους ξένους που μας κοιτούσαν με περιέργεια – προέκυψαν οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις που ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν, ξοδεύτηκαν χρήματα που δεν έπρεπε, χάθηκε η ευκαιρία να υπάρξει στην Ελλάδα ένα σοβαρό αθλητικό κίνημα.

Και μετά φυσικά όλα έγιναν χειρότερα. Την εκτόξευση και τη συλλογή μεταλλίων στην Αθήνα, τέσσερα χρόνια αργότερα στο Πεκίνο τη διαδέχτηκε το απόλυτο φιάσκο: όχι προσγείωση, αλλά συντριβή. Από τα 15 μετάλλια στην Αθήνα, βρεθήκαμε στα 3 στο Πεκίνο – χωρίς μάλιστα κανένα χρυσό.  

Μετά το 2008, όταν έλειψαν πλέον και τα χρήματα, η κατάρρευση ήταν απόλυτη. 

Στο Λονδίνο θυμίζω ότι έσωσαν την ελληνική αποστολή δύο χάλκινα: αυτό που κέρδισε ο πανταχού παρών μεγάλος Ηλίας Ηλιάδης στο τζούντο, Ελληνας εξ υιοθεσίας, κι αυτό που κατέκτησαν τα κορίτσια της κωπηλασίας, δηλαδή η Αλεξάνδρα Τσιάβου και η Χριστίνα Γιαζιτζίδου, στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών. Πολλοί είπαμε «πάλι καλά».

Είναι όλα θέμα χρημάτων; 

Οχι ακριβώς. Στο διάστημα της ολυμπιακής προετοιμασίας για το Πεκίνο π.χ. δεν έλειψαν τα χρήματα (τότε χάρη στα δανεικά υπήρχαν πολλά), αλλά έλειψαν όλα τα άλλα: σχεδιασμός, άνθρωποι, παραγωγή αθλητών – πρώτα από όλα. Το 2016 ο Μαυρωτάς είχε επισημάνει πως «χωρίς αθλητές δεν μπορεί να έχουμε πρωταθλητές»: έχει δίκιο.  

Το 2004 θυμάμαι, όταν η Ελλάδα σάρωνε τα μετάλλια, δεν υπήρχε κανένας προβληματισμός για το τι ακριβώς αθλητισμό θέλουμε, αλλά μόνο μια υπόγεια συζήτηση μεταξύ γκρινιάρηδων: τέτοιοι στην Ελλάδα θα υπάρχουμε πάντα πολλοί.

Υπήρχαν αυτοί που γκρίνιαζαν γιατί ήθελαν περισσότερα μετάλλια (γιατί τα μετάλλια στους μεγάλους αγώνες εξασφαλίζουν προβολή στη χώρα και στέλνουν στον αθλητισμό χιλιάδες παιδιά) και υπήρχαν κι εκείνοι που θα προτιμούσαν να κέρδιζε η Ελλάδα λιγότερα μετάλλια και το κρατικό χρήμα να πηγαίνει σε υποδομές, ώστε ο κόσμος να αθλείται.

Υπήρχαν αυτοί που ζήλευαν τη σοσιαλιστική Κούβα που είχε πάρει στην Αθήνα 27 μετάλλια κι αυτοί που χειροκροτούσαν την Αυστρία και τη Φινλανδία που είχαν πάρει ελάχιστα μετάλλια, αλλά το ποσοστό του πληθυσμού τους που αθλούνταν ενεργά ξεπερνούσε το 30%! 

Εγώ ανήκα στους δεύτερους, αλλά θέλω και ελληνικές επιτυχίες γιατί μόνο αυτές στέλνουν παιδιά στα γήπεδα και στα γυμναστήρια – κακά τα ψέματα. 

Ακόμα κι αυτή την απλή συζήτηση ωστόσο, στην πορεία τη σκότωσε η ίδια η πραγματικότητα: από το 2010 κι έπειτα η πολιτεία (δηλαδή η εκάστοτε κυβέρνηση) τον αθλητισμό μας τον αντιμετωπίζει με άγχος: αναζητούνται χρήματα για να δοθούν στις ομοσπονδίες από υποχρέωση ή και απευθείας σε ομάδες από συμπόνοια. Πιο πολύ για να μην υπάρχουν αντιδράσεις αθλητών που δεν πήραν τα οδοιπορικά τους, παρά γιατί υπάρχει κάποιο σχέδιο.

Μετά την άτσαλη ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ από την κυβέρνηση Σαμαρά, που δημιούργησε ένα τερατώδες ιδιωτικό μονοπώλιο χωρίς καμία υποχρέωση υποστήριξης του αθλητισμού, και μετά την πάντα προβλεπόμενη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν τόλμησε να αγγίξει τη σύμβαση ιδιωτικοποίησης του οργανισμού (πόσω μάλλον να την καταργήσει όπως προγραμματικά έλεγε), ο ελληνικός αθλητισμός βρέθηκε στο κενό. Το κενό κάλυψαν κάπως οι χορηγοί – υπήρξε διάθεση επιχειρήσεων να βοηθήσουν κι αυτό είναι παρήγορο. Αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι το έκαναν με ελάχιστο συντονισμό και χωρίς σοβαρή κρατική ενθάρρυνση. Χωρίς σοβαρά κίνητρα.

Ακόμα κι όσοι διαφωνούμε για το αν πρέπει να υπάρχει κρατικό πρόσταγμα (δηλαδή χρηματοδότηση) ή κρατικός έλεγχος (δηλαδή εποπτεία κανόνων) στον αθλητισμό, συμφωνούμε σε κάτι απλούστερο: 

 

Οτι δεν γίνεται αθλητισμός χωρίς χρήματα.  

Αν οργανωνόταν το πρόγραμμα χορηγιών της ΕΟΕ ακόμα καλύτερα, θα υπήρχαν σίγουρα και καλύτερα αποτελέσματα: ενόψει των επόμενων Ολυμπιακών που θα είναι σε τρία χρόνια, χρειάζεται να υιοθετηθούν έγκαιρα από την ΕΟΕ, χάρη σε ένα πρόγραμμα αντίστοιχο με το «Υιοθετήστε έναν αθλητή», αθλητές με σπουδαίες επιδόσεις στις κατηγορίες εφήβων και νέων: μόνο οι χορηγοί μπορεί να τους βοηθήσουν να γίνουν αύριο ολυμπιονίκες.

Χρειάζεται επίσης να υπάρξει το κουράγιο να μιλήσουν οι παράγοντές μας με τα παιδιά τη γλώσσα της αλήθειας: όποιος μπορεί να πάει να κάνει πρωταθλητισμό στο εξωτερικό να ενθαρρυνθεί να το κάνει – το έκαναν και με επιτυχία πριν από χρόνια και η Αννα Κορακάκη και η Κατερίνα Στεφανίδη αλλά και ο Στέφανος Τσιτσιπάς και η Μαρία Σάκκαρη

Τέλος, είναι απαραίτητο στη μετά Covid εποχή να σωθούν γήπεδα, πισίνες και γυμναστήρια, που καταρρέουν εξαιτίας της κρατικής αμηχανίας. Δεν είμαστε στο 2014, όταν έκλεισε πισίνα στη Θεσσαλονίκη γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα θέρμανσης, αλλά απέχουμε ακόμα πολύ από μια κάποια κανονικότητα. Το σπουδαιότερο είναι να ορίσουμε αυτή την κανονικότητα – να καταλήξουμε δηλαδή στο τι ακριβώς αθλητισμό θέλουμε. Διότι τώρα πανηγυρίζουμε μετάλλια αλλά αμφιβάλλω αν έχουμε αθλητισμό

Εχουμε ευτυχώς τον Ντούσκο, τον Τεντόγλου, τον Πετρούνια κ.τ.λ. και πάλι καλά. 

Αλλά αθλητισμό δεν είμαι βέβαιος ότι έχουμε…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου