ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Σιγά μην κλάψει, σιγά μη φοβηθεί

 

 

(Πραγματική ιστορία - Η κορούλα του Ηλια Μαγκλίνη βγήκε νικήτρια από μια απίστευτη μάχη με τον καρκίνο και Ηλίας περιγράφει μια από τις εμπειρίες που ο ίδιος έζησε στο νοσοκομείο κατα τη διάρκεια της περιπέτειας αυτής...)

 


Του ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ

Την είδα ξανά, ύστερα από πολύ καιρό, στα εξωτερικά ιατρεία. Εδειχνε τόσο καλά. Και οι γονείς της: λες και είχαν απαλλαγεί από ένα ασήκωτο φορτίο.  

Τότε, στην κλινική, όλα ήταν αλλιώς, και για τη δική της οικογένεια και για τη δική μας.

Κάποτε, γυρόφερνα άσκοπα στον διάδρομο της κλινικής, μπας και κατευνάσω τα νεύρα μου, περνώντας έξω από τα δωμάτια των παιδιών, όταν κάτι με έκανε να σταματήσω έξω απ’ το δικό της δωμάτιο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι και άκουγε μουσική στο YouTube από το λάπτοπ.

Κάπως έπρεπε να κυλήσει ο χρόνος και για ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι που είχε πρηστεί και παραμορφωθεί από τις κορτιζόνες. Οι χημειοθεραπείες είχαν απογυμνώσει το κρανίο της. Ακόμα και τα φρύδια και οι βλεφαρίδες είχαν εξαφανιστεί, όπως και στη δική μου κόρη, όπως και σε όλα τα άλλα παιδιά εκεί μέσα, μικρά και μεγάλα.

Στα δεκαπέντε της, ήξερα ότι ένιωθε απωθητική με τον συντριπτικό εκείνο τρόπο που το αισθάνονται οι έφηβοι. Στο Facebook και στο Instagram παρακολουθούσε ξεροσταλιάζοντας την παρέα της να γυρίζει στα γνωστά μέρη. Ισως να έβλεπε και κάποιο αγόρι που τελικώς προτίμησε μια φίλη της ή μια αντιπαθητική συμμαθήτριά της απ’ το σχολείο: η νόσος τής είχε κλέψει και το αγόρι.

Τις νύχτες, δεκαπεντάχρονη ούσα, σκεφτόταν πως η ζωή της κινδύνευε. Αυτό που δεν απασχολούσε τα παιδιά που νόσησαν στα τέσσερα και στα πέντε. Αυτή η ευλογημένη άγνοια.

Θα πήγαινε για μεταμόσχευση μυελού, πράγμα που σήμαινε ότι καλό θα ήταν προηγουμένως να καταψύξει ωάρια: τα ποσοστά υπογονιμότητας στα κορίτσια αυτά εξακοντίζονταν ύστερα από τέτοιες διαδικασίες.

«Δεν δίνω δεκάρα αν κάνει παιδιά ή όχι», μου είπε ο πατέρας της. «Να ζήσει θέλω». Μιλούσε για όλους μας εκεί μέσα: να ζήσουν τα παιδιά, τίποτε άλλο.
 

Εκείνη την ημέρα, έξω απ’ το δωμάτιό της, την άκουσα να σκεπάζει με τη λεπτή φωνή της την μπάσα φωνή του τραγουδιστή. Τι άκουγε το εφηβάκι; 

«Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ!»  

Να την τόνωνε η κοινωνική αμφισβήτηση του τραγουδιού; Η ρομαντική τραχύτητα στην εκφορά των στίχων από τον Αγγελάκα;  

Στους σχεδόν ινδιάνικους αλαλαγμούς της εισαγωγής, τα έδινε όλα κι εκείνη.

Οταν την είδα ξανά στα εξωτερικά ιατρεία, είχε ξεπρηστεί. Το μαλλί της, ζωντανό και υγιές ξανά, ένα προσωρινό καρεδάκι. Και είχε υπέροχες βλεφαρίδες.

Ηξερα πως είχε υποστεί μιαν ανείπωτη ταλαιπωρία στον τρίτο όροφο των μεταμοσχεύσεων, κυρίως όμως μετά. Αλλά ούτε ίχνος δεν είχε απομείνει από τον οδοστρωτήρα που πέρασε από πάνω της.

Η μητέρα της μας ρώτησε πώς ήταν η κόρη μας

Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο. «Μια χαρά βλέπουμε και τη δικιά σου», της είπα. 

Μου απάντησε:  

 

«Δεν μπορούμε να τη μαζέψουμε σπίτι τώρα».

Σιγά μην κλάψει, σιγά μη φοβηθεί.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου